Τι σημαίνει το aereo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aereo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aereo στο Ιταλικό.

Η λέξη aereo στο Ιταλικό σημαίνει εναέριος, αεροπλάνο, αεροπορικός, αερομεταφερόμενος, του αεροπλάνου, αεροπορικός, αεροπλάνο, αεροπλάνο, αεροπλάνο, αεροσκάφος, εναέριος, τζετ, τζετ, μαχητικό αεροσκάφος, κεραυνοβόλα επίθεση, εναέρια επίθεση, πολεμικό αεροσκάφος, επιβατικό αεροπλάνο, εναέριος χώρος, πολεμικό αεροπλάνο, επιβατικό αεροπλάνο, αερομεταφερόμενο φορτίο, αεροπορικό ταξίδι, εναέρια μάχη, εναέρια κυκλοφορία, αερομεταφορά, φορτηγό αεροπλάνο, ναυλωμένο αεροσκάφος, ψεκαστικό αεροσκάφος, επιβατικό αεροπλάνο, υπερηχητικό αεροσκάφος, αεροπορικό ατύχημα, αεροπορικό εισιτήριο, ρίψη από αέρος, αεροπορική επιδρομή, έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας, κλάδος αερομεταφορών, κλάδος αεροπορικών μεταφορών, αεροπορικό εισιτήριο, μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος, αεροσκάφος περιφερειακών διαδρομών, αεροσκάφος περιφερειακών μεταφορών, αεροπλάνο περιφερειακών διαδρομών, αεροπλάνο περιφερειακών μεταφορών, διαχείριση προσγειώσεων, ελαφρύ αεροσκάφος, αεροπορικό ταξίδι, αεροπορική επιδρομή, μαχητικό αεροσκάφος, αεροπορικό εισιτήριο, αποβιβάζομαι, επιβιβάζομαι, έρχομαι αεροπορικώς, αερομεταφορά, απεργία αεροπορικών εταιριών, αεροπλανοφόρο, αερογέφυρα, αερομαχία, μεταφέρω αεροπορικώς, φορτωτική, απόσταση, φάντασμα, πετώ πάνω από, πετάω πάνω από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aereo

εναέριος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo libro contiene splendide foto aeree scattate sopra Londra.

αεροπλάνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Negli anni venti del Novecento si iniziò ad attraversare l'oceano in aereo.

αεροπορικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αερομεταφερόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Se starnutisci senza coprirti la bocca rischi di rilasciare dei germi per via aerea.
Αν φτερνιστείς χωρίς να καλύψεις το στόμα σου, τα μικρόβιά σου μπορεί να μεταφερθούν με τον αέρα.

του αεροπλάνου

aggettivo (di aeroplano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροπορικός

aggettivo (del trasporto aereo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sicurezza aerea è migliorata enormemente negli ultimi anni.
Η αεροπορική ασφάλεια έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.

αεροπλάνο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Facciamo decollare questo aereo!

αεροπλάνο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci siamo imbarcati sull'aereo dieci minuti prima.
Επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο δέκα λεπτά νωρίτερα.

αεροπλάνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I passeggeri si imbarcarono ordinatamente sull'aeroplano.
Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο με τάξη.

αεροσκάφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shawna ha esperienza di lavoro con i sistemi elettrici di vari aeroplani (or: velivoli).
Ο Σόνα έχει εργασιακή εμπειρία σε ηλεκτρικά συστήματα διαφόρων αεροσκαφών.

εναέριος

aggettivo (στον αέρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quei cavi sopraelevati forniscono l'elettricità alla città.
Αυτά τα εναέρια καλώδια τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό τη μικρή πόλη.

τζετ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τζετ

(tipo di aereo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nate non era mai stato prima su un jet ed era molto emozionato all'idea di volare.
Ο Νέιτ δεν είχε ξαναμπεί σε τζετ και ήταν ενθουσιασμένος με την πτήση.

μαχητικό αεροσκάφος

Peter era un pilota di caccia durante la guerra.

κεραυνοβόλα επίθεση

(από τον αέρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I capi militari organizzarono un'incursione aerea per riconquistare la città.

εναέρια επίθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I militari hanno compiuto cinque incursioni aeree sulla città in due giorni.

πολεμικό αεροσκάφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιβατικό αεροπλάνο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'aereo di linea più grande è l'Airbus A380.

εναέριος χώρος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πολεμικό αεροπλάνο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιβατικό αεροπλάνο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αερομεταφερόμενο φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αεροπορικό ταξίδι

εναέρια μάχη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εναέρια κυκλοφορία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αερομεταφορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le merci sono state imballate e sono partite oggi per il trasporto aereo a Taipei.

φορτηγό αεροπλάνο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ναυλωμένο αεροσκάφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si può permettere addirittura un aereo privato per andare e venire dal ranch.

ψεκαστικό αεροσκάφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un aereo agricolo lavorava sopra il campo dietro casa sua.

επιβατικό αεροπλάνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπερηχητικό αεροσκάφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il Concorde è stato il primo e unico jet supersonico di linea.

αεροπορικό ατύχημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un monumento commemora l'incidente aereo del 1981.

αεροπορικό εισιτήριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hai già riservato il biglietto aereo? L'uso dei biglietti aerei cartacei sta diminuendo nell'era dei computer.
Έχεις κλείσει αεροπορικό εισιτήριο; Η χρήση έντυπων αεροπορικών εισιτηρίων μειώνεται στην εποχή των υπολογιστών.

ρίψη από αέρος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quando accade un disastro naturale e le strade sono impercorribili le provviste sono portate con i rifornimenti aerei.

αεροπορική επιδρομή

sostantivo maschile

Crediamo che il capo sia rimasto ucciso in un attacco aereo con un drone telecomandato.

έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Il controllo del traffico aereo è una delle professioni più stressanti.

κλάδος αερομεταφορών, κλάδος αεροπορικών μεταφορών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροπορικό εισιτήριο

sostantivo maschile

Oggigiorno quasi tutti i biglietti aerei sono elettronici.

μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος

sostantivo maschile

I droni senza pilota sono l'ultima novità in fatto di velivoli da combattimento.

αεροσκάφος περιφερειακών διαδρομών, αεροσκάφος περιφερειακών μεταφορών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'aereo a corto raggio portava solo trenta passeggeri.

αεροπλάνο περιφερειακών διαδρομών, αεροπλάνο περιφερειακών μεταφορών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση προσγειώσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελαφρύ αεροσκάφος

sostantivo maschile

αεροπορικό ταξίδι

sostantivo maschile

Il viaggio aereo più lungo che abbia mai fatto è stato da Khartoum a Singapore.

αεροπορική επιδρομή

sostantivo maschile (militare)

μαχητικό αεροσκάφος

sostantivo maschile

αεροπορικό εισιτήριο

sostantivo maschile

αποβιβάζομαι

verbo intransitivo (από αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιβιβάζομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (σε αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι αεροπορικώς

verbo intransitivo

Justin ha in programma di arrivare in aereo lunedì.
Ο Τζάστιν σκοπεύει να έρθει αεροπορικώς τη Δευτέρα.

αερομεταφορά

sostantivo maschile (di merci)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απεργία αεροπορικών εταιριών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροπλανοφόρο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αερογέφυρα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All'inizio gli abitanti di Berlino Ovest dipesero dal ponte aereo per cibo e carbone.

αερομαχία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεταφέρω αεροπορικώς

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il pilota trasporta in aereo la merce tra due città.
Ο πιλότος μετέφερε εμπορεύματα αεροπορικώς από τη μια πόλη στην άλλη.

φορτωτική

sostantivo femminile

απόσταση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Da qui a Portland è un breve volo aereo.

φάντασμα

sostantivo maschile (militare) (ζαργκόν: στρατός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Degli aerei nemici stanno arrivando da ovest!

πετώ πάνω από, πετάω πάνω από

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo attraversato in volo il continente in meno di cinque ore.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aereo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του aereo

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.