Τι σημαίνει το nave στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nave στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nave στο Ιταλικό.

Η λέξη nave στο Ιταλικό σημαίνει πλοίο, ιστιοφόρο, σκάφος, σκάφος, πλοία, σκάφη, πλοίο των Βίκινγκ, πλοίο, κρουαζιερόπλοιο, στο μέσο του πλοίου, στο μέσον του πλοίου, στη μέση του πλοίου, μέσω θαλάσσης, χαιρετισμός σε άλλο καράβι, ναυαρχίδα, θωρηκτό, φορτηγό πλοίο, ατμόπλοιο, ατμόπλοιο, πολεμικό πλοίο, ναρκαλιευτικό, ατμόπλοιο, πειρατικό, καταδρομικό, μεταγωγικό πλοίο, είδος ιστιοφόρου, φορτηγό πλοίο, φορτηγό πλοίο, κρουαζιερόπλοιο, σκάφος συνοδείας, σκάφος συνοδείας, πλοίο μεταφοράς σιτηρών, πλωτό νοσοκομείο, κρουαζιερόπλοιο, πλοίο/σκάφος ίδιου τύπου, πλοίο μεταφοράς σκλάβων, πλοίο ανεφοδιασμού, πλοίο μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού, βόλτα με βάρκα, πειρατικό πλοίο, πειρατικό καράβι, κρουαζιερόπλοιο, σκάφος για το κυνήγι της φώκιας, φορτηγό τρένο, έγκατα του πλοίου, ατμόπλοιο, πλοίο που μεταφέρει μπανάνες, το μέσο του πλοίου, παγοθραυστικό, πλοίο, τεθωρακισμένο πλοίο, δουλεμπορικό, πετρελαιοκίνητο πλοίο, πετρελαιοφόρο, μητρικό σκάφος, πολεμικό πλοίο, εύκολη, ναυαρχίδα, αδρομολόγητο πλοίο, ελεύθερο πλοίο, πλοίο του ναυτικού, ιστιοφόρο, ξάρτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nave

πλοίο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave con tutta la merce dovrebbe arrivare il 24 Gennaio.
Το καράβι με όλο το εμπόρευμα αναμένεται να φτάσει στις 24 Ιανουαρίου.

ιστιοφόρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκάφος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'equipaggio si accertò che la nave fosse in buone condizioni prima di prendere il mare.
Το πλήρωμα βεβαιώθηκε ότι το σκάφος ήταν σε καλή κατάσταση πριν βγει στη θάλασσα.

σκάφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Μπιλ οδήγησε κωπηλατώντας το μικρό σκάφος ανάμεσα στα βράχια.

πλοία, σκάφη

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Η ακτοφυλακή εξέδωσε προειδοποίηση προς όλα τα σκάφη στην περιοχή.

πλοίο των Βίκινγκ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλοίο, κρουαζιερόπλοιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στο μέσο του πλοίου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο μέσον του πλοίου

(nautica)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στη μέση του πλοίου

locuzione avverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέσω θαλάσσης

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il trasporto sarà effettuato via nave.

χαιρετισμός σε άλλο καράβι

interiezione (nautica)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il capitano Murphy gridò: "Ehi della nave!" quando vide la nave apparire nella nebbia.

ναυαρχίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La flotta affondò la nave ammiraglia nemica e vinse la battaglia.
Ο στόλος βύθισε τη ναυαρχίδα του εχθρού και κέρδισε τη ναυμαχία.

θωρηκτό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La Bismarck era una famosa nave da guerra tedesca.

φορτηγό πλοίο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La nave da carico arriverà nel porto questa mattina.

ατμόπλοιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Numerose navi a vapore navigavano questo fiume, ma adesso non sono tantissime.

ατμόπλοιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una nave a vapore si avvicinava al porto.

πολεμικό πλοίο

La nave da guerra era in grado di far fuoco con cannoni, lanciare siluri e missili.

ναρκαλιευτικό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo la guerra civile, l'esercito usava una dragamine per rilevare le mine nascoste.

ατμόπλοιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I contadini erano stupiti nel vedere una nave a vapore per la prima volta.

πειρατικό, καταδρομικό

sostantivo femminile (storico)

μεταγωγικό πλοίο

sostantivo femminile (μεταφρορά στρατιωτών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είδος ιστιοφόρου

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La nave d'alto bordo entrò in porto con le vele spiegate su tutti gli alberi.

φορτηγό πλοίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave da carico si è incagliata a causa delle avverse condizioni del mare.

φορτηγό πλοίο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le navi portacontainer trasportano grandi quantità di merci su grandissime distanze.
Τα φορτηγά πλοία μπορούν να μεταφέρουν τεράστια φορτία διανύοντας μεγάλες αποστάσεις.

κρουαζιερόπλοιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mia vacanza ideale è rilassarmi per una settimana su una nave da crociera nei Caraibi.

σκάφος συνοδείας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per combattere il problema della pirateria nei mari africani, vengono impiegate navi scorta ai convogli internazionali.

σκάφος συνοδείας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλοίο μεταφοράς σιτηρών

sostantivo femminile (trasporto marittimo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una nave per trasporto di cereali ha grandissime stive e particolari sistemi pneumatici di carico e scarico.

πλωτό νοσοκομείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo la battaglia in mare, i feriti vennero portati sulla nave ospedale per essere curati.

κρουαζιερόπλοιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave di lusso navigò nel Mediterraneo con più di 500 persone a bordo.

πλοίο/σκάφος ίδιου τύπου

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλοίο μεταφοράς σκλάβων

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλοίο ανεφοδιασμού

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλοίο μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βόλτα με βάρκα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siamo andati a fare un giro in barca fino all'isola.

πειρατικό πλοίο, πειρατικό καράβι

sostantivo femminile

κρουαζιερόπλοιο

sostantivo femminile (επιβατικό, για κρουαζιέρες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκάφος για το κυνήγι της φώκιας

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φορτηγό τρένο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έγκατα του πλοίου

sostantivo plurale femminile (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατμόπλοιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave a vapore navigò da Savannah, in Georgia, fino a Liverpool, in Inghilterra.

πλοίο που μεταφέρει μπανάνες

sostantivo femminile (φορτηγό πλοίο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το μέσο του πλοίου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγοθραυστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλοίο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave costiera ha attraccato in tre porti questo mese.

τεθωρακισμένο πλοίο

sostantivo femminile

δουλεμπορικό

sostantivo femminile (storico)

πετρελαιοκίνητο πλοίο

sostantivo femminile

πετρελαιοφόρο

sostantivo femminile

μητρικό σκάφος

sostantivo femminile

πολεμικό πλοίο

sostantivo femminile

Dopo alcune riparazioni la nave da guerra era di nuovo in navigazione attraverso l'oceano.

εύκολη

(offensivo) (μειωτικό)

Sarah si è guadagnata la reputazione di sgualdrinella della scuola perché è andata con tantissimi ragazzi.

ναυαρχίδα

sostantivo femminile (nautica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nave ammiraglia era un grande incrociatore con potenti cannoni.

αδρομολόγητο πλοίο, ελεύθερο πλοίο

sostantivo femminile

L'azienda ha usato una nave da carico per spedire la merce.

πλοίο του ναυτικού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιστιοφόρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξάρτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nave στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του nave

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.