Τι σημαίνει το diritto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης diritto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diritto στο Ιταλικό.
Η λέξη diritto στο Ιταλικό σημαίνει ντράιβ, φόρχαντ, δίκαιο, δικαίωμα, δικαίωμα αγοράς, ευθύς, ίσιος, ίσιος, στην ίδια κατεύθυνση, ακριβώς, δικαίωμα, δικαίωμα, δικαίωμα, δικαίωμα, σε ευθεία γραμμή, γραμμικός, κάθετα, ευθέως, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, ευθεία, με την πλάτη όρθια, φόρος χαρτοσήμου, νομική αξίωση, κατακόρυφα, δικαίωμα, ντράιβ, φόρχαντ, ντράιβ, φόρχαντ, νόμιμα, δικαίωμα παρακράτησης, δικαίωμα προτίμησης, προτεραιότητα, νομικός εκκλησιαστικού δικαίου, συνεχίζω, δικαίωμα άρνησης, περνάω, περνώ, δικαίωμα προαίρεσης, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις, χωρίς κηδεμονία, που μπορεί να βγει με εγγύηση, που δεν ψηφίζει, δίκαιος,νόμιμος, δικαίως, επάξια, φέρε το ποτό σου, δικαίωμα ψήφου, πατρογονικό δικαίωμα, επιπλέον χρέωση σε εστιατόριο για το άνοιγμα φιάλης κρασιού, η οποία αγοράστηκε από άλλο κατάστημα, συνταγματικό δίκαιο, ποινικό δίκαιο, ελέω Θεού δικαίωμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εκκλησιαστικός κανόνας, εμπορικό δίκαιο, περίοδος χάριτος, απαράγραπτο δικαίωμα, τυποκλοπία, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, ναυτικό δίκαιο, δικαιοδοσία, δικαίωμα πρόσβασης, δικαίωμα χρήσης, δικαίωμα ψήφου, γυναικεία ψήφος, δικηγόρος εξειδικευμένος στα χρηματοοικονομικά, εταιρικό δίκαιο, εργατικό δίκαιο, φυσικό δίκαιο, ιδιότητα μόνιμου κατοίκου, εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις, αστικό δίκαιο, αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ, εκλογική ενηλικιότητα, δικαίωμα ψήφου, εμπορικό δίκαιο, κατά της έκτρωσης, δικαίωμα χρήσης νερού, δικαιώματα καταγγελιών, δικαίωμα επί της γης, δικαιούμαι, έχω δικαίωμα σε κτ, έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα, δικαιούμαι αποζημίωση, δεν δικαιούμαι, αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφου, δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ, δίνω το δικαίωμα, δικαιούμαι, δικαίωμα διέλευσης, εξουσιοδοτώ, δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω το δικαίωμα, έχω το δικαίωμα να κάνω κτ, έχω δικαίωμα να κάνω κτ, δικαιούμαι να κάνω κτ, στερώ σε κπ το δικαίωμα, μεταβιβάζω, δίοδος, διέλευση, έννομο συμφέρον, τέλος χρήσης προβλήτας, που έχει δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα ψήφου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης diritto
ντράιβ, φόρχαντsostantivo maschile (tennis) (τένις) Andrew vinse il match con un abile dritto. |
δίκαιοsostantivo maschile (νομική: τομέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È specializzato in diritto dei contratti. Ειδικεύεται στο δίκαιο των συμβάσεων. |
δικαίωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le donne hanno dovuto lottare per il diritto al voto. Οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν για το δικαίωμα να ψηφίζουν. |
δικαίωμα αγοράςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'autrice ha venduto i diritti del suo romanzo a una casa di produzione cinematografica. |
ευθύς, ίσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La strada è dritta, senza curve. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι ευθεία αυτή η γραμμή ή κάνει καμπύλη; |
ίσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo quadro sul muro è diritto o pende verso sinistra? |
στην ίδια κατεύθυνσηavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Dopo aver saputo che andavamo nella direzione giusta, abbiamo continuato diritto. |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il missile è andato diritto verso il bersaglio. |
δικαίωμαsostantivo maschile (di fare [qc]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Chiunque sia accusato di un crimine ha diritto a una rappresentanza legale. Καθένας που κατηγορείται για κάποιο έγκλημα έχει δικαίωμα νόμιμης εκπροσώπησης. |
δικαίωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Io per primo ho diritto sulla proprietà. Έχω κύριο δικαίωμα στην ιδιοκτησία. |
δικαίωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutti i pescatori hanno il diritto di pescare in queste acque. |
δικαίωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σε ευθεία γραμμήavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραμμικός(ευθύς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάθετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Τομ βούτηξε κάθετα από την κορυφή του βράχου στη θάλασσα από κάτω. |
ευθέωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono tornato a casa seguendo una linea retta, evitando tutti i bar dove mi fermo di solito. |
ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Guardò dritto davanti a sé per evitare di incrociare il suo sguardo. |
ευθείαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Continua dritto, la chiesa è sulla sinistra. |
με την πλάτη όρθια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si sedeva con la schiena diritta al minimo rumore. // La madre trovò il figlio con la schiena dritta nel letto dopo un incubo. |
φόρος χαρτοσήμου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νομική αξίωσηsostantivo maschile |
κατακόρυφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο νεαρός άντρας καθόταν στητά στην καρέκλα. |
δικαίωμαsostantivo maschile (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'autrice vive dei suoi diritti. Η συγγραφέας ζει λαμβάνοντας χρήματα από τα δικαιώματα των έργων της. |
ντράιβ, φόρχαντlocuzione aggettivale (tennis) (χτύπημα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Con un colpo di dritto Sabrina vinse il match. |
ντράιβ, φόρχαντlocuzione avverbiale (tennis) Il mio maestro di tennis mi sta insegnando a giocare di diritto. Ο προπονητής μου στο τένις με μαθαίνει να παίζω με το ντράιβ. |
νόμιμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'azienda iniziò legalmente, ma alla fine diventò corrotta. |
δικαίωμα παρακράτησης(νομικό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Sulla proprietà grava un'ipoteca di due diverse banche. |
δικαίωμα προτίμησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Una volta concluso il contratto non avremo più il diritto di prelazione. |
προτεραιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il traffico sulla strada principale ha la precedenza sul traffico che si immette da una strada secondaria. |
νομικός εκκλησιαστικού δικαίου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
συνεχίζωverbo intransitivo (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nonostante le condizioni meteorologiche in peggioramento, gli esploratori decisero di perseverare nel loro viaggio. |
δικαίωμα άρνησης(νομική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
δικαίωμα προαίρεσης(mercato azionario) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που δεν πληροί τις προϋποθέσεις(per un lavoro, borsa di studio, ecc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς κηδεμονίαlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που μπορεί να βγει με εγγύηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν ψηφίζειlocuzione aggettivale (ίσως από επιλογή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίκαιος,νόμιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δικαίως, επάξια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avendo servito l'azienda per anni, Jane era stata meritatamente promossa a manager. |
φέρε το ποτό σου(ristoranti) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δικαίωμα ψήφου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Negli Stati Uniti, le donne lottarono per il diritto di voto agli inizi del XX secolo. |
πατρογονικό δικαίωμαsostantivo maschile (νομική) |
επιπλέον χρέωση σε εστιατόριο για το άνοιγμα φιάλης κρασιού, η οποία αγοράστηκε από άλλο κατάστημαsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συνταγματικό δίκαιοsostantivo maschile Secondo Ed, il governo non sta rispettando il diritto costituzionale spiando gli americani. |
ποινικό δίκαιοsostantivo maschile (δίκαιο σχετικό με εγκλήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Delia lavora per uno studio legale specializzato in diritto penale. |
ελέω Θεού δικαίωμαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Agiva come se la presidenza fosse sua per diritto divino. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο Βυζάντιο επικρατούσε η ελέω Θεού μοναρχία. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
εκκλησιαστικός κανόναςsostantivo maschile Per lo scioglimento del matrimonio devi rivolgerti a un esperto in diritto canonico. |
εμπορικό δίκαιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il diritto commerciale è una branca del diritto privato. |
περίοδος χάριτοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Spesso per gli acquisti su internet c'è un periodo di sette giorni entro cui si può esercitare il diritto di recesso. |
απαράγραπτο δικαίωμαsostantivo maschile La libertà di parola dovrebbe essere un diritto inalienabile al giorno d'oggi, ma purtroppo non è ovunque così. |
τυποκλοπία, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτωνsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ναυτικό δίκαιοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δικαιοδοσίαsostantivo maschile (legale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικαίωμα πρόσβασηςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siccome sono il proprietario, ho diritto di accesso alla proprietà. |
δικαίωμα χρήσηςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα ψήφουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Cent'anni fa le donne non avevano il diritto di voto. |
γυναικεία ψήφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Nuova Zelanda fu il primo Paese a estender il diritto di voto alle donne. |
δικηγόρος εξειδικευμένος στα χρηματοοικονομικάsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Prestiti elevati e complessi di solito richiedono i servizi di un avvocato specializzato in diritto bancario. |
εταιρικό δίκαιο
|
εργατικό δίκαιοsostantivo maschile |
φυσικό δίκαιοsostantivo maschile |
ιδιότητα μόνιμου κατοίκουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'anno scorso ha finalmente ottenuto il diritto di soggiorno permanente: ora potrà vivere qui tutto il tempo che vuole. |
εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αστικό δίκαιοsostantivo maschile |
αίσθηση ότι δικαιούμαι κτsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκλογική ενηλικιότητα(formale) |
δικαίωμα ψήφουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εμπορικό δίκαιοsostantivo maschile |
κατά της έκτρωσηςlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δικαίωμα χρήσης νερούsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ho comprato la casa, il prezzo includeva il diritto sull'acqua. |
δικαιώματα καταγγελιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικαίωμα επί της γηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικαιούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai diritto a un rimborso solo se le merci sono difettose. Δικαιούστε επιστροφή χρημάτων μόνο εάν τα προϊόντα είναι ελαττωματικά. |
έχω δικαίωμα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Lei ha il diritto di difesa da parte di un avvocato. // Dico tutto quello che voglio: ho il diritto di parola. |
έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non puoi parlarmi in questo modo! Non ne hai il diritto! |
δικαιούμαι αποζημίωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giudice ha stabilito che avevo diritto al risarcimento dei danni. |
δεν δικαιούμαι(κτ ή να κάνω κτ) |
αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nuovo leader totalitario della nazione ha passato una legge per privare le donne del diritto di voto. |
δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω το δικαίωμαverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ για κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Essere il capo dava a Linda il diritto di avere l'ufficio più grande. Επειδή είναι το αφεντικό, η Λίντα δικαιούται το μεγαλύτερο γραφείο. |
δικαιούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo diritto a una detrazione fiscale grazie alla caldaia ad alta efficienza che abbiamo installato. Πληρούμε τς προϋποθέσεις για έκπτωση φόρου λόγω της εγκατάστασης καυστήρα ενεργειακής απόδοσης. |
δικαίωμα διέλευσης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξουσιοδοτώ(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo abbonamento dà il diritto di visitare il museo tutte le volte che lo si desidera in una settimana. |
δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω το δικαίωμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non ti puoi lamentare della situazione. |
έχω το δικαίωμα να κάνω κτ, έχω δικαίωμα να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo il diritto di essere qui. Non potete mandarci via. |
δικαιούμαι να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se qualcuno ti chiede di fare qualcosa che non vuoi fare, hai il diritto di dire di no. |
στερώ σε κπ το δικαίωμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nuova legge priverebbe i minorenni del diritto di acquistare bevande gassate. |
μεταβιβάζωverbo intransitivo (δικαίωμα, περιουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίοδος, διέλευσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έννομο συμφέρονsostantivo maschile (diritto incondizionato su un bene) |
τέλος χρήσης προβλήταςsostantivo maschile (pagamento per l'uso delle banchine) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που έχει δικαίωμα ψήφουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel Regno Unito bisogna aspettare i diciott'anni per avere diritto di voto. Αν θέλεις να ψηφίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να έχεις δικαίωμα ψήφου, θα πρέπει να περιμένεις ώσπου να γίνεις δεκαοχτώ ετών. |
δικαίωμα ψήφουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Nel Regno Unito le donne acquisirono il diritto di voto nel 1928. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες οι γυναίκες πήραν το δικαίωμα ψήφου το 1928. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diritto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του diritto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.