Τι σημαίνει το sollecito στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sollecito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sollecito στο Ιταλικό.

Η λέξη sollecito στο Ιταλικό σημαίνει ζητώ, ζητάω, ζητώ, κάνω κάποιον να βιαστεί, ελέγχω, καλώ κπ να υποβάλει κτ, επισπεύδω, επιταχύνω, χαροποιώ, περιποιητικός, υπενθύμιση, παράκληση, αναζήτηση, όχληση, γρήγορος, ταχύς, άμεσος, που σκέφτεται κπ, που υπολογίζει κπ, που ενδιαφέρεται για κπ, πρόθυμος να κάνει κτ, ωθώ κπ σε κτ, ζητώ κτ από κτ, δίνω έναυσμα σε κπ να κάνει κτ, παροτρύνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, ωθώ, παρακινώ κπ/κτ να κάνω κτ, ζητώ επανειλημμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sollecito

ζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: κτ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artista sollecitò delle opinioni sulla sua nuova scultura.

ζητάω, ζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (opinioni, pareri, voti) (ψήφο από κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un imbroglione stava sollecitando gli anziani, facendo loro pagare migliaia di euro con l'inganno.

κάνω κάποιον να βιαστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha cercato di sollecitare il cliente, perché era l'ora di chiusura.
Προσπάθησε να κάνει τον πελάτη να βιαστεί, καθώς ήταν ώρα κλεισίματος.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλώ κπ να υποβάλει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση.

επισπεύδω, επιταχύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre mise fretta ai figli per evitare che perdessero il treno.

χαροποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vecchia signora era stimolata dal fatto di poter incontrare l'amica di infanzia.

περιποιητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπενθύμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Edward non aveva pagato la bolletta dell'elettricità, perciò il fornitore gli inviò un sollecito. Ho attaccato un appunto dietro la porta d'ingresso per ricordarmi di prendere le chiavi.
Ο Έντουαρντ δεν είχε πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος, έτσι ο πάροχος του έστειλε μια υπενθύμιση.

παράκληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il comitato di beneficenza si è dovuto mettere in regola con il fisco prima di iniziare i solleciti per le donazioni.

αναζήτηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όχληση

(di pagamento) (για πληρωμή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γρήγορος, ταχύς, άμεσος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La settimana scorsa ho dovuto chiamare un idraulico e sono rimasto molto impressionato dalla sua disponibilità immediata.
Χρειάστηκε να φωνάξω έναν υδραυλικό την περασμένη εβδομάδα και εντυπωσιάστηκα πολύ από το πόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του.

που σκέφτεται κπ, που υπολογίζει κπ, που ενδιαφέρεται για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sforzati di essere cortese con le persone anziane.
Κάνε μια προσπάθεια να σκέφτεσαι τους ηλικιωμένους.

πρόθυμος να κάνει κτ

(συνήθως για καθήκον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono impaziente di mostrarti la mia nuova casa.

ωθώ κπ σε κτ

Cosa sta facendo il governo per stimolare la creazione di posti di lavoro?

ζητώ κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

δίνω έναυσμα σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il film ha stimolato gli studenti a fare domande.

παροτρύνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, ωθώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante di Helen la incoraggiò a fare domanda per un posto all'università.
Ο δάσκαλος της Έλεν την παρότρυνε να κάνει αίτηση για μια θέση στο πανεπιστήμιο.

παρακινώ κπ/κτ να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le tristi vicissitudini della giovane famiglia ci hanno spinto a venire in loro aiuto.

ζητώ επανειλημμένα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sollecito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.