Τι σημαίνει το unito στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης unito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του unito στο Ιταλικό.

Η λέξη unito στο Ιταλικό σημαίνει ενώνω, ενώνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, συνδυάζω, ενώνω, συγχωνεύω, συνδέω, ενώνω, συνδέω, ενώνω, πλέκω, παντρεύω κτ με κτ, ενώνω, συνδέω, ενώνω, συνδέω, συνδέω, συνενώνω, συνδέω, ενώνω, συνδυάζω, ενώνω, συνδυάζω, ενώνω, ενοποιώ, συγχωνεύω, φέρνω κπ/κτ κοντά, ενώνω, συνδέω, συνδέω, ενώνω, συνδέω, ενώνω, συνενώνω, δένομαι, συγκεντρώνω, ανακατεύω κτ με κτ, συνδυάζω, ταιριάζω, παντρεύω, ενώνω, δένω, προσαρτώ, συνδεδεμένος, ενωμένος, συνημμένος, αδιαίρετος, ενωνμένος, συνενωμένος, δεμένος, κλειστός, με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανση, ενωμένος, συνδεδεμένος, κοινός, συνδεδεμένος, συνδυασμένος, ενωμένος, συγχωνευμένος, συνυφασμένος, συνδεδεμένος, δεμένος, πολύ δεμένος, ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, σύνδεση με παύλα, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, ενώνω τις τελίτσες, συνδέω τις τελίτσες, ενώνομαι, συνεργάζομαι με κπ/κτ, ενώνω με τα δεσμά του γάμου, ενωτικεύω, ενώνουμε τις δυνάμεις μας, ενώνω τις δυνάμεις μου,συμπορεύομαι για κοινό σκοπό, βγάζω άκρη, δημιουργώ τόρμο, δημιουργώ μόρσο, αναμειγνύω, συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ, συνδυάζω, ενώνω, παντρεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, δένω κπ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης unito

ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sacerdote ha unito le mani della sposa e dello sposo.

ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha unito i due pezzi di puzzle.
Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ.

ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα.

συνδυάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando hai messo insieme tutte le prove è diventato chiaro ciò che Cassius tentava di nascondere.

ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'amore di Daphne per George unì la sua anima a quella di lui per l'eternità.

συγχωνεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (celle: foglio elettronico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho unito tre celle nel foglio Excel per farne una più grande.

συνδέω, ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω, ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno agganciato le due carrozze per formare un treno più lungo.
Συνέδεσαν (or: ένωσαν) τα δύο βαγόνια για να σχηματιστεί ένα μεγαλύτερο τρένο.

πλέκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unire due punti a maglia è un metodo comune per la riduzione.

παντρεύω κτ με κτ

(μεταφορικά)

L'abbinamento di cioccolata e pere fa di questa crostata un goloso dessert.

ενώνω, συνδέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La crisi in corso fece unire le due nazioni e rafforzò la loro relazione.
Η συνεχόμενη κρίση ένωσε τα δύο έθνη και ενίσχυσε τις σχέσεις τους.

ενώνω, συνδέω

(figurato: caratteristiche, doti, ecc.) (κπ/κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'approccio bellico adottato dall'esercito univa forza militare e astuzia.

συνδέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul ha unito i due fasci.

συνενώνω, συνδέω, ενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω

(figurato: unire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo film mette insieme horror e commedia; fa ridere, ma mette anche paura.

ενώνω, ενοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il primo ministro aveva difficoltà ad unire le diverse fazioni del partito di maggioranza.

συγχωνεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I produttori di vino hanno unito il Merlot e il Cabernet Sauvignon nella loro nuova miscela.

φέρνω κπ/κτ κοντά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il pranzo domenicale a casa dei miei genitori riunisce tutta la famiglia.

ενώνω, συνδέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω, ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω, ενώνω, συνενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attacchiamo i pezzi del modellino dell'aeroplano con la colla.
Συγκολλούμε τα τμήματα του μοντέλου του αεροπλάνου με κόλλα.

δένομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
La passione per i film horror accomunava Mary e Luke quando si sono conosciuti; ora sono amici per la pelle.
Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, η Μέρι και ο Λουκ δέθηκαν χάρη στην αγάπη τους για τις ταινίες τρόμου. Σήμερα είναι κολλητοί.

συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli psicologi hanno messo insieme la saggezza collettiva degli studiosi precedenti per sviluppare una nuova teoria.
Οι ψυχολόγοι έχουν συγκεντρώσει τη συνολική γνώση των παλαιών ερευνητών για να αναπτύξουν μια νέα θεωρία.

ανακατεύω κτ με κτ

Nel suo dipinto l'artista ha mescolato verde e blu.

συνδυάζω, ταιριάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vediamo se riesco ad accoppiare queste tazze a dei piattini adatti.
Για να δω αν μπορώ να συνδυάσω (or: ταιριάξω) αυτά τα φλιτζάνια με κάποια παρόμοια πιατάκια.

παντρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La musica della band sposa rock e jazz.
Η μουσική του συγκροτήματος παντρεύει τη ροκ και την τζαζ.

ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mettiamo insieme i nostri soldi per comprare una macchina.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esperienza ha unito il gruppo facendolo avvicinare.

προσαρτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il proprietario della boutique ha deciso di espandere i propri affari e ha annesso il magazzino vuoto dell'edificio accanto.

συνδεδεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το πηγάδι εφοδιάζει το σπίτι με νερό μέσω ενός συνδεδεμένου σωλήνα.

ενωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I due gruppi uniti erano in grado di ottenere molto più di quanto potessero individualmente.

συνημμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si prega di compilare il modulo allegato e di restituirlo usando la busta fornita.
Παρακαλείσθε να συμπληρώσετε τη συνημμένη φόρμα και να μας την επιστρέψετε μέσα στον φάκελο που σας δίνουμε.

αδιαίρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενωνμένος, συνενωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεμένος

aggettivo (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gli Smith sono un gruppo molto unito e vanno sempre in vacanza insieme.

κλειστός

aggettivo (famiglia, gruppo, comunità) (κοινωνία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I villaggi delle zone minerarie gallesi hanno formato delle comunità compatte tenute insieme dalla religione e dal rugby.

με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανση

aggettivo (di famiglia, gruppo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενωμένος, συνδεδεμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tramite gli sforzi congiunti, Peter e Lucy riuscirono a preparare un pasto delizioso per gli ospiti.

συνδεδεμένος

aggettivo (letterale) (με κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le braccia unite dell'anziana coppia significavano sia supporto che un segno di affetto.
Τα ενωμένα χέρια του ηλικιωμένου ζευγαριού ήταν ένα μέσο στήριξης αλλά και ένα δείγμα αγάπης.

συνδυασμένος, ενωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La somma dei fondi servirà a finanziare un nuovo rifugio per animali.

συγχωνευμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συνυφασμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In quest'opera dell'autore si trovano i temi combinati di natura e cambiamento.

συνδεδεμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Eravamo molto legati alle superiori.

πολύ δεμένος

aggettivo

ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

Η Τζούλια ανακάτεψε τα αυγά με λίγο γάλα.

σύνδεση με παύλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (collaborare)

Il sindacato ha fatto causa comune con il governo per evitare che la fabbrica fosse delocalizzata.

ενώνω τις τελίτσες, συνδέω τις τελίτσες

verbo transitivo o transitivo pronominale (gioco enigmistico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se unisci i puntini con la matita otterrai un disegno.

ενώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli abitanti unirono le forze per combattere gli insetti invasori.

συνεργάζομαι με κπ/κτ

Gli Stati Uniti si allearono con la Gran Bretagna per sconfiggere la Germania nella seconda guerra mondiale.

ενώνω με τα δεσμά του γάμου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενωτικεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scrittura) (νεολ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνουμε τις δυνάμεις μας

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutti i paesi del mondo devono unire le forze per contrastare il riscaldamento globale.
Όλες οι χώρες του κόσμου πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο Τζάκσον πρότεινε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να ενθαρρύνουμε τους νεότερους μαθητές να μιλήσουν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων.

ενώνω τις δυνάμεις μου,συμπορεύομαι για κοινό σκοπό

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uniamo le forze e combattiamo per ciò in cui crediamo!

βγάζω άκρη

(figurato: capire,intuire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha spesso dei problemi a fare due più due; può darsi che tu debba spiegarglielo più esplicitamente.

δημιουργώ τόρμο, δημιουργώ μόρσο

verbo transitivo o transitivo pronominale (φτιάχνω προεξοχή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Gaby usò un cavo USB per collegare la stampante al computer.
Η Γκάμπι χρησιμοποίησε ένα καλώδιο USB για να συνδέσει τον εκτυπωτή με τον υπολογιστή.

συνδυάζω, ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gioielliere ha fuso l'oro con l'argento per creare un bracciale meno costoso.

παντρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il funzionario comunale unì la coppia in matrimonio.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unire gli ingredienti umidi a quelli secchi e mescolare bene.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giardino unisce tecniche di coltivazione formali ad aree più naturali e selvatiche.

δένω κπ με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

Tim presumeva che il matrimonio lo unisse a Jane per la vita.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του unito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.