Τι σημαίνει το occasione στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης occasione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του occasione στο Ιταλικό.
Η λέξη occasione στο Ιταλικό σημαίνει περίπτωση, περίσταση, συγκυρία, λόγος, ευκαιρία, ευκαιρία, πάτημα, ξεκίνημα, ευκαιρία, ευκαιρία, συγκυρία, περίσταση, με την πρώτη ευκαιρία, κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, δίκαιη/ίση μεταχείριση/ευκαιρία, μεγάλη ευκαιρία, μοναδική ευκαιρία, απώλεια ευκαιρίας, ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση, ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, χάνω, το παρόν, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, ακρόαση, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, χάνω, ευκαιρία, ξεσάλωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης occasione
περίπτωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John è arrivato tardi al lavoro in diverse occasioni. Ο Τζον έχει έρθει αργοπορημένος στη δουλειά αρκετές φορές. |
περίσταση, συγκυρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sembrava l'occasione perfetta per Harry e Sophie per annunciare il loro fidanzamento. Έμοιαζε η τέλεια στιγμή για να ανακοινώσουν τον αρραβώνα τους ο Χάρυ και η Σόφη. |
λόγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ευκαιρίαsostantivo femminile (eventualità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci potrebbe essere la possibilità di sciare quando saremo lì. Μπορεί να βρεθεί ευκαιρία να κάνουμε σκι όσο θα είμαστε εκεί. |
ευκαιρίαsostantivo femminile (occasione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo l'opportunità di comprare la casa ad un prezzo eccellente. Έχουμε την ευκαιρία να αγοράσουμε το σπίτι σε εξαιρετική τιμή. |
πάτημα, ξεκίνημαsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) David approfittò delle conoscenze di suo padre per rimediare un'occasione nel settore edile. |
ευκαιρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La festa di stasera ti darà la possibilità di incontrare il capo. |
ευκαιρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Spero di avere l'occasione di viaggiare. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ταξιδέψω. |
συγκυρία, περίστασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με την πρώτη ευκαιρία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No, non direi che la si potesse incolpare in ogni occasione. |
σε μία συγκεκριμένη περίπτωσηavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In un'occasione Taylor ha segnato sei gol in una partita. |
δίκαιη/ίση μεταχείριση/ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγάλη ευκαιρίαsostantivo femminile Judy ha avuto la sua grande occasione quando un regista famoso l'ha scritturata nel suo nuovo film. |
μοναδική ευκαιρία
L'offerta di lavoro dell'emittente televisiva era l'occasione della vita. |
απώλεια ευκαιρίαςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίστασηsostantivo femminile |
ευκαιρίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρπάζω την ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando mia nonna mi ha proposto di andare con lei in Inghilterra, ho colto la palla al balzo. |
παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se cogli l'occasione di ringraziare il pubblico normalmente farai una migliore impressione. |
δεν μου δίνεται ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ho avuto l'occasione per scusarmi prima, ma vorrei dire che mi dispiace per essere stato scortese alla tua festa. |
χάνω την ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se mai avrai l'occasione di visitare Buckingham Palace, non perdere l'opportunità. Mettiti in fila o perderai l'occasione di farti fare un autografo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν βρεθείς στο Λονδίνο δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία να επισκεφτείς το Παλάτι του Μπάγκιγχαμ. Μπες στην ουρά γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να πάρεις αυτόγραφό της. |
αρπάζω την ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Che bella giornata! Colgo l'occasione per sedermi in giardino finché c'è il sole. |
χάνω την ευκαιρία(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακροverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sei sicuro di non voler venire? Non vorrei che ti lasciassi scappare quest'occasione. Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις. |
το παρόνlocuzione avverbiale (al presente) |
σε μία συγκεκριμένη περίπτωσηavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακρόαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Έφεραν τον κατηγορούμενο για ακρόαση. |
αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνωverbo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho perso quell'opportunità di lavoro come insegnante, ma sono certa che ce ne saranno altre. |
ευκαιρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξεσάλωμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa festa è il nostro ultimo periodo di divertimento prima di partire per la scuola. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του occasione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του occasione
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.