Τι σημαίνει το scuola στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scuola στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scuola στο Ιταλικό.

Η λέξη scuola στο Ιταλικό σημαίνει σχολείο, σχολείο, σχολείο, σχολείο, σχολή, σχολείο, σχολείο, νηπιαγωγείο, σχολικό κτήριο, ακαδημία, λύκειο, εκπαίδευση, βρεφονηπιακός σταθμός, παιδικός σταθμός, μεντρεσές, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, παιδικός σταθμός, εξωσχολικός, ιδιωτικό σχολείο, όλου του σχολείου, στο σχολείο, μετά το σχολείο, επιστροφή στο σχολείο, σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις, λύκειο, αδικαιολόγητη απουσία, απών, απούσα, Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, συμμαθητής, προνήπιο, διοίκηση επιχειρήσεων, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, γυμνάσιο, η παλιά σχολή, σχολείο για μαθητές ως 12 ετών που τους προετοιμάζει για ιδιωτικό σχολείο, ιδιωτικό δημοτικό, ιδιωτικό σχολείο, μαθητής, μαθήτρια, δευτεροβάθμιο σχολείο, δραματική σχολή, τμήμα καλών τεχνών, σχολή καλών τεχνών, σχολείο καλών τρόπων, παιδικός σταθμός, σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως, δάσκαλος οδήγησης, συμμαθητής, ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, Νομική, ιατρική σχολή, μουσικό σχολείο,κολλέγιο, νυχτερινό σχολείο, νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο, σχολή ιππασίας, σχολική ημέρα, πολυτεχνείο, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, σχολή σχεδίου, κολλέγιο, σχολή σκέψης, αυλή, λύκειο, δημόσιο σχολείο, κατηχητικό, τεχνικό κολλέγιο, επαγγελματικό λύκειο, ενιαίο σχολείο, δημοτικό σχολείο, απολυτήριο λυκείου, ιδιωτικό σχολείο, σχολή αισθητικής, καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο, σχολή μαγειρικής, οδοντιατρική σχολή, δάσκαλος, δασκάλα, προσχολική εκπαίδευση, σχολείο κωφών, τοποθέτηση δασκάλου, ασφάλεια σχολείου, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης, μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, νηπιαγωγείο, τελευταίο έτος, θερινό σχολείο, θερινό κατηχητικό σχολείο, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, σχολή εκμάθησης καλών τρόπων, τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου, τρίτη δημοτικού, δέκατη τάξη, σχολή οδηγών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scuola

σχολείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tutti devono andare a scuola da bambini.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. «Το σχολειό μου ήταν δίπλα σε αυτή την εκκλησία», είπε η ηλικιωμένη κυρία.

σχολείο

sostantivo femminile (materna, elementare)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Va alla scuola elementare locale.
Πηγαίνει στο τοπικό δημοτικό σχολείο.

σχολείο

sostantivo femminile (media, media superiore)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho fatto due anni di spagnolo a scuola.
Έκανα δύο χρόνια ισπανικά στο σχολείο.

σχολείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La scuola è obbligatoria per i bambini in Francia dall'età di sei anni.

σχολή

sostantivo femminile (pensiero, stile) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Scuola Fiorentina è stata fondata da Giotto. Come filosofo fa parte della scuola platonica.

σχολείο

sostantivo femminile (gli studenti)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È stato fatto un oltraggio a tutta la scuola quando il preside è stato licenziato.

σχολείο

sostantivo femminile (edificio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa scuola fu costruita nel 1956.

νηπιαγωγείο

sostantivo femminile (primo anno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate ha mandato sua figlia a scuola all'età di 5 anni.
Η Κέιτ πήγε την κόρη της στο νηπιαγωγείο στην ηλικία των 5.

σχολικό κτήριο

(edificio)

ακαδημία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo le superiori frequentò una scuola di cucina.

λύκειο

(3 τελευταία χρόνια Ββάθμιας εκπαίδευσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το γυμνάσιο έχει καινούργιο καθηγητή γαλλικών.

εκπαίδευση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha finito la scuola a quattordici anni.
Τέλειωσε την εκπαίδευσή της στην ηλικία των 14 ετών.

βρεφονηπιακός σταθμός, παιδικός σταθμός

Τα παιδιά ξεκίνησαν να πηγαίνουν στον βρεφονηπιακό σταθμό στην ηλικία των 3 ετών.

μεντρεσές

(ισλαμικό διδασκαλείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(saltare la scuola, idiomatico) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παιδικός σταθμός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I bambini erano ancora all'asilo così la madre ebbe il tempo di andare a fare la spesa.
Τα παιδιά ήταν ακόμη στον παιδικό σταθμό και έτσι η μαμά είχε χρόνο να πάει για ψώνια.

εξωσχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιωτικό σχολείο

Fu mandato a tredici anni in un collegio molto costoso.

όλου του σχολείου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sara non è a casa al momento: è a scuola.

μετά το σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'insegnante chiese a Kyle di trattenersi dopo l'orario scolastico perché finisse i compiti.

επιστροφή στο σχολείο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gli ispettori l'hanno classificata come scuola scadente.

λύκειο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Poco fuori città ha aperto una nuova scuola secondaria privata.

αδικαιολόγητη απουσία

Derek è stato sospeso per ripetute assenze ingiustificate.

απών, απούσα

sostantivo maschile

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Non importa quale sia la ragione; se non eri presente a scuola, e non hai una giustificazione dei genitori, sei un assente ingiustificato.

Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

sostantivo maschile (UK)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Gli studenti dell'Inghilterra, del Galles e dell'Irlanda del Nord fanno gli esami finali della scuola superiore in diverse materie.

συμμαθητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joey è un compagno di classe di Harry.

προνήπιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διοίκηση επιχειρήσεων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Julia studia per un master in marketing alla scuola di business.

πρωτοβάθμια εκπαίδευση

sostantivo femminile (επίσημο)

Karen inizierà la scuola elementare l'anno prossimo.
Η Κάρεν θα πάει σχολείο του χρόνου.

γυμνάσιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen è al terzo anno di scuola media.

η παλιά σχολή

sostantivo femminile (figurato: tradizioni) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Davies appartiene alla vecchia scuola dei telecronisti sportivi.

σχολείο για μαθητές ως 12 ετών που τους προετοιμάζει για ιδιωτικό σχολείο

sostantivo femminile (Regno Unito)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha frequentato una costosissima scuola primaria privata.

ιδιωτικό δημοτικό

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La scuola primaria privata offre insegnamento a circa 150 ragazzi.

ιδιωτικό σχολείο

sostantivo femminile

Sei andato a una scuola pubblica o privata?

μαθητής, μαθήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

δευτεροβάθμιο σχολείο

sostantivo femminile

Domani Jimmy inizierà la scuola secondaria.
Ο Τζίμι ξεκινάει αύριο το γυμνάσιο.

δραματική σχολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τμήμα καλών τεχνών

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quest'anno la scuola di belle arti ha accolto cinquanta nuovi studenti.

σχολή καλών τεχνών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολείο καλών τρόπων

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le scuole di buone maniere erano piuttosto diffuse agli inizi del secolo scorso.

παιδικός σταθμός

(sotto i 3 anni)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Alcune aziende hanno degli asili nido interni per i figli delle proprie dipendenti.

σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Per le persone che abitano in aree molto remote le scuole per corrispondenza possono essere l'unica opzione.
Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.

δάσκαλος οδήγησης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un istruttore di scuola guida deve essere dotato di pazienza e sangue freddo.

συμμαθητής

sostantivo maschile (di scuola)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha cambiato scuola perché non andava d'accordo con i suoi compagni.

ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές

sostantivo femminile (ΗΠΑ)

Cosa hai intenzione di fare dopo aver completato la scuola di specializzazione?
Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν τελειώσεις το ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές;

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

(12-15 ετών)

Ho iniziato a studiare spagnolo (e a frequentare le ragazze) quando ero uno studente delle superiori.

Νομική

sostantivo femminile (εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si è laureato alla facoltà di legge con 110 e lode.

ιατρική σχολή

sostantivo femminile

Voglio diventare un medico, perciò dovrò passare molti anni nella scuola di medicina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλω να γίνω γιατρός και έτσι θα περάσω πολλά χρόνια στην ιατρική σχολή. Από ποια ιατρική σχολή αποφοίτησε ο γιατρός σου;

μουσικό σχολείο,κολλέγιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νυχτερινό σχολείο

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto imparando il russo a una scuola serale ogni martedì sera.

νηπιαγωγείο

(υποχρεωτική εκπαίδευση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mia figlia di tre anni va alla scuola materna poiché io devo andare al lavoro.

δημοτικό σχολείο

C'è una scuola elementare molto buona nella zona in cui ci trasferiremo.
Υπάρχει ένα πολύ καλό δημοτικό σχολείο στην περιοχή που θα μετακομίσουμε.

σχολή ιππασίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ragazzina frequentava una scuola di equitazione con lezioni settimanali.

σχολική ημέρα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giorno di scuola inizia alle 8 e termina alle 14:15.

πολυτεχνείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολή σχεδίου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κολλέγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se vuoi fare il maestro dovrai andare alla scuola magistrale. La scuola magistrale ti prepara al lavoro di docente.
Αν θες να γίνεις δάσκαλος, θα πρέπει να πας σε παιδαγωγική ακαδημία. Μια παιδαγωγική ακαδημία μπορεί να σε προετοιμάσει για να δουλέψεις σαν δάσκαλος.

σχολή σκέψης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Markham e Fishburn appartengono a scuole di pensiero molto diverse.

αυλή

sostantivo maschile (σχολείου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λύκειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημόσιο σχολείο

sostantivo femminile

κατηχητικό

(chiese evangeliche)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I ragazzi leggono insieme episodi della Bibbia alla scuola domenicale.

τεχνικό κολλέγιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A sedici anni sono andato alla scuola professionale per apprendere alcune materie tecniche che mi sarebbero servite per il lavoro.

επαγγελματικό λύκειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alcuni si iscrivono agli istituti professionali per imparare vari mestieri.

ενιαίο σχολείο

sostantivo femminile (χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις)

δημοτικό σχολείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Di norma i bambini iniziano la scuola elementare a cinque o sei anni. Mia moglie insegnava in una scuola elementare.
Τα παιδιά ξεκινούν συνήθως το δημοτικό σχολείο στην ηλικία των πέντε ή έξι ετών.

απολυτήριο λυκείου

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per molti lavori occorre almeno un diploma di scuola superiore.

ιδιωτικό σχολείο

sostantivo femminile (UK)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολή αισθητικής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο

sostantivo femminile

Sua madre lo mandò alla scuola cattolica essendo una cattolica devota.

σχολή μαγειρικής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Molti chef si preparano per la loro carriera andando a scuola di cucina.

οδοντιατρική σχολή

sostantivo femminile (πανεπιστήμιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δάσκαλος, δασκάλα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
La signora Talton è un'ottima insegnante di scuola elementare.

προσχολική εκπαίδευση

(παιδιά έως 5 ετών)

σχολείο κωφών

sostantivo femminile (sordità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοποθέτηση δασκάλου

sostantivo maschile (come insegnante) (σε τάξη, τμήμα, σχολείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφάλεια σχολείου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νηπιαγωγείο

(ένα έτος πριν το Δημοτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελευταίο έτος

(πανεπιστήμιο)

θερινό σχολείο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θερινό κατηχητικό σχολείο

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχολή εκμάθησης καλών τρόπων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου

(sixth form: Regno Unito) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lucy frequenta il quarto anno di scuola superiore e si prepara per l'esame finale.

τρίτη δημοτικού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δέκατη τάξη

sostantivo maschile (στις ΗΠΑ)

σχολή οδηγών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scuola στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του scuola

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.