Τι σημαίνει το seconda στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seconda στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seconda στο Ιταλικό.
Η λέξη seconda στο Ιταλικό σημαίνει δευτέρα, δεύτερη, δευτέρα, δεύτερη, δευτέρα, δεύτερη βάση, δευτερόλεπτο, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, βοηθός, δεύτερο, στιγμή, ο δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερον, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, σε συμφωνία με κτ, σε συμμόρφωση με κτ, σύμφωνα, σύμφωνα με, στιγμή, στιγμούλα, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, σύμφωνα, ανάλογα, σύμφωνα με, σύμφωνα με, ανάλογα με, σύμφωνα με, σύμφωνα με, με βάση, στιγμή, συμπληρωματικός, μισό δευτερόλεπτο, ανθυποπλοίαρχος, επιλαχών, για, κατά δεύτερον, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, λεπτό, λεπτάκι, δευτέρα δημοτικού, ανάλογα με κτ, ανάλογα με κτ, δεύτερη βάση, προϊόν δεύτερης διαλογής, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, φάρμα, όχι αρκετά καλός, τέλη, μεταχειρισμένος, οικονομική θέση, που έχει μεταβιβαστεί, που έχει μεταδοθεί, που έχει δοθεί, δεύτερης διαλογής, μεταχειρισμένος, όπως έχουν τα πράγματα, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, εποχιακά, εποχικά, ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με τις περιστάσεις, κατά περίσταση, επαναδιορισμός, οικονομική θέση, ρούχο από δεύτερο χέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seconda
δευτέρα, δεύτερηsostantivo femminile (musica) Il prossimo cambio d'accordo è una seconda. |
δευτέρα, δεύτερηsostantivo femminile In salita, scalare in seconda. Όταν είσαι σε λόφο, να βάζεις δευτέρα. |
δευτέρα(concerto) (στη μουσική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δεύτερη βάσηsostantivo femminile (baseball) Il runner ha rubato la seconda base. |
δευτερόλεπτοsostantivo maschile (tempo) (χρονική περίοδος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un minuto dura sessanta secondi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν δεν κλείσεις την τηλεόραση σε δέκα δεύτερα θα σε μαλώσω. |
δεύτεροςaggettivo (di una serie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è la seconda tappa del nostro viaggio. Αυτό είναι το δεύτερο σκέλος του ταξιδιού μας. |
δεύτεροςaggettivo (in classifica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mia sorella ha vinto la corsa e io sono arrivato secondo. |
δεύτεροςaggettivo (in seconda posizione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra squadra è arrivata seconda. Jane è stata la prima, e Claire è arrivata seconda. Η ομάδα μας ήρθε στη δεύτερη θέση. Η Τζέιν ήρθε πρώτη και η Κλαιρ δεύτερη. |
δεύτεροςaggettivo (musica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I secondi violini suonavano scordati. |
βοηθόςsostantivo maschile (pugilato) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il secondo del pugile ha gettato la spugna. |
δεύτεροsostantivo maschile Le coordinate sono trenta gradi, due minuti e dieci secondi nord. |
στιγμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha distolto lo sguardo solo per un secondo. Τράβηξε το βλέμμα του για μια στιγμή μόνο. |
ο δεύτεροςsostantivo maschile (monarchia, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Charles II fu re d'Inghilterra dal 1660 al 1685. Ο Κάρολος ο Δεύτερος ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 1660 ως το 1685. |
δεύτεροςaggettivo (εναλλακτικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il blu è la mia seconda scelta. |
δεύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorrei un'altra tazza di tè, per cortesia. |
δεύτερον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In primo luogo non può permettersi una macchina, in secondo luogo non sa guidare. |
αμέσως καλύτερος, επιλαχών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε συμφωνία με κτpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Secondo la legge, devi pagare le tasse. |
σε συμμόρφωση με κτ(una norma, un canone) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύμφωναpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Secondo David, il concerto è stato molto bello. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ, η συναυλία ήταν πολύ καλή. |
σύμφωνα μεpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Secondo molte persone di una certa età, i giovani d'oggi hanno troppa libertà. |
στιγμή, στιγμούλα(figurato: attimo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aspetta un secondo, prendo il cappotto e vengo con te. |
που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύμφωνα, ανάλογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I bambini si misero in fila secondo la loro altezza, dal più basso al più alto. Τα παιδιά παρατάχθηκαν ανάλογα με το ύψος τους, από το πιο κοντό στο πιο ψηλό. |
σύμφωνα με
Preparate il pane secondo la ricetta. Φτιάξε ψωμί σύμφωνα με τη συνταγή. |
σύμφωνα με, ανάλογα με
Οι μισθοί καθορίζονται ανάλογα με την εμπειρία. |
σύμφωνα μεpreposizione o locuzione preposizionale Lui fa tutto secondo il libro. |
σύμφωνα με, με βάσηpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo le nuove regole, hai molti poteri. |
στιγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sembrava che fosse tutto finito in un solo istante. Ήταν σαν να τελειώσαν όλα σε μια στιγμή. |
συμπληρωματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισό δευτερόλεπτοsostantivo maschile (figurato: breve tempo) Aspetta, sono da te in un secondo! |
ανθυποπλοίαρχοςsostantivo maschile (navigazione) (ναυτικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il capitano si affidò moltissimo all'esperienza del suo secondo per portarli attraverso la barriera corallina. |
επιλαχώνsostantivo maschile (μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) Linda vinse il concorso della scuola e la sua amica Amy fu la seconda. |
για
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Αυτός είναι άντρας του γούστου μου! |
κατά δεύτερον(κατά δεύτερο λόγο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αναπληρωτής, αναπληρώτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il sindaco era malato, quindi il suo vice ha partecipato all'incontro al suo posto. Ο δήμαρχος ήταν άρρωστος, οπότε ο αναπληρωτής του έπρεπε να παρευρεθεί στη συνεδρίαση αντί για εκείνον. |
λεπτό, λεπτάκιsostantivo maschile (informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δευτέρα δημοτικούsostantivo femminile (scuola) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Negli Stati Uniti di solito i bambini hanno circa sette anni quando iniziano la seconda elementare. |
ανάλογα με κτpreposizione o locuzione preposizionale A seconda del tempo, deciderò se fare o meno campeggio questo fine settimana. |
ανάλογα με κτpreposizione o locuzione preposizionale Con questa ricetta si fanno 24 o 30 biscotti, a seconda delle dimensioni di ciascuno. Η συνταγή βγάζει 24 με 30 μπισκότα, ανάλογα με το μέγεθος. |
δεύτερη βάσηlocuzione avverbiale (baseball) Stevens gioca in seconda base. |
προϊόν δεύτερης διαλογήςsostantivo plurale maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Conosco un negozio che vende vestiti di seconda mano a prezzi molto buoni. |
διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας(acronimo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φάρμα(solo se villa o grande casa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo una tenuta vicino ai monti dove andiamo a passare i fine settimana. Έχουμε μια φάρμα κοντά στα βουνά και πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα. |
όχι αρκετά καλός(υποτιμητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Margot non voleva accontentarsi di un ripiego per il suo abito di matrimonio. |
τέλη(στο τελευταίο μέρος) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sposò una donna di quarant'anni avanzati. Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60. |
μεταχειρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
οικονομική θέσηsostantivo femminile (mezzi di trasporto) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho acquistato un biglietto di seconda classe perché costava molto meno. |
που έχει μεταβιβαστεί, που έχει μεταδοθεί, που έχει δοθείlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La maggior parte dei bambini indossava vestiti di seconda mano. |
δεύτερης διαλογήςlocuzione aggettivale (κακής ποιότητας) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μεταχειρισμένοςlocuzione aggettivale (usato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
όπως έχουν τα πράγματα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Applicare la pomata sulla ferita al bisogno. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Assumere i farmaci antidolorifici secondo necessità. |
εποχιακά, εποχικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με τις περιστάσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Altre fonti di finanziamento potrebbero essere disponibili a seconda delle circostanze. |
κατά περίστασηlocuzione avverbiale |
επαναδιορισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οικονομική θέσηsostantivo femminile (ferrovia) È più economico viaggiare in seconda classe che in quella normale. Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό. |
ρούχο από δεύτερο χέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bill si è abituato a indossare gli abiti dismessi di suo fratello. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seconda στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.