Τι σημαίνει το grado στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grado στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grado στο Ιταλικό.

Η λέξη grado στο Ιταλικό σημαίνει βαθμός, βαθμός, μοίρα, βαθμός, βαθμός, βαθμός, βαθμός, κλιμάκιο, κλικ, επίπεδο, βαθμός, στάδιο, σημείο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, νταν, βαθμίδα, βαθμός, βαθμίδα, υπέροχα, θαυμάσια, ανάκριση, που πήρε προαγωγή, σπαζοκεφαλιά, τα καταφέρνω, κατώτερος, ανήμπορος, κατάλληλο για κυκλοφορία, φτερωμένος, πτερωμένος, μη θανατηφόρος, γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, ικανός για πτήση, έχει τη δυνατότητα πτήσης, με επίγνωση θέσης, συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά, ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση, στο μεγαλύτερο βαθμό, σε ποιόν βαθμό, δεν μπορώ, μπορώ, ικανότητα, παλαιότητα, τιμητική προαγωγή, πλοιαρχία, βαθμός συνταγματάρχη, ελευθερίες, υψηλότατος βαθμός, Άρειος Πάγος, απόλυτος βαθμός, που επηρεάζει, που επιδρά, πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος, ανεψιός από τον πρώτο ξάδερφο, τρίτου βαθμού, γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορούσα, δεν μπορώ, δεν μου αρέσει, είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ, σχεδόν γίνομαι, κπ με περνάω από ανάκριση, ανακρίνω, δεν μπορώ να κάνω κτ, συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά, περιπατητικός, κανονικός, δεν μπορώ, γρήγορος, υψηλού βαθμού, ξέρω, ικανός να κάνω κτ, μπορώ να κάνω κτ, μπορώ, ανώτερος, χαμηλότερη θέση ιεραρχίας, θείος, θεία, -, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, που έχει τα εφόδια, ανώτερος, μη δεκτικός, ανώτερος από κπ, Κελσίου, μπορώ να κάνω κτ, ανθεκτικός, με αυτοπεποίθηση, δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ, ενιαίο σχολείο, θετικός, -, μπορώ, πιέζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grado

βαθμός

sostantivo maschile (θερμοκρασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quindici gradi Celsius è approssimativamente equivalente a sessanta gradi Fahrenheit.
Δεκαπέντε βαθμοί Κελσίου είναι περίπου ίσοι με εξήντα βαθμούς Φαρενάιτ.

βαθμός

sostantivo maschile (militare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nicholas ha il grado di maggiore.
Ο Νίκολας έχει τον βαθμό του ταγματάρχη.

μοίρα

sostantivo maschile (angoli)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un angolo retto è di novanta gradi.
Η ορθή γωνία είναι ενενήντα μοίρες.

βαθμός

sostantivo maschile (ustioni) (κατάταξη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha un'ustione di terzo grado su metà del suo corpo.
Είχε εγκαύματα τρίτου βαθμού στο μισό σώμα της.

βαθμός

sostantivo maschile (crimini) (σοβαρότητα εγκλήματος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era indagato per omicidio di secondo grado.

βαθμός

sostantivo maschile (genealogia) (συγγένεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Teoricamente è mio cugino, ma siamo solo parenti di quinto grado.

βαθμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È un membro di quarto rango del circolo ricreativo.

κλιμάκιο

sostantivo maschile (militare, anche figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I gradi (or: ranghi) superiori dell'esercito sono molto leali nei confronti del presidente.

κλικ

sostantivo maschile (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'allenatore ha deciso di innalzare il livello degli allenamenti della squadra.
Ο προπονητής αποφάσισε να πάει την προπόνηση της ομάδας ένα κλικ πιο πέρα.

επίπεδο

sostantivo maschile (βαθμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Che grado hai raggiunto della gerarchia?
Τι επίπεδο έχει φτάσει στην ιεραρχία;

βαθμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il grado di Leo in Marina è E3.

στάδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono venti fasi separate in questo procedimento.
Αυτή η διαδικασία έχει είκοσι ξεχωριστά στάδια.

σημείο

(grado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'acqua ha raggiunto il punto di ebollizione.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(diritto)

Il caso dev'essere discusso da un tribunale di istanza superiore.

νταν

(arti marziali: livello di abilità) (πολεμικές τέχνες)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βαθμίδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joe spera di essere promosso a un livello più alto.
Ο Τζο ελπίζει να προαχθεί σε ανώτερη βαθμίδα.

βαθμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'era un alto livello di ostilità.
Υπήρχε μεγάλος βαθμός εχθρικότητας.

βαθμίδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spera di venire promosso al livello successivo.

υπέροχα, θαυμάσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il colori del tramonto erano estremamente belli.

ανάκριση

(figurato: interrogatorio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που πήρε προαγωγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I dipendenti promossi stanno dando buoni risultati nei loro nuovi ruoli.

σπαζοκεφαλιά

(condiziona il pensiero, le idee, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα καταφέρνω

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η Μάρθα είναι καλή στη δουλειά της, αλλά στις υπερωρίες δεν τα καταφέρνει γιατί κουράζεται γρήγορα.

κατώτερος

(σε ιεραρχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν είσαι υποχρεωμένος να χαιρετάς έναν κατώτερο αξιωματικό.

ανήμπορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non siamo in grado di impedire che il progetto di legge venga approvato.
Είμαστε ανήμποροι να σταματήσουμε αυτό το νομοσχέδιο από το να γίνει νόμος.

κατάλληλο για κυκλοφορία

(όχημα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se la tua auto non è registrata, non è sicura per la circolazione su strada.

φτερωμένος, πτερωμένος

locuzione aggettivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μη θανατηφόρος

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή

avverbio

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ικανός για πτήση, έχει τη δυνατότητα πτήσης

avverbio (ικανότητα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με επίγνωση θέσης

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il primo cugino di mio padre è il mio cugino di primo grado.

ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I difensori della squadra di calcio non furono in grado di evitare che il United facesse goal.

μερικώς, σε κάποιο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο μεγαλύτερο βαθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε ποιόν βαθμό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fino a che punto pensi che questo programma influenzi i giovani?
Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους;

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

μπορώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι μόνοι που μπορούν να αγοράσουν σπίτι σε αυτή την περιοχή είναι οι εκατομμυριούχοι.

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo anni di studio, Bill ha la capacità di suonare meravigliosamente il pianoforte.
Μετά από χρόνια εξάσκησης, ο Μπιλ έχει πλέον την ικανότητα να παίζει καλό πιάνο.

παλαιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ordine dei turni si basa sulla superiorità di grado per maggiore anzianità di servizio.

τιμητική προαγωγή

sostantivo maschile (militare) (στρατός)

πλοιαρχία

sostantivo maschile (ναυτιλία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαθμός συνταγματάρχη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ελευθερίες

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ai figli adolescenti è opportuno dare un certo grado di libertà, ma non troppo.

υψηλότατος βαθμός

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con questa vittoria ho raggiunto il più alto grado di soddisfazione possibile.

Άρειος Πάγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόλυτος βαθμός

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

που επηρεάζει, που επιδρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος

sostantivo maschile

ανεψιός από τον πρώτο ξάδερφο

(παιδί πρώτου ξαδέρφου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρίτου βαθμού

locuzione aggettivale (ustioni) (εγκαύματα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών

avverbio

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπορούσα

(παρατατικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando Samantha era piccola riusciva ad arrampicarsi sugli alberi alti.
Όταν η Σαμάνθα ήταν μικρή, μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα.

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim non può andare al picnic di sabato.
Ο Τιμ δεν μπορεί να πάει στο πικνίκ το Σάββατο.

δεν μου αρέσει

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non vedo di buon occhio le persone che non mi conoscono e mi chiamano "tesoro".
Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα».

είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono così stanco che non mi sento neanche in grado di andare alla festa.
Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν είμαι καν σε κατάσταση να πάω στο πάρτι.

σχεδόν γίνομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κπ με περνάω από ανάκριση

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν μπορώ να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non era in grado di scalare la montagna a causa della sua asma.
Δεν μπορούσε να ανέβει το βουνό λόγω του άσθματός του.

συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La figlia di mio cugino è una mia cugina di secondo grado.

περιπατητικός

locuzione aggettivale (formale) (επίσημο: ιατρική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il paziente è in grado di deambulare pur essendo ancora attaccato alla flebo.

κανονικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν μπορώ

(να κάνω κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi dispiace, non riesco a guardarti con quel cappello senza ridere.

γρήγορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il team del servizio clienti della compagnia è molto preparato alle domande.
Η ομάδα εξυπηρέτησης πελατών της εταιρείας απαντά γρήγορα (or: ανταποκρίνεται γρήγορα) στα ερωτήματα που λαμβάνει.

υψηλού βαθμού

sostantivo maschile (metallo)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei sa suonare il piano.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

ικανός να κάνω κτ, μπορώ να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alice dovrebbe candidarsi al ruolo di direttore. Credo che sia in grado di gestire la direzione.

μπορώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Claire non era in grado di raggiungere il barattolo sulla mensola più alta.

ανώτερος

(με γενική: κάποιου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In quanto product manager in capo, Paul è di livello più elevato rispetto a me.
Ως προϊστάμενος παραγωγής, ο Πωλ είναι ανώτερος μου.

χαμηλότερη θέση ιεραρχίας

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Reclute e coscritti entrano normalmente nelle forze armate al livello più basso.

θείος, θεία

sostantivo maschile (τα ξαδέρφια των γονιών μου)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

-

locuzione aggettivale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Per esempio: in grado di aiutare

έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια

(essere in grado) (να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'esercito non può permettersi di combattere su due fronti contemporaneamente.
Ο στρατός δεν έχει το περιθώριο (or: δεν έχει την πολυτέλεια) να πολεμά σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα.

που έχει τα εφόδια

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτερος

aggettivo (σε ιεραρχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un caporale è più alto in grado di un luogotenente?
Ο δεκανέας είναι ανώτερος από τον υπολοχαγό;

μη δεκτικός

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτερος από κπ

locuzione aggettivale

Gerald è il manager quindi è di grado superiore a Robert che è solo il vice manager.
Ο Τζέραλντ είναι ο διευθυντής και έτσι είναι ανώτερος από τον Ρόμπερτ, ο οποίος είναι μόνο βοηθός διευθυντή.

Κελσίου

sostantivo maschile (σε γενική: βαθμοί)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
L'acqua congela a zero gradi celsius.
Το νερό παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου.

μπορώ να κάνω κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono in grado di correre la 5 chilometri, ma non sono in grado di correre la maratona.
Μπορώ να τρέξω 5 χιλιόμετρα, αλλά ακόμα δεν μπορώ να βγάλω μαραθώνιο.

ανθεκτικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με αυτοπεποίθηση

locuzione aggettivale (θετικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενιαίο σχολείο

(solo in alcuni paesi)

Una volta terminata la scuola primaria, Emily frequenterà la scuola media pubblica locale.

θετικός

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi impareremo gli aggettivi al grado positivo, comparativo e superlativo.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non sono più in grado di stare in piedi tutta la notte.
Δεν μπορώ πια να μένω ξύπνιος όλη νύχτα.

μπορώ

(έχω γνώση, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un dottore può curare la gente in modo più estensivo di un'infermiera.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale, figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I poliziotti stavano facendo il terzo grado al sospetto sperando di estorcergli una confessione.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grado στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του grado

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.