Τι σημαίνει το sollevare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sollevare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sollevare στο Ιταλικό.
Η λέξη sollevare στο Ιταλικό σημαίνει ανακουφίζω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνομαι, προκαλώ, δημιουργώ, κάνω, θέτω, ξεσηκώνω, σηκώνω, σηκώνω, ανυψώνω, ανεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω, σηκώνω, σηκώνω, παίρνω, σηκώνω, αναφέρω, θίγω, θέτω, ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, σηκώνω, κάνω κάποιον να ευθυμήσει, σπρώχνω προς τα πάνω, σηκώνω, απομακρύνω, βγάζω, αντικαθιστώ, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, σκανδαλοθηρία, σηκώνω, παραπονιέμαι για κάτι, θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση, φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση, δυσανασχετώ, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, απαλλάσσω, αποδεσμεύω, εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικής, ανεβάζω τον πήχυ, θέτω το ερώτημα, ανεβάζω τη διάθεση, προκαλώ διένεξη, προκαλώ αντιπαράθεση, θέτω εν αμφιβόλω, ξαφνιάζομαι, επιμένω σε μικροπράγματα, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, σηκώνω κπ/κτ με βαρούλκο, ανεβάζω, σηκώνω, θέτω το ερώτημα, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, απομακρύνω, ανεβάζω το ρύγχος, ανοίγω, σηκώνω κπ στα χέρια, κάνω βάρη, κάνω σαματά, απαλάσσω, απαλάσσω, ανεβάζω, σηκώνω, σηκώνω στους ώμους μου, σηκώνω κτ με δυσκολία, σηκώνω γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sollevare
ανακουφίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apprendere che dopo tutto non avrebbe dovuto fare una presentazione diede sollievo a Robert. Η είδηση ότι δεν θα χρειαζόταν τελικά να κάνει παρουσίαση ανακούφισε τον Ρόμπερτ. |
σηκώνω, ανυψώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Degli eventi sismici hanno sollevato una parte della valle. Η σεισμική δραστηριότητα έχει ανυψώσει ένα τμήμα της κοιλάδας. |
σηκώνω(με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha sollevato in aria il suo amico. Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του. |
ανεβάζω(έμφαση στο ανέβασμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeff ha sollevato la cassa e l'ha caricata sul camion. Ο Τζεφ σήκωσε το κουτί και το έβαλε στο φορτηγό. |
σηκώνω, ανεβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un bambino mi ha chiesto di sollevarlo, così ha potuto vedere meglio la parata. Ένα πιτσιρίκι μου ζήτησε να το σηκώσω ψηλά για να μπορέσει να δει καλύτερα την παρέλαση. |
ανυψώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mentre l'aereo decollava mi sono sentito sollevare. Καθώς απογειωνόταν το αεροπλάνο, ένιωσα να ανυψώνομαι. |
προκαλώ, δημιουργώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'opposizione ha sollevato uno scompiglio nella casa dei deputati. |
κάνω, θέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: suscitare) (ερώτηση, ερώτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sollevato davanti al consiglio d'amministrazione una questione riguardante le finanze. |
ξεσηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: provocare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo della comunità ha sollevato una protesta per le nuove leggi. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sollevò il vassoio al di sopra dei bambini. Σήκωσε (or: ύψωσε) το δίσκο πάνω από τα παιδιά. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανυψώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'automobile è stata sollevata così il meccanico ha potuto lavorare da sotto. Το αμάξι ανυψώθηκε για να μπορέσει ο μηχανικός να εργαστεί στο κάτω μέρος του. |
ανεβάζω(έμφαση στο ανέβασμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il meccanico ha sollevato il nuovo motore con una gru e lo ha calato nella vecchia auto. Ο μηχανικός έβαλε την καινούργια μηχανή μέσα στο παλιό αυτοκίνητο με τον γερανό. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω(figurato: rinvigorire) (ηθικό, διάθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il successo del suo romanzo ha sollevato il suo umore. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ponti) Hanno alzato il ponte levatoio per permettere alla barca di passare. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'operaio ha spostato la scatola nel retro del pickup. |
σηκώνω, παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I proprietari di cani dovrebbero raccogliere i bisogni dei propri cani e buttarli nel bidone. |
σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha alzato la testa quando ha sentito il suo nome. Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του. |
αναφέρω, θίγω, θέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (argomento, soggetto) (ένα θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono sicuro di come toccare con il mio datore di lavoro l'argomento del pagamento non pervenuto. |
ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La piattaforma semovente alzava il cantante durante il concerto. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu alzi gli scatoloni e me li passi, io li metto in soffitta. Αν σηκώσεις τα κουτιά και μου τα δώσεις, θα τα βάλω στη σοφίτα. |
κάνω κάποιον να ευθυμήσει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ecco una coppetta di gelato al cioccolato per tirarti su di morale. Να ένα πιάτο με παγωτό σοκολάτα για να σε κάνω να ευθυμήσεις. |
σπρώχνω προς τα πάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alzate la mano se sapete la risposta. Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση. |
απομακρύνω(da incarico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore è stato rimosso dal suo incarico dopo essere stato dichiarato colpevole di corruzione. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il successo della sua arte lo ha risollevato dalla povertà. Η επιτυχία που είχε η τέχνη του τον έβγαλε από τη φτώχεια. |
αντικαθιστώ(normale turnazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli operai del turno di notte arrivarono per sostituire Monica e i suoi colleghi. |
απαλλάσσω κπ από κτ(figurato) Sono stato sollevato dalla maggior parte delle mie responsabilità a lavoro. |
απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ(figurato) (ευφημισμός) Hanno sollevato il vice presidente della società dal suo incarico. |
απαλλάσσω κπ από κτ
L'arrivo di mio fratello mi sollevò dal compito di badare da solo ai nostri genitori. |
σκανδαλοθηρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Correvo lungo la spiaggia e scalciavo la sabbia mentre passavo. Έτρεχα στην παραλία σηκώνοντας άμμο καθώς προχωρούσα. |
παραπονιέμαι για κάτι
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durante la riunione Mark sollevò una questione difficile a cui nessuno voleva rispondere. |
φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cosa facciamo se la gente fa obiezioni ai nuovi progetti? |
δυσανασχετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sua mancata risposta ha sollevato dubbi sulla legittimità dell'intera faccenda. |
απαλλάσσω, αποδεσμεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (από υπόσχεση, υποχρέωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικήςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω τον πήχυ(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω το ερώτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω τη διάθεσηverbo transitivo o transitivo pronominale |
προκαλώ διένεξη, προκαλώ αντιπαράθεση(figurato) |
θέτω εν αμφιβόλω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαφνιάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (con sorpresa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιμένω σε μικροπράγματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπρώχνω κτ προς τα επάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questo reggiseno spinge il seno all'insù. |
σηκώνω κπ/κτ με βαρούλκοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω, σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per cambiare uno pneumatico, devi prima sollevare l'auto con un cric finché la ruota non si stacca da terra. |
θέτω το ερώτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa sconfitta solleva una questione sulla capacità difensiva della squadra. Μετά από αυτή την ήττα τίθεται το ερώτημα αν η ομάδα είναι ικανή να παίξει άμυνα. |
θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il rapporto solleva la questione di come gestire i disoccupati. |
απομακρύνω(da incarico, ecc.) (κάποιον από κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Της αφαιρέθηκε το αξίωμα επειδή δεχόταν δωροδοκίες. |
ανεβάζω το ρύγχος(aereo, veicolo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανοίγω(με σήκωμα, μόχλευση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με έναν λοστό. |
σηκώνω κπ στα χέριαverbo transitivo o transitivo pronominale (usanza inglese) (φίλοι σε γενέθλια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giorno del compleanno di Ruby, i fratelli l'hanno presa per le mani e i piedi e l'hanno sollevata in aria. |
κάνω βάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (γυμναστήριο) |
κάνω σαματά(καθομιλουμένη) |
απαλάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ultimo pagamento ti solleverà da questo debito. |
απαλάσσω(κπ από υποχρέωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo capo lo ha dispensato dal bisogno di fare manutenzione ai computer. |
ανεβάζω, σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate ha sollevato la sua auto con un cric per poter vedere le pastiglie dei freni. |
σηκώνω στους ώμους μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il contadino si mise in spalla il sacco di grano. |
σηκώνω κτ με δυσκολίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνω γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale Il cane sollevò di scatto la testa. Ο σκύλος σήκωσε γρήγορα τα κεφάλι του. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sollevare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sollevare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.