Τι σημαίνει το linguaggio στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης linguaggio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του linguaggio στο Ιταλικό.

Η λέξη linguaggio στο Ιταλικό σημαίνει γλώσσα προγραμματισμού, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, λεξιλόγιο, γλώσσα, λεκτική επιλογή, ομιλία, λεξιλόγιο, τεχνική φρασεολογία, αερολογία, υπηρεσιακή ορολογία, καλολογικά στοιχεία, λογοθεραπεία, ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα, εκμάθηση γλώσσας, ασυναρτησίες, βλακείες, χαζομάρες, νοηματική, ασυναρτησία, διαδικτυακή γλώσσα, υβρεολόγιο, μισόλογα, υπεκφυγή, αοριστολογία, ομιλία των μωρών, γλώσσα του σώματος, μεταφορικός λόγος, πρόβλημα ομιλίας, υπεκφυγή, επίσημη γλώσσα, αισχρή γλώσσα, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, καθομιλουμένη, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, δυαδική γλώσσα, φυσική γλώσσα, αισχρολογία, βωμολοχία, ποιητικός λόγος, βλάσφημη γλώσσα, αισχρολογία, χυδαιότητα, νοηματική γλώσσα, συμβολική γλώσσα, χυδαία γλώσσα, γλώσσα sms, γλώσσα των sms, άσεμνο λεξιλόγιο, γλαφυρότητα, παραστατικότητα, άσεμνη γλώσσα, αλαμπουρνέζικα, βρομόλογα, μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα, επίσημη γλώσσα, γλαφυρός λόγος, παραστατικός λόγος, γλώσσα προγραμματισμού, γλώσσα προγραμματισμού, που μιλάει απότομα, λεπτολογία, ασυναρτησίες, μιλάω τη νοηματική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης linguaggio

γλώσσα προγραμματισμού

sostantivo maschile (informatica) (Η/Υ: κώδικας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Java è un linguaggio informatico.
Η Java είναι γλώσσα προγραμματισμού.

γλώσσα

sostantivo maschile (vocabolario) (μτφ: λεξιλόγιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non usare quel linguaggio! Per favore parla in modo più educato.
Μη χρησιμοποιείς τέτοια γλώσσα! Σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς πιο ευγενικό λεξιλόγιο.

γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il linguaggio di questo documento è davvero monotono e noioso.
Αυτό το έγγραφο χρησιμοποιεί πολύ ανιαρή και ξερή γλώσσα.

γλώσσα

sostantivo maschile (τρόπος ομιλίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si capiva che proveniva da una bassa estrazione sociale dal suo linguaggio.
Μπορείς να καταλάβεις ότι προέρχεται από κατώτερη κοινωνική τάξη από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί.

λεξιλόγιο

sostantivo maschile (χυδαίες λέξεις)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non usare questo linguaggio davanti ai bambini!
Μη χρησιμοποιείς αυτό το λεξιλόγιο μπροστά στα παιδιά!

γλώσσα

sostantivo maschile (μτφ: τρόπος έκφρασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il linguaggio dei cani comprende abbaiare, grugnire e guaire.
Η γλώσσα των σκυλιών περιλαμβάνει γαβγίσματα, γρυλίσματα και κλαψουρίσματα.

λεκτική επιλογή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il linguaggio usato dal signor Pebbles per rivolgersi alla moglie del presidente ha portato alla sua esplulsione dal golf club.

ομιλία

(modo di parlare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il linguaggio della maggior parte dei giovani è pieno di slang.
Ο λόγος των περισσότερων νέων είναι γεμάτος λέξεις της αργκό.

λεξιλόγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dovete familiarizzare col lessico del commercio internazionale.
Πρέπει να εξοικειωθείς με το λεξιλόγιο του διεθνούς εμπορίου.

τεχνική φρασεολογία

sostantivo maschile

Per acquistare credibilità nelle riunioni di lavoro devi usare il gergo aziendale.

αερολογία

(nel parlato) (αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il discorso era pieno d'ipocrisia e non ispirò nessuno.

υπηρεσιακή ορολογία

(colloquiale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλολογικά στοιχεία

Lo scrittore utilizzava un linguaggio figurato e un simbolismo vivido che coinvolgeva i suoi lettori.
Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ζωντανά καλολογικά στοιχεία και συμβολισμό που συγκινούσαν τους αναγνώστες του.

λογοθεραπεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα

sostantivo maschile (senza discriminazioni di genere)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκμάθηση γλώσσας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom ha studiato linguistica e apprendimento del linguaggio all'università.

ασυναρτησίες, βλακείες, χαζομάρες

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Stava parlando nel sonno ma era solo un linguaggio privo di senso.

νοηματική

Emily sta diventando brava nel linguaggio dei gesti con il suo amico sordo.

ασυναρτησία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'impiegato non riusciva a capire la richiesta del cliente: era un linguaggio incomprensibile.

διαδικτυακή γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υβρεολόγιο

sostantivo maschile (λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μισόλογα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπεκφυγή, αοριστολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομιλία των μωρών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I linguisti studiano il linguaggio dei bambini per scoprire in che modo apprendiamo la lingua.

γλώσσα του σώματος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dal suo linguaggio corporeo leggevo che disapprovava.
Από τη γλώσσα του σώματός της καταλάβαινα ότι ήταν απογοητευμένη.

μεταφορικός λόγος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Metafore e similitudini sono esempi di linguaggio figurato.

πρόβλημα ομιλίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ha un disturbo del linguaggio che rende difficile capirlo.

υπεκφυγή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti i buoni politici devono essere maestri nel linguaggio ambiguo.
Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής.

επίσημη γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella diplomazia si ha la massima espressione del linguaggio formale.

αισχρή γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'uso di un linguaggio osceno può offendere le persone.

δόκιμη, επίσημη γλώσσα

(informatica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C++ è un linguaggio di programmazione ad alto livello.

καθομιλουμένη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'avvocato spiegò il contratto con un linguaggio colloquiale, affinché tutti potessimo capire.

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le frasi lunghe e complesse sono una caratteristica del linguaggio letterario.

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

(informatica) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il linguaggio di programmazione a basso livello è quello che più si avvicina al linguaggio macchina.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

δυαδική γλώσσα

sostantivo maschile (Η/Υ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυσική γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'evoluzione dei motori di ricerca è verso la possibilità di formulare richieste in linguaggio naturale.

αισχρολογία, βωμολοχία

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non dovresti usare il linguaggio osceno quando ci sono dei bambini.

ποιητικός λόγος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βλάσφημη γλώσσα, αισχρολογία, χυδαιότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νοηματική γλώσσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Riesce a comunicare perfettamente usando la lingua dei segni.
Μπορεί και επικοινωνεί τέλεια χρησιμοποιώντας τη νοηματική γλώσσα.

συμβολική γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I poeti spesso usano un linguaggio simbolico per descrivere gli eventi.
Οι ποιητές συχνά χρησιμοποιούν συμβολική γλώσσα, για να περιγράψουν γεγονότα.

χυδαία γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mandarono fuori dalla classe per aver usato un linguaggio volgare.

γλώσσα sms, γλώσσα των sms

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Η γλώσσα των sms χρησιμοποιεί πολλές συντομεύσεις για να εξοικονομήσει χώρο.

άσεμνο λεξιλόγιο

sostantivo maschile (αποδοκιμασίας)

Questo linguaggio volgare non è appropriato davanti a tua madre.

γλαφυρότητα, παραστατικότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άσεμνη γλώσσα

(figurato: volgare)

αλαμπουρνέζικα

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βρομόλογα

(καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα

sostantivo maschile (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Non abbiamo mai usato il linguaggio infantile per rivolgerci ai nostri figli.

επίσημη γλώσσα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il linguaggio burocratico è spesso nient'altro che un parlare ambiguo e pieno di insinuazioni.

γλαφυρός λόγος, παραστατικός λόγος

sostantivo maschile (figurato: realistico)

γλώσσα προγραμματισμού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γλώσσα προγραμματισμού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που μιλάει απότομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λεπτολογία

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ασυναρτησίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il venditore non aveva idea di quello che vendeva e sputava un sacco di parole incomprensibili.

μιλάω τη νοηματική

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha una sorella sorda quindi sa usare il linguaggio dei segni.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του linguaggio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.