Τι σημαίνει το nastro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nastro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nastro στο Ιταλικό.
Η λέξη nastro στο Ιταλικό σημαίνει κορδέλα, κορδέλα, ταινία, βιντεοταινία, κορδέλα, κορδέλα, λωρίδα, ταινία, λωρίδα, κασέτα, μαγηντοταινία, διακοσμητικό φτερό, ηχογράφηση, λωρίδα, κασέτα, κασετόφωνο, φιόγκος, σελοτέιπ, σελοτέιπ, τελετή έναρξης εργασιών, μεταφορέας, κορδέλα καπέλου, μονάδα ταινίας, κολλητική ταινία, πριόνι, μηχανή λειάνσεως με ιμάντα από γυαλόχαρτο, διαφανής, κολλητική ταινία, αυτοκόλλητη ταινία, χαρτοταινία, κολλητική ταινία, χειρουργικός επίδεσμος, ηχογράφηση, ταινία γραφομηχανής, ιμάντας μεταφοράς, μονωτική ταινία, κολλητική ταινία, ταινία σήμανσης, μπλάνκο, ιμάντας μεταφοράς αποσκευών, μεταξωτή κορδέλα, κόκκινη κορδέλα, ταινία διπλής όψης, συσκευή εγγραφής βίντεο, μονωτική ταινία, κολλώ με ταινία, κολλητική ταινία, ιμάντας, ηχογραφώ, κορδέλα, κολλάω, αθροιστική μηχανή, γυρνάω το καρούλι, μαρκάρω, σημαδεύω, μαγνητοφωνώ, κολλώ με σελοτέιπ, κλείνω, σφραγίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nastro
κορδέλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rachel legò un nastro alla sua coda di cavallo. Η Ρέιτσελ έδεσε μια κορδέλα στην αλογοουρά της. |
κορδέλα, ταινίαsostantivo maschile (macchine da scrivere) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oliver premette i tasti ma non apparve nulla sul foglio: il nastro era finito. |
βιντεοταινίαsostantivo maschile (video) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uno degli svantaggi del nastro è che si può rovinare. |
κορδέλαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κορδέλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il grembiule è legato sulla schiena con dei nastri. La scena del crimine era delimitata con del nastro. Η ποδιά δένει στο πίσω μέρος με κορδέλες. |
λωρίδα, ταινίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Legò un nastro intorno al palo per aiutare le persone a trovare la festa. |
λωρίδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'abito ha un nastro increspato in vita. |
κασέταsostantivo maschile (macchina da scrivere) (παλαιό: μελανιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Assicurati di caricare il nastro prima di digitare la lettera. |
μαγηντοταινίαsostantivo maschile (per registrazione) (ηχητικής εγγραφής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διακοσμητικό φτερό
|
ηχογράφησηsostantivo maschile (ραδιόφωνο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il nastro dello spettacolo fu riposto con cura nel magazzino. Η μαγνητοσκόπηση της εκπομπής αποθηκεύτηκε προσεκτικά στην αποθήκη. |
λωρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Strappa una striscia di carta. Σκίσε μια λωρίδα χαρτί. |
κασέτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le interviste sono state registrate in audiocassetta. |
κασετόφωνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo l'avvento di compact disc ed MP3 nessuno usa più i lettori di audiocassette. |
φιόγκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dopo aver incartato il regalo, ci hanno messo un fiocco sopra. Αφού τύλιξαν το δώρο, του έβαλαν έναν φιόγκο. |
σελοτέιπ(®) (εμπορικό σήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σελοτέιπ(®) (εμπορικό σήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τελετή έναρξης εργασιών(κατασκευαστικού έργου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταφορέαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quindi il nastro trasportatore porta le bottiglie alla tappatura. Ο μεταφορέας παραδίδει τα μπουκάλια για να τοποθετηθούν πώματα. |
κορδέλα καπέλουsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μονάδα ταινίαςsostantivo femminile (informatica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Caricavamo delle bobine di nastro sull'unità a nastro così da permettere la lettura dei vecchi dati. |
κολλητική ταινίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un kit di primo soccorso include garza, nastro adesivo, e anche bende. |
πριόνιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una sega a nastro consente di tagliare forme libere, il che può non essere possibile con seghe normali. |
μηχανή λειάνσεως με ιμάντα από γυαλόχαρτοsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) State attenti alle dita quando usate la levigatrice a nastro. |
διαφανής, κολλητική ταινίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοκόλλητη ταινίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho messo l'antiscivolo sullo skateboard. |
χαρτοταινίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Prima di cominciare a tinteggiare gli infissi, mettere del nastro adesivo di carta attorno al bordo per evitare che la vernice finisca sul vetro. |
κολλητική ταινία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per togliere i pelucchi dagli abiti uso il nastro adesivo. |
χειρουργικός επίδεσμοςsostantivo maschile (per medicazioni (es. bende su ferite) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ηχογράφησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polizia ha una registrazione su cassetta in cui tu ammetti di aver rubato il denaro. |
ταινία γραφομηχανήςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ora non c'è più bisogno del nastro inchiostrato perché usiamo i computer. |
ιμάντας μεταφοράςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il prodotto finito viene portato dal nastro trasportatore fino all'imballaggio. |
μονωτική ταινία, κολλητική ταινίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il nastro adesivo si può usare per riparare quasi tutto. |
ταινία σήμανσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli operai del cantiere hanno chiuso l'accesso al tombino con del nastro segnaletico. |
μπλάνκοsostantivo maschile (εμπορικό σήμα, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Quando usavo la macchina da scrivere ho usato un mucchio di nastro correttore, ma con il computer devo solo premere "Canc". |
ιμάντας μεταφοράς αποσκευώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μεταξωτή κορδέλαsostantivo femminile |
κόκκινη κορδέλαsostantivo maschile (simbolo della lotta all'AIDS) |
ταινία διπλής όψηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συσκευή εγγραφής βίντεοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μονωτική ταινίαsostantivo maschile |
κολλώ με ταινίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κολλητική ταινίαsostantivo maschile Ann ha usato del nastro adesivo per fissare la carta da regalo. Η Άνν χρησιμοποίησε σελοτέιπ για να κολλήσει το χαρτί περιτυλίγματος. |
ιμάνταςsostantivo maschile (aeroporto) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I viaggiatori aspettarono con impazienza che le loro valigie arrivassero sul nastro portabagagli. |
ηχογραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei registra le interviste su audiocassetta e le trascrive in seguito. Ηχογραφεί τις συνεντεύξεις και τις απομαγνητοφωνεί αργότερα. |
κορδέλα(μεταφορικά: αρκετά μέτρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ben prese il metro per misurare lo spazio. Ο Μπεν έβγαλε τη μετροταινία για να μετρήσει τον χώρο. |
κολλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nina sigillò con del nastro adesivo il buco sui jeans come riparazione temporanea. Η Νίνα κόλλησε με σελοτέιπ την τρύπα στο παντελόνι της ως προσωρινή επισκευή. |
αθροιστική μηχανήsostantivo femminile |
γυρνάω το καρούλιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il registratore stava leggendo il nastro in sottofondo. |
μαρκάρω, σημαδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Segna con un nastro gli steli dei fiori che intendi comprare. |
μαγνητοφωνώverbo transitivo o transitivo pronominale (κασέτα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κολλώ με σελοτέιπverbo transitivo o transitivo pronominale (για να μείνει στη θέση του) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho sigillato la busta con lo scotch e l'ho portata all'ufficio postale. |
κλείνω, σφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (με ταινία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joan sigillò con del nastro il pacco, pronto per essere spedito. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nastro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nastro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.