Τι σημαίνει το fine στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fine στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fine στο Ιταλικό.
Η λέξη fine στο Ιταλικό σημαίνει τέλος, τέλος, τέλος, τέλος, σκοπός, τέλος, τέλος, Τέλος, σκοπός, τέλος, το τέλος, καταστροφή, καταστροφή, δεύτερο μέρος περιόδου, εκλεπτυσμένος, ντελικάτος, ευγενικός, αβρός, εκλεπτυσμένος, τέλος, τέρμα, πέρας, τέλος, κλείσιμο, λεπτός, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένος, τέλος, διακοπή, τέλος, φινάλε, εδώ είναι το τέρμα, τέλος, κομψός, επιδέξιος, ευφυής, ντελικάτος, λεπτός, τελειώνω, βάζω τέλος, ατέρμων, ατελείωτος, υπέρλεπτος, ατελείωτος, για να, αποτυγχάνω, καταλήγω, διακόπτω, ατελείωτος, ατελείωτος, ατέλειωτος, στοπ, πιο απαλός, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, με την πάροδο του χρόνου, στο τέλος, απ'την αρχή ως το τέλος, αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, πριν το τέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fine
τέλοςsostantivo femminile (έκβαση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La storia mi ha preso dalla prima riga alla fine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο διαιτητής σφύριξε τον τερματισμό του αγώνα. |
τέλος(το πιο μακρινό μέρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abitano alla fine della via. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μένουν στην άλλη άκρη του δρόμου. |
τέλοςsostantivo femminile (όριο: χρόνος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Traslochiamo alla fine del mese. Μετακομίζουμε στο τέλος του μήνα. |
τέλοςsostantivo femminile (όριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non c'è fine ai tuoi problemi? Θα έχουν, ποτέ, τελειωμό τα προβλήματά μας; |
σκοπόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fine giustifica i mezzi? Τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; |
τέλοςsostantivo femminile (morte) (ευφημισμός: θάνατος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha incontrato una fine prematura. Είχε πρόωρο τέλος. |
τέλοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È la fine del mondo come lo conosciamo. Είναι το τέλος του κόσμου που γνωρίσαμε ως τώρα. |
Τέλοςsostantivo femminile (film) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sullo schermo apparve la scritta "Fine" a caratteri cubitali. |
σκοπόςsostantivo maschile (επίτευξη στόχου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A quale scopo stiamo facendo tutto questo? Με ποιο σκοπό τα κάνουμε όλα αυτά; |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I computer hanno segnato la fine delle macchine da scrivere. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτέλεσαν την αιτία για το τέλος της γραφομηχανής. |
το τέλος
|
καταστροφή(figurato: disastro) (για κάποιον/κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se finisce nelle mani sbagliate, per il mondo libero sarà la rovina. Αν αυτό πέσει στα λάθος χέρια, θα είναι καταστροφή για τον ελεύθερο κόσμο. |
καταστροφή(figurato: disastro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se non arrivano al più presto i rinforzi, sarà la fine. Αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις σύντομα, θα έρθει το τέλος. |
δεύτερο μέρος περιόδουsostantivo femminile (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ruth ha colpito un fuori gioco alla fine del nono inning. |
εκλεπτυσμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Helen passa il tempo con un gruppo di persone molto intelligenti, sono tutti molto raffinati. Η Χέλεν περνά το χρόνο της με μια ομάδα πολύ έξυπνων ανθρώπων. Είναι όλοι τους πολύ εκλεπτυσμένοι. |
ντελικάτος(oggetto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Isabelle ha un aspetto troppo delicato per essere una maratoneta. |
ευγενικός, αβρός, εκλεπτυσμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Clive era un tipo fine che indossava sempre le ghette sopra alle scarpe. |
τέλος, τέρμα, πέρας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τέλος, κλείσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La coda del discorso ispirò numerose domande da parte del pubblico. |
λεπτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha capelli molto fini. Έχει πολύ λεπτή τρίχα. |
εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sam ha dei modi perfetti: è molto raffinato. Ο Σαμ έχει άψογους τρόπους, είναι πολύ εκλεπτυσμένος. |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ai fan non è piaciuto il finale dello show televisivo. Το τέλος της σειράς δεν άρεσε στους τηλεθεατές. |
διακοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le due aziende raggiunsero un accordo sul termine del contratto. |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono quasi al termine, devo solo scrivere una conclusione. Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα. |
φινάλε
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Vogliamo portare a termine il progetto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το φινάλε ήταν δραματικό και οι γηπεδούχοι νίκησαν τους φιλοξενούμενους. |
εδώ είναι το τέρμα(specifico: mezzo di trasporto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La conferenza è giunta a conclusione. Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του. |
κομψός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ellen è molto elegante, ha sempre un aspetto magnifico. Η Έλεν είναι πολύ κομψή. Πάντα είναι υπέροχη. |
επιδέξιος, ευφυήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Smith è un fine scrittore che sa come sviluppare una trama complessa. |
ντελικάτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεπτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il materiale di questa sciarpa è così sottile che puoi addirittura vederci attraverso. |
τελειώνω(φέρνω σε τέλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei ha messo fine alla loro relazione dopo solo due mesi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες. |
βάζω τέλοςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La pioggia ha messo fine al nostro progetto di giocare a tennis. Η βροχή έθεσε τέρμα στα σχέδιά μας να παίξουμε τένις. |
ατέρμων, ατελείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci è toccato soffrire ascoltando l'interminabile chiacchiericcio di Bob sui suoi successi. |
υπέρλεπτοςaggettivo (πολύ λεπτός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ατελείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo spazio è infinito. |
για να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non serve una laurea per lavorare come accompagnatore. Per viaggiare all'estero devi avere un passaporto valido. Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο. |
αποτυγχάνω(δεν επιτυγχάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto è fallito perché hanno finito i soldi. Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα. |
καταλήγωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto interrompere la vacanza quando Jim si è rotto la caviglia. |
ατελείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ατελείωτος, ατέλειωτος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Τζούλια οδηγούσε το αμάξι της κατά μήκος ενός ατέλειωτου αυτοκινητόδρομου. |
στοπ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Spingere il carrello finché non raggiunge il fermo. |
πιο απαλόςaggettivo (υφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il legno del frassino è di grana più fine di quello della quercia. |
εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alla fine, nessuno tranne il paziente ha il diritto di rifiutare le cure. Εν τέλει κανείς άλλος εκτός από τον ασθενή δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία. |
με την πάροδο του χρόνου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ti dimenticherai di lui con il passare del tempo. |
στο τέλοςavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non ho ancora visto il film, non dirmi cosa succede alla fine. |
απ'την αρχή ως το τέλοςavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho letto quella relazione di 400 pagine, dall'inizio alla fine. |
αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμεναlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Parlò dei suoi figli per ore senza sosta. |
εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Detto questo, non hai alcun diritto di avere un'opinione in merito. |
πριν το τέλοςavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avevo già capito la soluzione del caso alla fine del primo capitolo. Alla fine della giornata di solito sono esausto. Πριν το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, μπορούσα να μαντέψω τη λύση του μυστηρίου. Είμαι συνήθως εξαντλημένος πριν το τέλος της μέρας. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fine στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fine
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.