Τι σημαίνει το fronte στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fronte στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fronte στο Ιταλικό.

Η λέξη fronte στο Ιταλικό σημαίνει μέτωπο, μέτωπο, χώρος, μέτωπο, μέτωπο, μπροστινό μέρος, μέτωπο, πρώτη γραμμή, πρώτη γραμμή της μάχης, της πρώτης γραμμής, στρατόπεδο, στρίβω, σέρνομαι, ιδρώτας, κερδισμένος με μόχθο, αντιμετωπίζω, απέναντι, σε δίλημμα, σε δίλημμα, αντιμετωπίζω, μπροστά σε κοινό, ακριβώς απέναντι, ακριβώς απέναντι, Κλίνατε επί δεξιά!, διπλότυπο, μέτωπο εκσκαφής, ψυχρό μέτωπο, λαϊκό μέτωπο, ενότητα, αλληλεγγύη, καιρικό μέτωπο, διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής, αντιμέτωπος με, απέναντι, μπροστά από, ανατριχιάζω, τοποθετώ μπροστά από, τα βγάζω πέρα, εγγυώμαι εναντίον, κατά τη διάρκεια της μάχης, μπροστά σε κτ, πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ, ενότητα, αλληλεγγύη, έδαφος μπροστά από κτ άλλο, Εθνικό Μέτωπο, αντιμέτωπος με, δείχνω, απέναντι, απέναντι, μπροστά από κτ, στην άλλη πλευρά, στην αντίθετη πλευρά, τα βγάζω πέρα με κτ, εσωτερικό μέτωπο, γραμμή, μπροστά σε, απέναντι σε, μπροστά σε, κοιτάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fronte

μέτωπο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate aveva una fronte molto alta.
Η Κέιτ είχε πολύ ψηλό μέτωπο.

μέτωπο

sostantivo maschile (militare) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sul fronte orientale hanno perso la vita molti uomini.

χώρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sul fronte finanziario le azioni sono di nuovo calate.

μέτωπο

sostantivo maschile (figurato, politica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sono membri del fronte popolare.

μέτωπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa notte penetrerà nella regione un fronte freddo.

μπροστινό μέρος

La cassetta della posta è quasi sempre sul lato strada della proprietà.

μέτωπο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durante l'esame di matematica Tricia aveva la fronte tesa.
Το μέτωπο της Τρίσα ήταν σφιγμένο καθώς επεξεργαζόταν το διαγώνισμα των μαθηματικών.

πρώτη γραμμή

sostantivo maschile (militare: di guerra) (μτφ: της μάχης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρώτη γραμμή της μάχης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trascorse un anno prima che fosse di nuovo in grado di tornare al fronte.

της πρώτης γραμμής

sostantivo maschile (militare) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le gambe dei soldati tremarono quando udirono che sarebbero stati inviati al fronte.

στρατόπεδο

sostantivo maschile (sezione) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il politico è parte del gruppo di sinistra.
Εκείνος ο πολιτικός ανήκει στο αριστερό στρατόπεδο.

στρίβω

interiezione (militare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fianco destro!
Στρίψε προς τον στρατιώτη δεξιά!

σέρνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il contadino si umiliò di fronte al re e lo pregò di liberarlo.

ιδρώτας

(figurato: lavoro) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dopo anni di sudore e fatica, alla fine Imogen terminò il progetto.
Μετά από χρόνια κόπου και μόχθου η Ίμοτζεν επιτέλους ολοκλήρωσε το έργο.

κερδισμένος με μόχθο

(figurato: guadagnato con fatica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιμετωπίζω

(ψάχνω λύση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devi affrontare i tuoi problemi.
Πρέπει να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου.

απέναντι

preposizione o locuzione preposizionale

C'era il testo da un lato e una fotografia dalla parte opposta.
Υπήρχε το κείμενο στη μια μεριά και μια φωτογραφία στην απέναντι σελίδα.

σε δίλημμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono in dubbio su quale invito accettare.

σε δίλημμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ero di fronte a un dilemma se vederla di nuovo oppure no.

αντιμετωπίζω

(figurato: capire una cosa brutta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Messa di fronte all'infedeltà del marito, scoppiò a piangere.
Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της.

μπροστά σε κοινό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fece la sua dichiarazione davanti a un pubblico di trenta persone.

ακριβώς απέναντι

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vai dritto finché arrivi alla cattedrale, l'ufficio postale è proprio di fronte.

ακριβώς απέναντι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Proprio di fronte alla banca c'è il diner dove mi piace recarmi per pranzo.

Κλίνατε επί δεξιά!

interiezione (militare) (εντολή, στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il sergente mi gridò "Fronte a dest'!" nell'orecchio.

διπλότυπο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I reportage erano pubblicati con stampa su due lati.

μέτωπο εκσκαφής

sostantivo maschile (miniera) (σε ανθρακορυχείο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψυχρό μέτωπο

sostantivo maschile (meteorologia) (μετεωρολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tempo diventerà molto instabile a causa del fronte freddo proveniente dal nord.

λαϊκό μέτωπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Era membro del fronte popolare francese.

ενότητα, αλληλεγγύη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I dipendenti delle poste hanno fatto fronte comune durante lo sciopero nazionale.

καιρικό μέτωπο

διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιμέτωπος με

preposizione o locuzione preposizionale

Domani vi troverete davanti alla squadra più forte del campionato.

απέναντι

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo stabile del mio ufficio si trova di fronte al centro commerciale.
Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο.

μπροστά από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La mia macchina è parcheggiata davanti a casa tua. Ti aspetto davanti al ristorante.
Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι σου. Θα περιμένω μπροστά από το εστιατόριο.

ανατριχιάζω

verbo intransitivo (σε κτ: ιδέα, σκέψη κ.λπ.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rabbrividì al pensiero di mangiare carne cruda.

τοποθετώ μπροστά από

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A circa tre mesi, i bambini cominciano a focalizzare lo sguardo sugli oggetti che vengono messi loro di fronte. Mise il piatto di biscotti di fronte a sua madre.
Σε 3 μήνες περίπου τα μωρά αρχίζουν να επικεντρώνουν τα μάτια τους σε αντικείμενα που τοποθετούνται μπροστά τους. Τοποθέτησε το πιάτο με τα μπισκότα μπροστά στη μητέρα του.

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.

εγγυώμαι εναντίον

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατά τη διάρκεια της μάχης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo monumento commemora i soldati caduti al fronte durante la seconda guerra mondiale.

μπροστά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Di fronte a una folla ostile, l'oratore ha mantenuto la calma.
Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος.

πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Camminando nei boschi, l'uomo rimase scioccato nel trovarsi faccia a faccia con un orso.

ενότητα, αλληλεγγύη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Gran Bretagna e gli Stati Uniti hanno fatto fronte comune durante la Seconda guerra mondiale.

έδαφος μπροστά από κτ άλλο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Εθνικό Μέτωπο

sostantivo maschile (partito politico)

αντιμέτωπος με

Siamo di fronte a dei problemi seri, ma credo che riusciremo a finire il lavoro lo stesso.

δείχνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostrò la collezione di cartoline ai suoi ospiti.
Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες.

απέναντι

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Η εικόνα στην αντικρινή (or: αντικριστή) σελίδα δείχνει την κάθε ράτσα.

απέναντι

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha iniziato a innervosirsi quando lei si è seduta di fronte a lui sul treno.
Άρχισε να αισθάνεται άβολα όταν εκείνη έκατσε φάτσα κάρτα μπροστά του στο τρένο.

μπροστά από κτ

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il pickup davanti al nostro ha una gomma bucata.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο.

στην άλλη πλευρά, στην αντίθετη πλευρά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Vide un'ombra furtiva nella finestra del palazzo di fronte.
Είδε μια αχνή φιγούρα στο παράθυρο του κτιρίου απέναντι.

τα βγάζω πέρα με κτ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εσωτερικό μέτωπο

sostantivo maschile

γραμμή

sostantivo femminile (militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In guerra i giovani soldati spesso finiscono sulle linee più avanzate del fronte.
Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale

Si mise in piedi di fronte alla folla e alzò le braccia.

απέναντι σε, μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale

Lui si tira sempre indietro di fronte ad un compito difficile.

κοιτάζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Girati e mettiti di fronte al pubblico.
Γύρνα και αντίκρισε το κοινό.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fronte στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.