Τι σημαίνει το forza στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forza στο Ιταλικό.

Η λέξη forza στο Ιταλικό σημαίνει δύναμη, ισχύς, δύναμη, το πόσο δυνατό ή ελαφρύ είναι ένα ποτό, δυνατό σημείο, δύναμη, δύναμη, δύναμη, ορμή, ώθηση, φόρα, δύναμη, δύναμη, δύναμη, δύναμη, πειστικότητα, κρέας, ισχύς, σφοδρότητα, ορμή, σθεναρότητα, δυναμικότητα, ρώμη, δύναμη, σθεναρότητα, μη χολοσκάς, δύναμη, ένταση, ένταση, δύναμη, ισχύς, ένταση, σφοδρότητα, σθένος, σφρίγος, ισχύς, νεύρο, δύναμη, ενεργητικότητα, άντε, βιάσου, γρήγορα, κουράγιο, πάμε, δύναμη, κορυφαίος, αντοχή, κάντο!, ψηλά το κεφάλι, Κουράγιο!, Άντε!, Έλα!, παραβιάζω, παραβιάζω, ανοίγω, σπρώχνω, αναγκαστικός, εξαναγκαστικός, απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά, αναγκαία, δυνατά, δύναμη ψυχής, σθένος, απαραίτητα, έντονα, σφόδρα, θέληση, εργατικά χέρια, δυναμίτης, δυναμικός, με τη βία, με το ζόρι, δεν είναι να απορείς, βαρύτητα, θέληση, ανθρώπινο δυναμικό, οδοστρωτήρας, ζουρλομανδύας, κλοπή αυτοκινήτου, κλέφτης, κλέφτρα, πειστικότητα επιχειρήματος, ισχύς επιχειρήματος, δύναμη επιχειρήματος, αόρατο χέρι, θέληση, ωμή βία, σωματική δύναμη, υπερβολική πίεση, ανωτέρα βία, δύναμη της βαρύτητας, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο, ηθικό σθένος, φυσική δύναμη, δύναμη της θέλησης, εργατικό δυναμικό, αστυνομικό σώμα, θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη, πλήρης ισχύς, βαρυτική έλξη, ανθρώπινο πνεύμα, εσωτερική δύναμη, σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο, εργατικό δυναμικό, υπερδύναμη, παλιρροϊκή έλξη, συνεργιστική ουσία, χαρισματική προσωπικότητα, δύναμη πέδησης, αστυνομική αρχή, εκτόξευση απειλών, εφεδρικός στρατός, ολική ισχύ, δύναμη της συνήθειας, το δυνατό σημείο, θεομηνία, σύμφωνα με, σε συμφωνία με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forza

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha accresciuto molto la forza andando in palestra ogni giorno.
Έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη πηγαίνοντας στο γυμναστήριο κάθε μέρα.

ισχύς

sostantivo femminile (μόνος ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forza dell'economia ha ridotto la disoccupazione.
Η ισχύς της οικονομίας μείωσε την ανεργία.

δύναμη

sostantivo femminile (morale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I miei figli mi hanno dato una grande forza in questi momenti difficili.

το πόσο δυνατό ή ελαφρύ είναι ένα ποτό

sostantivo femminile (alcol, droghe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La forza del whisky lo prese di sorpresa e ben presto iniziò a sentire la testa che gli girava un po'.
Δεν περίμενε πως το ουίσκι ήταν τόσο δυνατό και σύντομα άρχισε να νιώθει ζαλισμένος.

δυνατό σημείο

L'onestà era il suo più grande punto di forza.
Το δυνατό του σημείο είναι η ειλικρίνειά του.

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo montacarichi ha molta forza e può sollevare un autocarro pesante.
Ο ανελκυστήρας έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί να σηκώσει ένα βαρύ φορτηγό.

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci servirà la forza di Steve per sollevare tutte queste scatole pesanti.

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forza del vento ha fatto cadere la palla di lato.
Η δύναμη του ανέμου ανάγκασε την μπάλα να πέσει προς το πλάι.

ορμή, ώθηση, φόρα

sostantivo femminile (di movimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alla fine la ruota perse forza e si fermò.
Η ρόδα κάποια στιγμή έχασε την ορμή (or: φόρα) της και σταμάτησε.

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molti pensano che la religione sia la forza del bene nel mondo.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια δύναμη καλού στον κόσμο.

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non ha la forza di alzare il braccio sopra la sua testa.

δύναμη

sostantivo femminile (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'esercitò usò la sua forza schiacciante per sconfiggere il nemico.

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una forza che mi spinge a telefonargli.

πειστικότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua argomentazione aveva molta forza.

κρέας

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È un uomo forte, ha più forza di Superman.

ισχύς

sostantivo femminile (di una valuta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forza del dollaro sta calando, mentre altre economie si stanno consolidando.

σφοδρότητα, ορμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forza della tempesta ha danneggiato diversi edifici.
Η σφοδρότητα της καταιγίδας κατέστρεψε αρκετά κτήρια.

σθεναρότητα, δυναμικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forza dell'annuncio del presidente lasciò di stucco i dipendenti.

ρώμη, δύναμη, σθεναρότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη χολοσκάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Forza! Perdere una partita non è la fine del mondo.
Μη χολοσκάς! Η ήττα σε έναν αγώνα δεν είναι το τέλος του κόσμου.

δύναμη, ένταση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campagna pubblicitaria ha avuto un gran forza.
Η διαφημιστική καμπάνια είχε μεγάλη πέραση.

ένταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il farmaco aiutò a lenire il dolore acuto.

δύναμη, ισχύς

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Avendo grande forza, l'esercito più grande fu in grado di sconfiggere la piccola milizia.

ένταση, σφοδρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tempesta ha raggiunto la sua massima intensità poco dopo mezzanotte.
Η καταιγίδα έφτασε τη μέγιστη έντασή της λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

σθένος, σφρίγος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ισχύς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci vorrà più impegno per completare questo incarico.

νεύρο

(μεταφορικά: πηγή δύναμης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δύναμη, ενεργητικότητα

(vigore fisico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha avuto bisogno di tutte le sue energie per pedalare in salita.
Χρειάστηκε όλες του τις δυνάμεις για να ποδηλατήσει στον ανήφορο.

άντε, βιάσου, γρήγορα

interiezione (muoviti)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dai! La festa inizia tra mezz'ora e ancora non ti sei neanche vestito.

κουράγιο

interiezione

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Coraggio, ce l'hai quasi fatta!
Κουράγιο Τζον, κοντεύεις!

πάμε

interiezione (incitamento a cavallo)

Che aspetti Silver? Forza!

δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Usò il martello con molta potenza, spaccando in due il ceppo con un solo colpo.
Χειρίστηκε τη βαριοπούλα με μεγάλη δύναμη, και έσχισε το κούτσουρο με ένα χτύπημα.

κορυφαίος

sostantivo femminile (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο υπολογιστής δεν υπάρχει.

αντοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάντο!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Vuoi comprare una macchina nuova? E io ti dico, sì vai!

ψηλά το κεφάλι

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Coraggio, finirà presto!

Κουράγιο!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Άντε!, Έλα!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Forza, che arriviamo in ritardo!
Άντε, βιάσου! Θ' αργήσουμε!

παραβιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ασκώ φυσική δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha forzato la porta.
Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα.

παραβιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (serrature, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ladro ha forzato la serratura.

ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ladri hanno scassinato la serratura usando un piede di porco.

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle si è fatto largo a forza aprendo la porta.

αναγκαστικός, εξαναγκαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La polizia trovò segni di ingresso forzato nella casa.

απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά

(από ανάγκη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.

αναγκαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le piante del mio giardino stanno crescendo vigorosamente.

δύναμη ψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Affrontare i tuoi nemici in battaglia richiederà indomitezza e coraggio.

σθένος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il filantropo dovrebbe essere premiato per il suo temperamento.

απαραίτητα

(ως λογική συνέπεια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Δεν είναι απαραίτητο ότι θα είμαι εδώ όταν επιστρέψεις.

έντονα, σφόδρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θέληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha completato il suo incarico con assoluta determinazione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο γάμος έγινε με δική της βούληση.

εργατικά χέρια

(καθομιλουμένη)

La fabbrica ha bisogno di assumere più manodopera per evadere questi ordini.
Το εργοστάσιο θα χρειαστεί να προσλάβει περισσότερα εργατικά χέρια για να εκτελέσει αυτές τις παραγγελίες.

δυναμίτης

(figurato: di persona) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δυναμικός

(volgare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με τη βία, με το ζόρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είναι να απορείς

interiezione (non c'è da meravigliarsi se)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per forza che fa freddo in casa, il riscaldamento è guasto! Per forza che il piccolo piange, bisogna cambiarlo.
Είναι λογικό που το μωρό κλαίει, η πάνα του θέλει άλλαγμα.

βαρύτητα

sostantivo femminile (φυσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I salti degli acrobati sembravano sfidare la gravità.

θέληση

sostantivo femminile (αποφασιστικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spesso non basta la forza di volontà per superare le dipendenze.
Η θέληση από μόνη της συνήθως δεν αρκεί για να ξεπεράσει κανείς τον εθισμό.

ανθρώπινο δυναμικό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδοστρωτήρας

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζουρλομανδύας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le infermiere hanno messo la camicia di forza ad un paziente perché era fuori controllo.

κλοπή αυτοκινήτου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέφτης, κλέφτρα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πειστικότητα επιχειρήματος, ισχύς επιχειρήματος, δύναμη επιχειρήματος

sostantivo femminile (argomento, teoria)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αόρατο χέρι

(guida nascosta) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'avvocato ha trascorso la sua vita a combattere contro la mano invisibile della corruzione.

θέληση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vorrei smettere di fumare ma purtroppo mi manca la forza di volontà.

ωμή βία

sostantivo femminile

Meglio usare il cervello che la forza bruta.

σωματική δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Laddove non poté l'intelletto poté la forza bruta.

υπερβολική πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανωτέρα βία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'assicurazione sulla spedizione non copre la pirateria o altre cause di forza maggiore.

δύναμη της βαρύτητας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forza di gravità della Luna è minore di quella terrestre.

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il suo punto di forza è l'abilità di parlare tanto in latino quanto in inglese.

ηθικό σθένος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυσική δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη της θέλησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εργατικό δυναμικό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'entità della forza lavoro aumenta quando la scuola chiude in estate.

αστυνομικό σώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη

sostantivo femminile

πλήρης ισχύς

sostantivo femminile

βαρυτική έλξη

sostantivo femminile

ανθρώπινο πνεύμα

sostantivo femminile

εσωτερική δύναμη

sostantivo femminile

σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Uno dei principali punti di forza di un manager è la capacità di trarre il meglio da tutti.

εργατικό δυναμικό

sostantivo femminile

La forza lavoro è in funzione sia dell'entità della popolazione che della percentuale di persone che vogliono lavorare.

υπερδύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παλιρροϊκή έλξη

συνεργιστική ουσία

χαρισματική προσωπικότητα

sostantivo femminile (figurato: di persona)

δύναμη πέδησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομική αρχή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκτόξευση απειλών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εφεδρικός στρατός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ολική ισχύ

δύναμη της συνήθειας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το δυνατό σημείο

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θεομηνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύμφωνα με, σε συμφωνία με

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I poliziotti hanno perquisito la casa in forza di un mandato firmato da un giudice.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.