Τι σημαίνει το sede στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sede στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sede στο Ιταλικό.

Η λέξη sede στο Ιταλικό σημαίνει τόπος διεξαγωγής, έδρα, έδρα, κατάστημα, έδρα, εγκαταστάσεις, γραφείο, επιχείρηση, εγκαταστάσεις, θέση, επαγγελματική στέγη, χώρος, κεντρικά, πισινός, κώλος, οπίσθια, πισινός, πισινός, ποπός, πισινός, κώλος, πισινός, πισινός, πισινά, οπίσθια, κώλος, πισινός, πισινός, πισινά, πισινός, ποπός, εξαρθρωμένος, γραφείο αθλητικού συλλόγου, στεγάζω, η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση, απασχολούμενος καλλιτέχνης, εκτός των εγκαταστάσεων, στην εστία, στο χώρο, εκτός των εγκαταστάσεων, κατά τη διάρκεια, τα κεντρικά, αρχηγείο, έδρα της εταιρείας, έδρα της εταιρίας, έδρα, Αγία Έδρα, κεκλεισμένων των θυρών, κεντρικά γραφεία, αλλαγή τόπου διεξαγωγής, κεντρικά γραφεία, έδρα κυβέρνησης, κτίριο Βουλής, κυβερνητικό κτίριο, βουλή, τόπος δραστηριοτήτων, έδρα, αρχηγείο, έδρα, Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησης, Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησης, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, επίδομα που καταβάλλεται λόγω διαβίωσης σε ακριβή περιοχή, έδρα κυβέρνησης, κεντρικό γραφείο, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, δικαστικά, βάση, στοά, χώρος, τόπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sede

τόπος διεξαγωγής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La sede dell'incontro annuale di solito era in campagna.

έδρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Presenta la tua denuncia alla sede della contea.

έδρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel palazzo è la sede dell'istituto di arti libere e scienze.

κατάστημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il ristorante ha aperto una nuova sede vicino a casa nostra.
Το εστιατόριο άνοιξε ένα καινούριο υποκατάστημα κοντά στο σπίτι μας.

έδρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sede della contea è a Columbia.

εγκαταστάσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il dottor Smith non è in sede oggi.
Ο Δρ. Σμιθ δεν είναι στο γραφείο σήμερα.

γραφείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sì, la nostra compagnia ha una sede a San Francisco.
Ναι, αυτή η εταιρία έχει γραφείο στο Σαν Φρανσίσκο. Τα γραφεία της εταιρείας μας βρίσκονται στη Μέιν Στριτ.

επιχείρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αστυνομία προειδοποίησε τον ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου ότι θα έκλειναν την επιχείρησή του αν συλλάμβαναν κάποιον να πουλάει ναρκωτικά στον χώρο του.

εγκαταστάσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
George è stato licenziato e gli è stato intimato di lasciare la sede immediatamente.
Ο Τζωρτζ απελύθη και του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τις εγκαταστάσεις άμεσα.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματική στέγη

sostantivo femminile (impresa, negozio)

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo luogo di incontro ospita concerti di musica e spettacoli di teatro.
Σε αυτόν τον χώρο διοργανώνονται συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.

κεντρικά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πισινός

(γλουτοί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quello che serve al tuo bambino così pigro è un calcio nel sedere.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με 2-3 ξυλιές στον πισινό, να δεις πώς θα κάτσει ήσυχα!

κώλος

(χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho scivolato sul fango e sono caduto con il sedere per terra.

οπίσθια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Olivia odia quando gli uomini le guardano il sedere.

πισινός

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πισινός, ποπός

(colloquiale) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Siediti là con le tue chiappe e lasciami stare!

πισινός

(persone) (καθομιλουμένη)

Durante la settimana bianca Abby è caduta e si è fatta male al sedere.

κώλος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando Billy spinse Johnny, questi cadde dritto sul sedere.

πισινός

sostantivo maschile (informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Metti il sedere su quella sedia, per favore.

πισινός

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mio padre mi schiaffeggiava sul sedere.

πισινά, οπίσθια

sostantivo maschile (glutei)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La mamma arrabbiata ha sculacciato il bambino nel sedere.
Θυμωμένη η μητέρα χτύπησε το παιδί στον πισινό (or: ποπό).

κώλος

sostantivo maschile (άκομψο, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un cane ha morso Drake nel sedere (or: fondoschiena)!
Ένα σκυλί δάγκωσε τον Ντρέικ στον πισινό!

πισινός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πισινός

sostantivo maschile (colloquiale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Shawna ha ballato e agitato il fondoschiena (or: sedere) tutta la notte!
Η Σώνα χόρευε και κουνούσε τον πισινό της όλη τη νύχτα!

πισινά

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

Signore, sta guardando il mio fondoschiena?

πισινός, ποπός

sostantivo maschile (eufemismo, anatomia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il padre diede al figlio disobbediente un rapido calcio sul didietro.
Ο πατέρας έριξε μια ξυλιά στα πισινά του ανυπάκουου γιου.

εξαρθρωμένος

(medicina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γραφείο αθλητικού συλλόγου

(sportivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La squadra tiene tutto il suo equipaggiamento al circolo.

στεγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo palazzo ospita il seminario.

η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση

(εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απασχολούμενος καλλιτέχνης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτός των εγκαταστάσεων

aggettivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στην εστία

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il novanta per cento degli studenti del primo anno vive in sede.

στο χώρο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτός των εγκαταστάσεων

avverbio

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nel mio lavoro dovevo andare fuori sede quattro giorni la settimana.
Η δουλειά μου περιλάμβανε εργασία εκτός γραφείου τέσσερις μέρες την εβδομάδα.

κατά τη διάρκεια

locuzione avverbiale (με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τα κεντρικά

sostantivo femminile

La sede centrale dell'azienda informatica è in California.

αρχηγείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una volta rientrato nella sede centrale, il capo iniziò a pensare a un nuovo progetto.

έδρα της εταιρείας, έδρα της εταιρίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La sede centrale dell'azienda è a New York.

έδρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sede centrale della nostra azienda è ora all'estero perché siamo stati acquisiti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα κεντρικά γραφεία του ομίλου μεταφέρθηκαν σε νέα διεύθυνση.

Αγία Έδρα

sostantivo femminile (Vaticano)

Lunedì la Santa Sede ha rilasciato un messaggio di condanna contro la violenza e un appello ad una risoluzione pacifica della crisi.

κεκλεισμένων των θυρών

(negoziazioni)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le discussioni riguardo al loro manifesto si sono svolte in separata sede.

κεντρικά γραφεία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I documenti vanno spediti alla nostra sede principale.

αλλαγή τόπου διεξαγωγής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'è stato un cambio di sede per la riunione.

κεντρικά γραφεία

sostantivo femminile

La sede centrale è a Londra, ma abbiamo delle filiali anche a Bristol e Leeds.

έδρα κυβέρνησης, κτίριο Βουλής

sostantivo femminile (palazzo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυβερνητικό κτίριο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βουλή

(κτίριο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τόπος δραστηριοτήτων

(επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έδρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχηγείο

sostantivo femminile (general headquarters) (στρατού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έδρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησης

sostantivo femminile (agenzia britannica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω ως βάση, έχω ως έδρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο σύμβουλος είχε ως βάση (or: έδρα) το Μαϊάμι, αλλά εργαζόταν σε ολόκληρη τη χώρα.

επίδομα που καταβάλλεται λόγω διαβίωσης σε ακριβή περιοχή

sostantivo femminile (Gran Bretagna)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lo stipendio per questo lavoro comprende l'indennità di sede a Londra.

έδρα κυβέρνησης

sostantivo femminile (città, capitale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κεντρικό γραφείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sede centrale di Microsoft è a Seattle.

έχω ως βάση, έχω ως έδρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Φερνάντο έχει ως βάση το γραφείο της εταιρείας στο Σάο Πάολο.

δικαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βάση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Carolina del Nord è sede di molte aziende, compresa la Bank of America.
Η Βόρεια Καρολίνα αποτελεί τη βάση πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας των ΗΠΑ.

στοά

sostantivo femminile (confraternita, associazione) (μασωνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confraternita si è riunita presso la sede locale.

χώρος, τόπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il giudice fissò la sede processuale.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sede στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.