Τι σημαίνει το secco στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης secco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του secco στο Ιταλικό.
Η λέξη secco στο Ιταλικό σημαίνει ξεραίνω, καίω, ενοχλώ, ενοχλώ, σκληραίνω, ενοχλώ, πρήζω, μαζεύω, ζαρώνω, μαραζώνω, ενοχλώ, εκνευρίζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, κατεβάζω, γίνομαι εκνευριστικός, βάζω σε κόπο, ενοχλώ, ενοχλώ, πειράζω, νευριάζω, εκνευρίζω, αποξηραμένος, ξηρός, άνυδρος, με γωνίες, αποφθεγματικός, ξερός, απότομος, άμεσος, ευθύς, ξερός, άνυδρος, έχει ξηρασία, αποξηραμένος, αποξηραμένος, κοκαλιάρης, ξερός, μαραμένος, απότομος, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος, μαραμένος, απότομος, κοφτός, ωμός, ξερός, ξεραίνομαι, οξύς, κατηγορηματικός, απερίφραστος, που σπάει, ξεραίνομαι, στεγνώνω, ξεραίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης secco
ξεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sole caldo seccava il deserto. |
καίω(μεταφορικά: λόγω παγετού) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο παγετός έκαψε τα λουλούδια. |
ενοχλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente che salta la coda mi irrita. Οι άνθρωποι που προσπερνάνε την ουρά με εκνευρίζουν. |
ενοχλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non infastidire tuo fratello mentre studia. Μην ενοχλείς τον αδερφό σου ενώ μελετά. |
σκληραίνω(κάτι: λόγω θερμότητας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vialetto è tutto infangato ora, ma presto il sole lo seccherà. Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα. |
ενοχλώverbo transitivo o transitivo pronominale |
πρήζωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi turba l'idea di aver dimenticato di mettere in valigia una cosa importante. |
μαζεύω, ζαρώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαραζώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quelle piante appassiranno se non le annaffi regolarmente. |
ενοχλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio fratello piccolo non fa che darmi fastidio. Ο μικρός μου αδερφός με ενοχλεί όλη την ώρα. |
εκνευρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκνευρίζω, ενοχλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sorriso compiaciuto di Bob non fa altro che irritarmi! |
πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio figlio fa sempre i dispetti alla sorellina, non c'è verso che la lasci in pace. |
κατεβάζω(informale, bevande) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho seccato un whisky e ne ho ordinato subito un altro. |
γίνομαι εκνευριστικόςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) L'insegnante stava parlando da un'ora e la sua voce acuta iniziava a dare fastidio. Η δασκάλα μιλούσε επί μία ώρα και η τσιριχτή φωνή της άρχιζε να γίνεται εκνευριστική. |
βάζω σε κόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarah non voleva dare fastidio alla sua ospite mentre alloggiava a casa sue e per questo noleggiò una macchina. Η Σάρα δεν ήθελε να βάλει σε κόπο την οικοδέσποινά της όσο έμενε μαζί της και έτσι νοίκιασε αυτοκίνητο. |
ενοχλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I venditori ambulanti infastidiscono sempre Karen quando cammina per le strade del centro. Πλασιέ στο δρόμο πάντα ενοχλούν την Κάρεν όταν περπατά στο κέντρο της πόλης. |
ενοχλώ, πειράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non mi seccare, sto cercando di concentrarmi. |
νευριάζω, εκνευρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποξηραμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'uvetta è un grappolo d'uva seccato. Οι σταφίδες είναι αποξηραμένα σταφύλια. |
ξηρός(vino) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non le piacciono i vini secchi. Non sono abbastanza dolci per lei. |
άνυδρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με γωνίες(για πρόσωπο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποφθεγματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξερόςaggettivo (τροφή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I cracker erano secchi. Τα μπισκότα ήταν ξερά. |
απότομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άμεσος, ευθύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo netto rifiuto a parlare era molto frustrante. |
ξερός, άνυδροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alcune parti della Spagna sono secche come il deserto. |
έχει ξηρασίαaggettivo (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Qui in giro è secco da un paio di mesi. |
αποξηραμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αποξηραμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La frutta secca è un ottimo snack. Τα αποξηραμένα φρούτα είναι ένα καλό σνακ. |
κοκαλιάρηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jessica non è semplicemente snella, è secca. Η Τζέσικα δεν είναι απλώς αδύνατη, είναι κοκαλιάρα. |
ξερός, μαραμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απότομοςaggettivo (μτφ: συμπεριφορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος, μαραμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La foglia raggrinzita si ridusse in polvere tra le due dita. |
απότομος, κοφτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non dovresti fare commenti duri al tuo capo. |
ωμός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'affermazione brusca di Sally ha scioccato i suoi amici. Το ωμό σχόλιο της Σάλι σόκαρε τους φίλους της. |
ξερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo guardò le pianure aride di quel paese caldo. Ο άντρας κοιτούσε τις ξερές πεδιάδες της ζεστής χώρας του. |
ξεραίνομαιaggettivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ellen ha usato il pane del giorno prima per preparare il pane grattugiato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν σου φαίνεται ξερό (or: ξεραμένο) το ψωμί, μπορείς να το βουτήξεις στο γάλα σου. |
οξύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha dato un forte sculaccione al bambino. |
κατηγορηματικός, απερίφραστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha smentito in modo deciso che stesse giocando d'azzardo. |
που σπάειaggettivo (μεταφορικά: φωνή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La voce acuta della professoressa mise fine ai sogni ad occhi aperti di Ben. |
ξεραίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuocere troppo i cibi li rinsecchisce rovinandone il gusto. Το υπερβολικό ψήσιμο κάνει το κρέας να ξεραθεί. |
στεγνώνω, ξεραίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του secco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του secco
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.