Τι σημαίνει το curva στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης curva στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του curva στο Ιταλικό.
Η λέξη curva στο Ιταλικό σημαίνει καμπύλη, καμπύλη, στροφή, καμπύλη, κλειστή στροφή, στροφή, στροφή, στροφή, κλίση, στροφή, μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο, καμπή, γωνία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στρίβω, στρίβω, στρίβω, κάμπτω προς τα πίσω, οδηγώ, στρίβω, γέρνω, λυγίζω, στρίβω, παίρνω, καμπουριάζω, στρίβω, στρίβω, λυγίζω, γέρνω, καμπύλος, κυρτός, με στροφές, σκυφτός, καμπουριαστός, κυρτός, σκυφτός, καμπουριαστός, σκυφτός, καμπυλωτός, κυρτός, λυγισμένος, στρογγυλεμένος, κατσαρός, στριφτός, κατηφόρα, χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτι, κλειστή/απότομη στροφή, ελαφριά στροφή, σύνθετη καμπύλη, καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης, κλειστή στροφή, καμπύλη αποδοσης, άνοδος, ισοϋψής καμπύλη, ισοϋψής γραμμή, επιδημική καμπύλη, επιπεδώνω την καμπύλη, καμπυλόγραμμος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αδιαβατική καμπύλη, αδιαβατική γραμμή, στροφή ελαφρώς προς τα δεξιά, στροφή, κωδωνοειδής καμπύλη, βρόχος υστέρησης, στρίβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης curva
καμπύληsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci siamo esercitati a disegnare curve all'inizio della lezione di arte. Στην αρχή του μαθήματος καλών τεχνών εξασκηθήκαμε στο να σχεδιάζουμε καμπύλες. |
καμπύληsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La macchina ha preso la curva troppo velocemente. Το αυτοκίνητο πήρε τη στροφή υπερβολικά γρήγορα. |
καμπύληsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rappresenta graficamente queste equazioni e poi compara le curve. Κάνε τη γραφική παράσταση αυτών των εξισώσεων και μετά σύγκρινε τις καμπύλες. |
κλειστή στροφήsostantivo femminile (di strada) Vai piano quando arrivi a una curva. |
στροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Attento, c'è una brutta curva tra poco. |
στροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ada giunse ad una curva della strada che sembrava riportarla nella direzione dalla quale era venuta: era certa di essersi persa. Η Άντα έφτασε σε μια στροφή του δρόμου που φαινόταν να την οδηγεί πίσω προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε· ήταν σίγουρη πως είχε χαθεί. |
κλίση(linea curva, posizione piegata) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo ramo ha un arco molto pronunciato. Αυτό το κλαδί έχει πολύ αισθητή κλίση. |
στροφή(letterale) (ποταμού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il kayak si capovolse mentre costeggiava uno stretto ansa. |
μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο(baseball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καμπήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γωνίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Max stava tenendo il bambino sulla piega del braccio. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
La rotazione della carrozza provocò la caduta nel corridoio dei bagagli mal riposti. |
στρίβωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Subito dopo che la strada ha curvato a sinistra, prenda la prima a destra. |
στρίβωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo che la strada ha curvato, giri a sinistra. Κάνε αριστερά μετά από εκεί που στρίβει ο δρόμος. |
στρίβω(di fiume) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάμπτω προς τα πίσωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οδηγώ(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick guidò l'auto sulle strade di campagna. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
στρίβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alla fine dell'isolato gira a sinistra. Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά. |
γέρνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il corridoio deviava a destra poco dopo essere entrati in casa. |
λυγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Holmes piegò il dito e fece cenno di seguirlo. |
στρίβωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La strada curvava. |
παίρνωverbo intransitivo (μτφ: τη στροφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'auto sportiva curvò rapidamente. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή. |
καμπουριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill incurvò le spalle mentre sedeva. |
στρίβω(fiumi, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Guida verso valle per un miglio fino a raggiungere l'ansa del fiume. |
στρίβω, λυγίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le linee sulla mappa formano una curva ad indicare i confini del territorio. |
γέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (in una determinata direzione) (κάτι προς κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alfie rivolse la lampada verso il libro. |
καμπύλος, κυρτόςaggettivo (linea) (γραμμή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Disegnò una linea curva usando un compasso. Σχημάτισε μια καμπύλη γραμμή με το διαβήτη. |
με στροφέςaggettivo (δρόμος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκυφτός, καμπουριαστόςaggettivo (di persona: fisico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'unico passeggero sul treno era curvo sul suo sedile. |
κυρτός(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκυφτός, καμπουριαστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John è rimasto curvo sulla sua scrivania per tutto il giorno. |
σκυφτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καμπυλωτός, κυρτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λυγισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il parafango posteriore della bici è piegato. Ο πίσω λασπωτήρας στο ποδήλατο είναι στραβός. |
στρογγυλεμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questo tavolo ha gli angoli arrotondati. Το τραπέζι έχει στρογγυλεμένες άκρες. |
κατσαρός, στριφτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il foglio è ingiallito e arricciato per l'età. |
κατηφόραsostantivo femminile (anche figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτιsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Di norma un adulto ha una curva dell'attenzione di circa 20 minuti. |
κλειστή/απότομη στροφήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελαφριά στροφήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύνθετη καμπύληsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La curva di apprendimento, per gli anglofoni che iniziano a studiare il giapponese, è molto ripida. |
κλειστή στροφήsostantivo femminile |
καμπύλη αποδοσηςsostantivo femminile (χρηματοοικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
άνοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισοϋψής καμπύλη, ισοϋψής γραμμή(mappa) |
επιδημική καμπύληsostantivo femminile |
επιπεδώνω την καμπύληverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καμπυλόγραμμοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile |
αδιαβατική καμπύλη, αδιαβατική γραμμή(specifico) |
στροφή ελαφρώς προς τα δεξιάsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'è una leggera curva a destra proprio prima di casa nostra. |
στροφήverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La strada faceva una curva a gomito a sinistra. |
κωδωνοειδής καμπύληsostantivo femminile |
βρόχος υστέρησηςsostantivo femminile (equazione) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) L'equazione rappresentata con un grafico è risultata una curva chiusa. |
στρίβω(veicolo: generico) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa macchina fa le curve così male che mi mette in agitazione. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του curva στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του curva
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.