Τι σημαίνει το calo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης calo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του calo στο Ιταλικό.

Η λέξη calo στο Ιταλικό σημαίνει πέφτω, μειώνομαι, κατεβάζω, κλείνω, υποχωρώ, μειώνομαι, ελαττώνομαι, κατεβαίνω, πέφτω, ρίχνω, υποχωρώ, καταλαγιάζω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, κάνω βουτιά, πέφτω, υποχωρώ, μειώνομαι, κατεβαίνω, σβήνω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, βυθίζομαι, μικραίνω, αδειάζω, πτώση, πτώση, πτώση, συρρίκνωση πωλήσεων, πτώση, ελάττωση, μείωση, πτώση, παρακμή, μείωση, κοιλιά, πτώση, κάθοδος, πτώση, πτώση, κάθοδος, βουτιά, πτώση, ελάττωση, μείωση, περιστολή, πτώση τιμών, μείωση, ελάττωση, μείωση, πτώση μισθών, υποχώρηση, μείωση, φθίνων, πτωτικός, εξασθένιση, αγκυροβολώ, μειώνομαι, γεμίζω και αδειάζω, λιγοστεύω σταδιακά, επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη, κατεβαίνω με ράπελ, ρίχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης calo

πέφτω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I prezzi in questo negozio sono calati notevolmente.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

μειώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vendite sono calate bruscamente dall'inizio della stretta creditizia.
Οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά από την έναρξη της πιστωτικής κρίσης.

κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

(lavoro a maglia) (πόντους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per dare la forma allo scalfo delle maniche bisogna calare un paio di punti all'inizio di ogni ferro.
Ένας τρόπος για να σχηματίσεις μανίκια όταν πλέκεις πουλόβερ είναι να κλείσεις συγκεκριμένο αριθμό βελονιών στην αρχή κάθε σειράς.

υποχωρώ

verbo intransitivo (στάθμη νερού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando il livello dell'acqua calerà gli abitanti saranno lasciati rientrare a casa.
Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La frequentazione in chiesa è diminuita mano a mano che le persone si trasferivano in periferia.

κατεβαίνω

verbo intransitivo (αριθμοί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La percentuale delle infezioni di HIV finalmente inizia a diminuire.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Recentemente la produttività della compagnia è calata.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ragazza calò una fune ed il suo ragazzo si arrampicò fino in camera sua.
Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της.

υποχωρώ, καταλαγιάζω

(συναισθήματα, προβλήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un anno dopo la morte di lei, il suo dolore iniziò a calare.
Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ο πόνος του έχει αρχίσει να υποχωρεί.

μειώνω, ελαττώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνομαι, ελαττώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vendite di computer fissi sono scese negli ultimi anni in quanto molti preferiscono i portatili.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante la crisi sono calate le vendite di auto.
Οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης.

κάνω βουτιά

verbo intransitivo (figurato: prezzi) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I prezzi delle azioni della società crollarono quando annunciarono un calo dei profitti.
Οι τιμές των μετοχών της εταιρείας έπεσαν όταν ανακοίνωσαν μια πτώση στα κέρδη.

πέφτω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Da mesi la popolarità del presidente diminuisce.
Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες.

υποχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I prezzi potrebbero slittare un poco dopo la stagione turistica.

κατεβαίνω

verbo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dietro questo pannello a parete c'è un letto che si tira giù per la notte.
Πίσω από αυτό το κομμάτι του τοίχου υπάρχει ένα κρεβάτι που ανοίγει τη νύχτα.

σβήνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Amanda si è seduta a guardare la luce svanire al crepuscolo.
Η Αμάντα καθόταν και έβλεπε το φως της ημέρας που χανόταν στο σούρουπο.

πέφτω

verbo intransitivo (prezzi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il prezzo del gas è sceso in ribasso.
Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ.

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il livello dell'acqua scenderà con la bassa marea.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

πέφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le azioni sono scese oggi.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

βυθίζομαι

verbo intransitivo (sole) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era bello vedere il sole che calava dietro l'orizzonte.

μικραίνω, αδειάζω

verbo intransitivo (luna) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luna sta calando, ogni notte se ne vede sempre meno.

πτώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La flessione del mercato ha spaventato alcuni investitori.
Η πτώση (or: βουτιά) της αγοράς προκάλεσε την ανησυχία κάποιων επενδυτών.

πτώση

sostantivo maschile (finanza) (μετοχών, τιμών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I mercati hanno iniziato questa settimana decisamente in calo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κάθετη πτώση στις μετοχές της εταιρείας προκάλεσε αναστάτωση στους επενδυτές.

πτώση

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è stato un forte calo nelle vendite durante la crisi economica.
Σημειώθηκε απότομη πτώση των πωλήσεων καθώς χτύπησε η οικονομική κρίση.

συρρίκνωση πωλήσεων

(μτφ: λίγες πωλήσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo negozio ha subito un calo nell'ultimo trimestre.

πτώση, ελάττωση, μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση

(figurato: calo, diminuzione) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η πτώση της αξίας της μετοχής εξέπληξε τους αναλυτές.

παρακμή

(formale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'azienda si chiese come fare per invertire il calo nelle vendite.
Στην εταιρεία αναρωτιόνταν πως θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη μείωση (or: πτώση) των πωλήσεων.

κοιλιά

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση, κάθοδος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση

(economia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci stiamo riprendendo adesso dal calo delle vendite dell'anno passato.
Τώρα ανακάμπτουμε απ' την περσινή πτώση των πωλήσεων.

πτώση, κάθοδος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βουτιά

sostantivo maschile (figurato: prezzi) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è stato un crollo dei prezzi delle case di recente.
Παρατηρήθηκε βουτιά στις τιμές των σπιτιών.

πτώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il calo dei prezzi danneggerà i nostri guadagni.
Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας.

ελάττωση, μείωση, περιστολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La diminuzione dei pregiudizi favorisce l'uguaglianza nella società.

πτώση τιμών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση, ελάττωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Queste cifre indicano un calo del 15%.
Τα νούμερα αυτά απεικονίζουν μία πτώση (or: μείωση) της τάξης του 15%.

πτώση μισθών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La crisi economica ha causato una diminuzione degli stipendi.

υποχώρηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Recentemente, c'è stato un calo nel numero dei disoccupati.

μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φθίνων, πτωτικός

(αριθμοί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dobbiamo concentrarci sul calo della disoccupazione.

εξασθένιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Credo che l'indebolimento di mia nonna sia inevitabile: ha 95 anni!
Υπέθεσα πως η εξασθένιση της γιαγιάς μου είναι αναπόφευκτη, είναι 95!

αγκυροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nave si è ancorata a Port Arthur.

μειώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli attacchi sono diminuiti in numero e in intensità.

γεμίζω και αδειάζω

verbo intransitivo (luna) (φεγγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luna cresce e cala in un ciclo di ventinove giorni, dalla luna piena alla luna nuova.

λιγοστεύω σταδιακά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il numero degli influenzati calerà progressivamente in primavera.
Ο αριθμός των ασθενών από γρίπη θα λιγοστέψει σταδιακά την άνοιξη.

επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβαίνω με ράπελ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mercato debole ha fatto scendere le azioni di trenta punti.
Η αδύναμη αγορά έριξε τη μετοχή κατά 30 μονάδες.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του calo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.