Τι σημαίνει το visita στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης visita στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του visita στο Ιταλικό.
Η λέξη visita στο Ιταλικό σημαίνει διαμονή, επίσκεψη, επίσκεψη, δικαίωμα επίσκεψης, επισκέπτης, εξέταση, ώρες ιατρείου, επίσκεψη, επιθεώρηση, εξέταση, ματιά, ιατρική εξέταση, επισκέπτομαι, επισκέπτομαι, επισκέπτομαι, βλέπω τα αξιοθέατα, ρίχνω μια ματιά σε κπ, εξετάζω, ανακτώ, επαναφέρω, ρίχνω μια ματιά σε κτ, βλέπω τα αξιοθέατα, επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη, περιοδεία, βλέπω, επισκέπτης, επισκέτρια, επισκέπτης, επισκέπτρια, γενικές εξετάσεις, ψευτοάρρωστος, επαγγελματική κάρτα, επαγγελματική κάρτα, ιατρικός έλεγχος, γενικές ιατρικές εξετάσεις, ιατρική εξέταση, ραντεβού με το γιατρό, ραντεβού στο γιατρό, ραντεβού στον γιατρό, ξενάγηση, ξενάγηση, ιατρείο, διπλωματική επίσκεψη, ιατρική εξέταση, περιπατητική ξενάγηση, επίσκεψη κατ' οίκον, ώρες επισκεπτηρίου, κάνω επίσημη επίσκεψη, επισκέπτομαι, επισκέπτομαι, έρχομαι, περνάω, περνώ, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, ταξίδι, δεύτερη επίσκεψη, έρχομαι, κάρτα, κάνω σύντομη επίσκεψη, επαναληπτική εξέταση, περνάω, κατ' οίκον επίσκεψη, επισκεπτήριο, -, -, κάρτα, σύντομη επίσκεψη, επίσκεψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης visita
διαμονή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono stata a Parigi per una visita di due settimane. |
επίσκεψηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio fratello è venuto in visita per qualche giorno. Ο αδερφός μου ήρθε πριν μερικές μέρες για επίσκεψη. |
επίσκεψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci siamo preparati a lungo per la visita dell'amministratore delegato alla nostra filiale. Αφιερώσαμε πολύ χρόνο στην προετοιμασία για την επίσκεψη του Διευθύνοντος Συμβούλου στο υποκατάστημά μας. |
δικαίωμα επίσκεψηςsostantivo femminile (atto regolamentato: carcere, ecc.) (νομική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επισκέπτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Questo weekend cercate di riservare del tempo per le visite. |
εξέταση(medica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il medico ha indirizzato il paziente da uno specialista per una visita più accurata. Ο γιατρός παρέπεμψε τον ασθενή σε έναν εξειδικευμένο γιατρό για μια πιο λεπτομερή εξέταση. |
ώρες ιατρείου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le visite del medico sono il martedì e il giovedì di mattina e il venerdì di pomeriggio; è possibile prendere appuntamento in quegli orari. Οι ώρες που δέχεται ο γιατρός είναι Τρίτη και Πέμπτη πρωί, και Παρασκευή απόγευμα. Μπορείτε να κλείσετε ραντεβού εκείνες τις ώρες. |
επίσκεψηsostantivo femminile (internet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo avuto un sacco di visite sul nuovo sito. |
επιθεώρηση, εξέτασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alla prima visita, la casa ci è piaciuta così tanto che abbiamo deciso di acquistarla. |
ματιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si è fermata per dare un'occhiata veloce nel negozio di antichità. Σταμάτησε για μια γρήγορη ματιά στο κατάστημα με τις αντίκες. |
ιατρική εξέταση
Ο ασθενής έπρεπε να υποβληθεί σε εξέταση από τον γιατρό. |
επισκέπτομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante il nostro viaggio visitammo numerosi monumenti. Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία. |
επισκέπτομαι(siti internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visitate il nostro sito per ulteriori informazioni. |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faremo un viaggio sulla costa. Θα πάμε στην παραλία. |
βλέπω τα αξιοθέαταverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visiteremo le attrazioni principali di Amsterdam domani. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ(medico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il dottore visitò Fred e non riuscì a riscontrare alcun segno di frattura. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore ha visitato il paziente. Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή. |
ανακτώ, επαναφέρω(informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda sperava di poter recuperare i file dopo che il suo computer si era bloccato. Η Λίντα ήλπιζε να μπορέσει να ανακτήσει τα αρχεία της μετά το κρασάρισμα του υπολογιστή της. |
ρίχνω μια ματιά σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω τα αξιοθέατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli Smith hanno fatto molti giri turistici durante le vacanze. Οι Σμιθ έκαναν πολλές περιηγήσεις σε αξιοθέατα στις διακοπές τους. |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I miei vengono a trovarci. Έρχονται οι γονείς μου να μας επισκεφτούν. |
κάνω επίσκεψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I miei vengono a trovarci. Οι γονείς μου θα έρθουν να μου κάνουν επίσκεψη. |
περιοδεία(κτιρίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vieni, ti faccio fare il giro della nostra casa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μας έκανε ένα γύρο του σπιτιού για να μας δείξει τους χώρους. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi piacerebbe andare a trovare zia June questo weekend. Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο. |
επισκέπτης, επισκέτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
επισκέπτης, επισκέπτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Elizabeth fece del caffè per gli ospiti. Η Ελίζαμπεθ έφτιαξε καφέ στους καλεσμένους της. |
γενικές εξετάσεις(controllo medico) (ιατρικές) Ho un appuntamento dal medico domani, ma non preoccuparti: è solo un regolare check-up. |
ψευτοάρρωστοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επαγγελματική κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho ordinato i miei biglietti da visita da una rinomata ditta che li consegna tempestivamente. Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα. |
επαγγελματική κάρταsostantivo maschile Il banchiere mi diede il suo biglietto da visita. |
ιατρικός έλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La mia azienda mi esorta a fare una visita di controllo all'anno. Η εταιρεία μου επιμένει να περνάω από ιατρικό έλεγχο μια φορά τον χρόνο. |
γενικές ιατρικές εξετάσειςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιατρική εξέτασηsostantivo femminile A tutti i ragazzi viene fatta una visita medica prima che inizino il servizio militare. |
ραντεβού με το γιατρό, ραντεβού στο γιατρό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Domani ho un appuntamento dal medico e dopodomani uno dal dentista. |
ραντεβού στον γιατρόsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ξενάγησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il museo d'arte offrì una visita guidata ai dipinti delle sue gallerie. |
ξενάγησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιατρείοsostantivo femminile (medica) (δωμάτιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διπλωματική επίσκεψηsostantivo femminile |
ιατρική εξέταση
|
περιπατητική ξενάγηση
|
επίσκεψη κατ' οίκονsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ώρες επισκεπτηρίουsostantivo plurale maschile (ospedale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω επίσημη επίσκεψηverbo transitivo o transitivo pronominale (διπλωματία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se passi a trovarmi dopo possiamo fare i compiti insieme. Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας. |
περνάω, περνώ(μεταφορικά: για επίσκεψη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ero nei dintorni così ho pensato di fermarmi un attimo per una visita. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταξίδιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δεύτερη επίσκεψηsostantivo femminile |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι. |
κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La signora Sylvia non era in casa quando Mary è andata a trovarla; perciò Mary ha lasciato lì il suo biglietto di visita. Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της. |
κάνω σύντομη επίσκεψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John è andata a trovare Mary mentre era all'ospedale. Ο Τζον έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Μαίρη, ενώ αυτή ήταν στο νοσοκομείο. |
επαναληπτική εξέταση(medicina) Ron è dovuto andare dal medico per una visita di controllo. Ο Ρον έπρεπε να πάει στον γιατρό για μια επαναληπτική εξέταση. |
περνάω(informale) (καθομιλουμένη: από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Passo da te appena ho finito. Θα περάσω απ' το σπίτι σου όταν τελειώσω. |
κατ' οίκον επίσκεψηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επισκεπτήριοsostantivo maschile (κάρτα με στοιχεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È venuta a farmi visita a casa. Ήρθε σπίτι μου. Πήγα με το αυτοκίνητο στο γραφείο για να πάρω κάτι φακέλους. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Abbiamo degli amici in visita questo weekend. Θα φιλοξενήσουμε κάποιους φίλους το σαββατοκύριακο. |
κάρταsostantivo maschile (da visita) (επαγγελματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo straniero si presentò come Dr. Bates e mi allungò il suo biglietto da visita. |
σύντομη επίσκεψηsostantivo femminile |
επίσκεψηsostantivo femminile (medico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La segretaria ha detto che non potevo parlare subito con la dottoressa poiché in quel momento era fuori per una visita a domicilio. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του visita στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του visita
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.