Τι σημαίνει το unico στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης unico στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του unico στο Ιταλικό.
Η λέξη unico στο Ιταλικό σημαίνει μοναδικός, πρωτόγνωρος, πρωτοφανής, μοναδικός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, που συναντάται μόνο, που υπάρχει μόνο, που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων, ενιαίος, ατομικός, μοναχο-, πρότυπο, υπόδειγμα, μοναδικός, ανεπανάληπτος, μόνος, μοναδικός, αποκλειστικός, μόνος, μοναδικός, ένας, μόνος, μοναδικός, αναντικατάστατος, απαράμιλλος, μοναδικός, ανεπανάληπτος, μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, μόνος, μεμονωμένος, μοναδικός, ιδιαίτερος, αποκλειστικός, απαράμιλλος, ασύγκριτος, που ξεχωρίζει, ξεχωριστός, ο μόνος, μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης, ένας και μοναδικός, μια κι έξω, μοναχοπαίδι, αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια, μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια, μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια, μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτρια, πλειοψηφικό σύστημα, αυθεντικός, μοναδικό εμπορικό πλεονέκτημα, μοναδικό πλεονέκτημα πώλησης, μοναδικός, ιδιαίτερος, μονόπλευρος, μεμονωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης unico
μοναδικός, πρωτόγνωρος, πρωτοφανήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una situazione unica. Non abbiamo mai visto niente del genere. Είναι μοναδική κατάσταση. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. |
μοναδικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Queste pitture rupestri sono uniche, non è stato trovato niente del genere in nessun altro posto del mondo. Αυτές οι τοιχογραφίες στο σπήλαιο είναι μοναδικές· τίποτα παρόμοιο δεν έχει βρεθεί πουθενά στον κόσμο. |
καταπληκτικός, εκπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che idea eccezionale! Incredibile! |
που συναντάται μόνο, που υπάρχει μόνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo stile pittorico è adottato solamente da quest'artista. Αυτό το είδος ζωγραφικής συναντάται μόνο σε αυτό τον καλλιτέχνη. |
που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων(τράπεζα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένας είναι ο φορέας που επέβαλε τη χρέωση. Γι' αυτό μιλάμε για μονοαπευθυντική έκδοση λογαριασμού. |
ενιαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le due aziende si sono unite per fare un'unica società più grande. Οι δύο εταιρείες συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν μια ενιαία, μεγαλύτερη εταιρεία. |
ατομικόςaggettivo (per una persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha ordinato un'unica porzione di patatine fritte. Παρήγγειλε μια ατομική μερίδα τηγανητές πατάτες. |
μοναχο-aggettivo Era figlia unica. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η μητέρα μου ήταν το μόνο (or: μοναδικό) παιδί της οικογένειας που πήγε στο πανεπιστήμιο. |
πρότυπο, υπόδειγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μοναδικός, ανεπανάληπτοςaggettivo (per una volta soltanto) (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho avuto un'occasione unica di sentire cantare Sixto Rodriguez. |
μόνος, μοναδικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cioccolata è il mio unico piacere nella vita. Il figlio di Nancy è il solo beneficiario del suo testamento. Η σοκολάτα είναι η μόνη μου ευχαρίστηση στη ζωή. Ο γιος της Νάνσι είναι ο μοναδικός κληρονόμος στη διαθήκη της. |
αποκλειστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa società possiede i diritti esclusivi su questo marchio commerciale. Αυτή η εταιρεία κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα για αυτό το εμπορικό σήμα. |
μόνος, μοναδικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era l'unica della classe con i capelli rossi. Ήταν το μόνο (or: μοναδικό) κορίτσι στην τάξη με κόκκινα μαλλιά. |
έναςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dovrebbe esserci un'unica legge per tutti nel paese. Θα έπρεπε να υπάρχει μια νομοθεσία για όλους στη χώρα. |
μόνος, μοναδικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio responsabile è l'unico che sa far funzionare questo sistema. |
αναντικατάστατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anello di matrimonio della mia bisnonna è insostituibile. |
απαράμιλλος(figurato: eccezionale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vino costoso è incomparabile a quello economico. |
μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è un'offerta irripetibile solo per oggi; da domani i prezzi si alzeranno di nuovo. |
ανεπανάληπτος(evento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un tipo eccezionale che è cresciuto all'estero. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggigiorno si indossano solo jeans a vita bassa. Τα χαμηλόμεσα τζιν είναι το νούμερο ένα στυλ στις μέρες μας. |
μεμονωμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικός, ιδιαίτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mia zia è unica nel suo genere: non esiste un'altra persona come lei. |
αποκλειστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le due nazioni hanno firmato un esclusivo accordo commerciale. |
απαράμιλλος, ασύγκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ξεχωρίζει(figurato: persona/cosa speciale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Beethoven era un caso a parte rispetto a tutti i suoi contemporanei. |
ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Persone come lui sono davvero rare. |
ο μόνος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il capitano è il solo responsabile del suo equipaggio. Μόνο ο καπετάνιος είναι υπεύθυνος για το πλήρωμά του. |
μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσηςlocuzione aggettivale All'improvviso mi ritrovai controsenso in una via a senso unico. |
ένας και μοναδικόςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μια κι έξωsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La canzone è stata un evento unico e il gruppo non ha più prodotto altri successi. |
μοναχοπαίδιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mia madre è figlia unica, mentre mio padre ha cinque fratelli. Η μητέρα μου είναι μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια. |
αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστριαsostantivo maschile (εταιρεία) |
μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντριαsostantivo maschile (εταιρεία) |
μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότριαsostantivo maschile (εταιρεία) |
μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτριαsostantivo maschile |
πλειοψηφικό σύστημαsostantivo maschile (εκλογές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυθεντικόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικό εμπορικό πλεονέκτημα, μοναδικό πλεονέκτημα πώλησηςsostantivo maschile (elemento, caratteristica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μοναδικός, ιδιαίτεροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un oggetto d'artigianato, un gioiello unico nel suo genere. |
μονόπλευρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεμονωμένοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo molti servizi e coppie, ma non pezzi unici. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του unico στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του unico
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.