Τι σημαίνει το ma στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ma στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ma στο Ιταλικό.

Η λέξη ma στο Ιταλικό σημαίνει αλλά, μα, όμως, αλλά, αλλά, μα, ακόμα και αν, ακόμα και έτσι, ενώ, ταυτόχρονα, ναι μεν, αλλά, ωστόσο, όμως, ωστόσο, ναι μεν, αλλά, όμως, ωστόσο, αλλά, όμως, ενώ, μόνο που, μαμά, μαμά, μάνα, μαμά, μαμά, μαμά, κόψε τις βλακείες, προσποιητός, υποκριτικός, θεατρινίστικος, επιφανειακός, αργός αλλά σταθερός, τέλος, χωρίς μα, μου, σου, ξου, το προφανές, ω, ωχ, αχ, χελόου;, σώπα, τι μου λες, τι μας λες, ποιος να το 'λεγε, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, γάμα το, Φυσικά, Κοίτα να δεις!, Τι λες τώρα!, που να πάρει ο διάολος, Θεέ μου!, ε; πώς είπατε;, τι;, πώς;, Σώπα!, Τι λες τώρα;, Πω ρε μαλάκα!, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, Κανένα πρόβλημα!, Μπράβο!, Συγχαρητήρια!, Μαμά, Μα τι λες!, Τι μας λες;, σοβαρά τώρα, έλα!, όχι δα!, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, Πλάκα κάνεις!, αλήθεια, Άντε από δω!, Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!, Απόδειξέ το!, όχι μόνο... αλλά και, και πάλι, η ομορφιά είναι υποκειμενική, μάλιστα, άκου να δεις!, εννοείται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ma

αλλά, μα, όμως

(παρ' όλα αυτά)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sarò vecchio, ma riesco ancora ad andare in bicicletta.
Μπορεί να είμαι μεγάλος σε ηλικία, αλλά μπορώ ακόμα να κάνω ποδήλατο.

αλλά

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Adesso vai a letto, e non voglio sentire nessun "ma"!
Θα πας για ύπνο τώρα, και δεν θέλω ν’ ακούσω αντιρρήσεις!

αλλά, μα

congiunzione (valore avversativo)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Non ho chiesto un'insalata, ma una zuppa. // Non è un violinista, bensì un violoncellista.

ακόμα και αν, ακόμα και έτσι

(valore avversativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo so che non ti piace la verdura, tesoro, ma la devi mangiare.
Αγάπη μου, το ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα λαχανικά. Ακόμα και έτσι πρέπει να τα φας όμως.

ενώ

congiunzione

Sono contento che sia ospite da noi, però mi piacerebbe che non si finisse tutto il latte!
Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα!

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I cambiamenti avranno qualche vantaggio per gli spettatori, ma saranno davvero benvenuti dagli arbitri.
Οι αλλαγές στους κανόνες θα ευνοήσουν κάπως τους θεατές, ταυτόχρονα όμως οι διαιτητές θα είναι υπερευτυχισμένοι.

ναι μεν, αλλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Pensavo che trovare un lavoro sarebbe stato facile, ma mi sbagliavo.
Πίστευα ότι θα ήταν εύκολο να βρω δουλειά. Έκανα λάθος, όμως.

όμως, ωστόσο

avverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Mi piace proprio quel ragazzo, però non so il suo nome.

ναι μεν, αλλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όμως, ωστόσο

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il viaggio per andare a trovare mia sorella e la sua famiglia mi è costato molto, però ne è valsa davvero la pena.
Το ταξίδι για να επισκεφθώ την αδελφή μου και την οικογένειά της ήταν πολύ ακριβό. Εντούτοις, άξιζε.

αλλά, όμως

congiunzione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È leggero, eppure molto resistente.
Είναι ελαφρύ, αλλά πολύ γερό.

ενώ

congiunzione

Anche se facciamo lo stesso lavoro, lui guadagna 50.000 dollari all'anno mentre io ne prendo solo 40.000.
Παρόλο που κάνουμε την ίδια δουλειά αυτός βγάζει 50.000 δολάριο τον χρόνο ενώ εγώ βγάζω μόνο 40.000.

μόνο που

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Gli darei un passaggio, solo che la mia macchina è in riparazione.
Θα τον πήγαινα εγώ, μόνο που το αυτοκίνητό μου είναι για επισκευή.

μαμά

sostantivo femminile (colloquiale: madre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαμά, μάνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mamma dice di lasciare la luce accesa per papà.
Η μαμά λέει να αφήσεις το φως ανοικτό για τον μπαμπά.

μαμά

sostantivo femminile (colloquiale: mamma)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia mammina è più bella della tua!

μαμά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαμά

interiezione (προσφώνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ciao, mamma. Cosa c'è per cena?
Γεια σου, μαμά. Τι έχουμε για βραδινό;

κόψε τις βλακείες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσποιητός, υποκριτικός, θεατρινίστικος, επιφανειακός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αργός αλλά σταθερός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τέλος

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Da ultimo, ma non per questo meno importante, non dimenticarti di chiamarmi una volta arrivato. // Da ultimo, ma non per questo meno importante, desidero ringraziare mio marito per il suo sostegno.

χωρίς μα, μου, σου, ξου

(assolutamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho bisogno che tu finisca quel rapporto entro oggi, senza se e senza ma.

το προφανές

sostantivo maschile (figurato: problema volutamente ignorato)

ω, ωχ, αχ

interiezione (informale: per esprimere comprensione) (συμπάθεια, οίκτος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

χελόου;

interiezione (informale, ironico: cosa ovvia) (αργκό)

σώπα, τι μου λες, τι μας λες

interiezione (ειρωνικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ποιος να το 'λεγε

interiezione (sorpresa, incredulità) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

σίγουρα, βεβαίως, βέβαια

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quest'operazione allevierà il tuo dolore all'addome, puoi starne certo!

γάμα το

interiezione (volgare: fastidio) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cazzo! Non riesco proprio a capire questa domanda!

Φυσικά

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ma certo, hai ragione!

Κοίτα να δεις!

interiezione (έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι λες τώρα!

interiezione (espressione di sorpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

που να πάρει ο διάολος

(volgare) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θεέ μου!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh accidenti! Dici sul serio?
Ωχ, Θεέ μου! Μιλάς σοβαρά;

ε; πώς είπατε;, τι;, πώς;

interiezione (espressione di sorpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ma guarda tu! Non avevo nemmeno visto quell'auto lì.

Σώπα!, Τι λες τώρα;

interiezione (informale: incredulità)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Jane si sposa? Non ci credo! Pensavo che sarebbe rimasta single per sempre.
Η Τζέιν παντρεύεται; Αποκλείεται! Νόμιζα ότι θα είναι για πάντα εργένισσα.

Πω ρε μαλάκα!

(informale) (αργκό: έκπληξη)

Ma tu guarda! Sta nevicando di nuovo.

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

interiezione (figurato: incredulità) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ma va là! Hai comprato davvero questa maglia per 20 dollari?

Κανένα πρόβλημα!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Questa radio non funziona, voglio essere rimborsato! Certamente, non c'è problema!
Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα!

Μπράβο!, Συγχαρητήρια!

interiezione (ironico) (ειρωνικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Μαμά

interiezione (colloquiale: mamma) (ως προσφώνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mammina! Voglio il gelato!

Μα τι λες!, Τι μας λες;

interiezione (indignazione) (αγανάκτηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma insomma! Che maleducato!
Μα τι λες! Τι αγένεια!

σοβαρά τώρα

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma insomma! Riesci a stare zitto per dieci minuti così posso pensare?

έλα!, όχι δα!

interiezione (καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ma figurati! Stai scherzando?.
Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι!

φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε

interiezione (colloquiale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hai visto la Regina al Burnley market? Ma dai!
Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!)

Πλάκα κάνεις!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλήθεια

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sei incinta? Davvero?
Είσαι έγκυος; Αλήθεια;

Άντε από δω!

(informale: non ci credo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brett ha davvero detto una cosa del genere? Ma figurati!

Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!

interiezione (espressione di incredulità)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma dai! Sandra non può veramente voler sposare quell'uomo orribile!
Τι λες τώρα! Η Σάντρα δεν μπορεί να θέλει πράγματι να παντρευτεί αυτό τον απαίσιο άντρα!

Απόδειξέ το!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όχι μόνο... αλλά και

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack non è solo bravo nel calcio, ma anche nella pallacanestro e nella corsa.

και πάλι

congiunzione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ομορφιά είναι υποκειμενική

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάλιστα

interiezione (ironico: fastidio)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ma bene! Vedo che non avete trovato il tempo di pulire casa.

άκου να δεις!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ora Joe sta con Lena? Ma pensa un po'!

εννοείται

interiezione

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
L'ho rubato io? Ma dai, certo che no!
Αν το έκλεψα; Μα όχι βέβαια!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ma στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.