Τι σημαίνει το linea στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης linea στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του linea στο Ιταλικό.

Η λέξη linea στο Ιταλικό σημαίνει ευθεία, γραμμή, γραμμή, σειρά, γραμμή, ειρμός, γραμμή, γραμμή, γραμμή, γραμμή, πτυχή, παύλα, σύνδεση, γενική περιγραφή, γραμμή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χαρακιά, θέση, άποψη, επέκταση, σώμα, κορμί, γραμμικός, απλός, όριο, σύνορο, καλώδιο, γραμμή παραγωγής, συνοριακή γραμμή, γραμμή, πιστωτικό όριο, συνοριακή γραμμή, διαδικασία,σειρά ενεργειών, γραµµή τερµατισµού, εγκαταστάσεις παραγωγής, ίσια γραμμή, ευθεία γραμμή, άμεσος, μπροστινό τμήμα, μπροστινό μέρος, κάνω πατίνια, διαδοχή, πολιτική γραμμή, είμαι ισάξιος, επαρχιακή σιδηροδρομική γραμμή, διαγώνιος, χάνω τη σύνδεση με κπ, σχετικός, συναφής, κύρια γραμμή, που ταιριάζει στο brand, γενικά, ευθέως, σε γενικές γραμμές, στην ουσία, στη θεωρία, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, εκτός ορίων, συνήθως, γενικά, κανονικά, σε ευθεία γραμμή, είναι θέμα αρχής, πλάγια γραμμή, αεροπορική εταιρεία, ευθεία διαδρομή, τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης, ίσαλος γραμμή, επίπεδο αναφοράς, όριο πλημμυρίδας, γραμμή, εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων, διαχωριστική γραμμή, διακεκομμένη γραμμή, άμεσος διάδοχος, επιθετικός, προσβλητικός, γραμμή του πυρός, σειρά διαδοχής, οπτικό πεδίο, γραμμή παραγωγής, απευθείας γραμμή επικοινωνίας, γραμμή γηπέδου, πρώτη γραμμή πυρός, γραμμή του φάουλ, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, οριζόντια γραμμή, διαχωριστική νησίδα, γραμμή Μαζινό, γραμμή Μέϊσον - Ντίξον, παράλληλη γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, γραμμή του σερβίς, γραμμή εκκίνησης, τηλεφωνική γραμμή, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, γραμμή μεταφοράς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης linea

ευθεία

sostantivo femminile (matematica) (ίσια, χωρίς καμπύλες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Disegnate la linea retta e il cerchio su uno stesso diagramma.
Σχεδιάστε την ευθεία γραμμή (or: ευθεία) και τον κύκλο στο ίδιο γράφημα.

γραμμή

sostantivo femminile (di trasporto pubblico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La metro locale ha due linee: la rossa e la verde.
Το μετρό της περιοχής έχει δύο γραμμές: την κόκκινη και την πράσινη.

γραμμή

sostantivo femminile (società o servizio di trasporti)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa linea di autobus arriva in molte città.
Το λεωφορείο αυτής της γραμμής πηγαίνει σε πολλές πόλεις.

σειρά

sostantivo femminile (serie, produzione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ditta ha una linea di prodotti di telefonia cellulare per i consumatori.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η νέα σειρά προϊόντων αναμένεται να μας αποφέρει μεγάλα κέρδη.

γραμμή

sostantivo femminile (telecomunicazioni)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È caduta la linea e io l'ho richiamata.
Κόπηκε η γραμμή και την ξαναπήρα τηλέφωνο.

ειρμός

(di pensiero)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La sua linea di pensiero è coerente con quella delle autorità religiose.
Ο ειρμός των σκέψεών του συνάδει με τις απόψεις των θρησκευτικών αρχών.

γραμμή

sostantivo femminile (militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le tre linee difensive non hanno fermato il nemico.
Οι τρεις αμυντικές γραμμές κατά του εχθρού δεν ήταν αρκετές για να τον σταματήσουν.

γραμμή

(impianto industriale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La linea di assemblaggio opera ventiquattro ore al giorno, sette giorni alla settimana.
Η γραμμή παραγωγής λειτουργεί όλη μέρα, κάθε μέρα.

γραμμή

sostantivo femminile (ferrovia: infrastruttura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un albero caduto sulla linea aveva provocato un ritardo nei treni in corsa tra Londra e Manchester.

γραμμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha disegnato una riga curva sul foglio per far vedere la forma.
Σχεδίασε μια καμπύλη γραμμή στο χαρτί για να δείξει το σχήμα.

πτυχή

(cricket) (κρίκετ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giocatore si avvicinò alla linea e si preparò a colpire.

παύλα

(codice Morse) (σήματα Μορς)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel codice Morse, la linea ripetuta tre volte rappresenta la lettera O.

σύνδεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo perso la linea con il quartiere generale e stiamo provando a richiamare.
Χάσαμε τη σύνδεση με τα κεντρικά και προσπαθούμε να τους ξανακαλέσουμε.

γενική περιγραφή

sostantivo femminile (schema)

Ti spiego la linea generale dei nostri piani di sviluppo.

γραμμή

sostantivo femminile (ντάμα, παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'obbiettivo è arrivare dietro la linea avversaria.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (sport)

χαρακιά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una cicatrice lunga e sottile formava una linea sulla guancia di Harry.

θέση, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daphne non era per niente d'accordo con l'atteggiamento di Evelyn sulla faccenda.
Η Δάφνη καθόλου δε συμφωνούσε με την θέση της Έβελυν για το θέμα.

επέκταση

(γραμμής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σώμα, κορμί

(immagine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha una figura così bella.

γραμμικός

(ευθύς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όριο, σύνορο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I confini di questa proprietà si estendono oltre il bosco.
Τα όρια (or: σύνορα) αυτής της ιδιοκτησίας εκτείνονται πέρα από το δάσος.

καλώδιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è stato un black out per diversi giorni, a causa di un fulmine che ha colpito la vicina linea elettrica. La scorsa notte, centinaia di case sono rimaste senza elettricità dopo che una tempesta ha abbattuto la linea elettrica.
Όταν ένας κεραυνός χτύπησε ένα κοντινό καλώδιο, η γειτονιά μας έμεινε χωρίς ηλεκτρικό για αρκετές μέρες.

γραμμή παραγωγής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνοριακή γραμμή

sostantivo femminile

La linea di confine fra Corea del Sud e Corea del Nord è altamente militarizzata.
Η συνοριακή γραμμή (or: συνοριογραμμή) ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα είναι στρατιωτικοποιημένη.

γραμμή

sostantivo femminile (militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In guerra i giovani soldati spesso finiscono sulle linee più avanzate del fronte.
Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

πιστωτικό όριο

sostantivo femminile (massimo volume di credito)

συνοριακή γραμμή

Hanno attraversato il confine col Canada verso il tramonto.
Πέρασαν τη συνοριακή γραμμή για τον Καναδά γύρω στο ηλιοβασίλεμα.

διαδικασία,σειρά ενεργειών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραµµή τερµατισµού

(sportivo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Solo 12 corridori sono arrivati al traguardo.

εγκαταστάσεις παραγωγής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ίσια γραμμή, ευθεία γραμμή

(linea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non riesco a tirare una retta senza usare un righello.
Μπορώ να ζωγραφίσω μια ευθεία γραμμή χωρίς να χρησιμοποιήσω οδηγό. Η πιο σύντομη απόσταση μεταξύ δύο σημείων είναι μια ευθεία γραμμή.

άμεσος

(discendenza)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un discendente diretto di Thomas Jefferson.
Είναι άμεσος απόγονος του Τόμας Τζέφερσον.

μπροστινό τμήμα, μπροστινό μέρος

Στην πρώτη γραμμή της παρέλασης ήταν που ονειρευόταν πάντα να βρεθεί η Κάρεν.

κάνω πατίνια

(con i pattini in linea)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anche se è una pista ciclabile ci sono spesso persone che ci pattinano.

διαδοχή

(edredità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'erede al trono ha rinunciato ai suoi diritti di successione.

πολιτική γραμμή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il governatore prende decisioni politiche.
Ο Κυβερνήτης παίρνει αποφάσεις σχετικά με την πολιτική.

είμαι ισάξιος

(figurato) (με κπ/κτ ή με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Purtroppo la realtà della moda non corrispondeva ai sogni di Tracy.

επαρχιακή σιδηροδρομική γραμμή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαγώνιος

(geometria)

Il dipinto ha diagonali nere che corrono da un angolo all'altro e i triangoli che ne risultano sono riempiti con colori brillanti.

χάνω τη σύνδεση με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχετικός, συναφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli organizzatori della conferenza non permetteranno ai relatori di presentare argomenti che non siano attinenti al tema della conferenza.

κύρια γραμμή

locuzione aggettivale (ferrovia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που ταιριάζει στο brand

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nel mio lavoro non tutto va bene ma, in generale, mi piace.
Δεν είναι τα πάντα ρόδινα στη δουλειά μου, αλλά γενικά μου αρέσει.

ευθέως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono tornato a casa seguendo una linea retta, evitando tutti i bar dove mi fermo di solito.

σε γενικές γραμμές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην ουσία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In linea di massima mi piace la tua idea, ma ho bisogno di un po' di tempo per studiare i dettagli.

στη θεωρία

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sebbene in linea di principio io creda nella lealtà, spesso mi ritrovo a dire piccole bugie per non ferire i sentimenti delle persone.

σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siamo in linea con i tempi previsti per terminare il progetto entro la fine dell'anno.

εκτός ορίων

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Durante la guerra molte spiagge erano acceso vietato per i civili.
Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες.

συνήθως, γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κανονικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε ευθεία γραμμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In linea d'aria, vivo a soli 200 metri da casa tua.

είναι θέμα αρχής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλάγια γραμμή

(sport)

Ha preso la palla sulla linea laterale.

αεροπορική εταιρεία

Oggi numerose compagnie aeree hanno annunciato aumenti nelle tariffe.

ευθεία διαδρομή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης

sostantivo femminile (telefonica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda gestisce una linea diretta gratuita in modo che i clienti possano chiamare in qualsiasi momento del giorno o della notte.

ίσαλος γραμμή

Trovarono dei ricci di mare nelle pozze delle maree, appena al di sotto del livello dell'acqua.

επίπεδο αναφοράς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όριο πλημμυρίδας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραμμή

sostantivo femminile (sport) (που οριοθετεί το γήπεδο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La linea di autopullman gestisce 15 bus e impiega 18 conducenti.

διαχωριστική γραμμή

(figurato)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La linea di confine fra il genio e la follia è molto sottile.

διακεκομμένη γραμμή

sostantivo femminile (γραμμή από τελείες σε έγγραφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άμεσος διάδοχος

sostantivo maschile

Il principe Carlo è l'erede in linea diretta del trono inglese.

επιθετικός, προσβλητικός

(banca)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi ho aperto una nuova linea di credito in banca, da usare per le emergenze.

γραμμή του πυρός

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Stanno facendo avanzare il soldato in battaglia, dove si troverà sulla linea di tiro.

σειρά διαδοχής

sostantivo femminile

In genere, il principe più anziano è il primo in linea di successione per il trono. Il vice-presidente è il primo in linea di successione per l'incarico di presidente.
Συνήθως, ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρίγκιπας είναι ο πρώτος στη σειρά διαδοχής για την άνοδο στο θρόνο. Ο αντιπρόεδρος βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας για το αξίωμα του προέδρου.

οπτικό πεδίο

(area visibile)

L'auto arrivò da fuori del mio campo visivo e si schiantò sul fianco della nostra macchina.

γραμμή παραγωγής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aveva lavorato alla catena di montaggio per tutta la vita.

απευθείας γραμμή επικοινωνίας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutti i presidenti hanno una linea diretta con gli omologhi delle altre nazioni.

γραμμή γηπέδου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La linea di fondo delimita il campo nelle due estremità.

πρώτη γραμμή πυρός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il soldato si posizionò sulla linea di tiro, prese la mira e sparò.

γραμμή του φάουλ

sostantivo femminile (basket)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il pubblico rimase in silenzio quando il giocatore si diresse verso la linea di tiro libero.

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

sostantivo femminile (sport (calcio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non è gol finché la palla non attraversa completamente la linea di porta.

οριζόντια γραμμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Disegnò una linea orizzontale da sinistra a destra sul foglio.

διαχωριστική νησίδα

La macchina rossa deviò bruscamente finendo contromano sulla linea di mezzeria.

γραμμή Μαζινό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή Μέϊσον - Ντίξον

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράλληλη γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική γραμμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική γραμμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή του σερβίς

sostantivo femminile (tennis) (τένις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il servizio non contava perché il piede del giocatore era oltre la linea di battuta.

γραμμή εκκίνησης

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηλεφωνική γραμμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Secondo l'operatore la loro linea telefonica è stata scollegata.

σιδηροδρομικές υπηρεσίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

γραμμή μεταφοράς

sostantivo femminile (energia elettrica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του linea στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του linea

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.