Τι σημαίνει το mare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mare στο Ιταλικό.
Η λέξη mare στο Ιταλικό σημαίνει θάλασσα, θάλασσα, κύμα, παραλία, ακτή, θαλάσσιος, θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινά, γλαρόνι, σήπιο, γυμνοβράγχιο, στρειδοφάγος, σαλπάρω, αποπλέω, από τη θάλασσα, που έχει ναυτία, αξιόπλοος, προς τη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλάσσιος, που χάθηκε στη θάλασσα, γαλαζοπράσινος, στη θάλασσα, στην θάλασσα, μέσω θαλάσσης, στην ανοιχτή θάλασσα, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, Εύκολο να το λες., άνθρωπος στη θάλασσα, φρατέρκουλα, ναυτία, ξέβρασμα, θαλασσινό νερό, στεριανός, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα στον ωκεανό, κηδεία στην θάλασσα, ναυτία, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, ναύτης, αγριεμένη θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, θαλασσόλυκος, αχινός, στάθμη της θάλασσας, εξοχικό, γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο, θέα της θάλασσας, Μεσόγειος Θάλασσα, Βόρεια θάλασσα, αλιώτιδα, αλιωτίδα, βαθέα ύδατα, ψάρεμα σε βαθιά νερά, υδρόβιο φίδι, θαλάσσιο σαλιγκάρι, ανοιχτή θάλασσα, αναρρόφηση θαλάσσης, αφρός της θάλασσας, ωκεάνιος πυθμένας, λάμπραινα, εσωτερική θάλασσα, υποθαλάσσια γεώτρηση, φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσα, διεθνή ύδατα, σαλπάρω, περπατάω στη σανίδα, έχω ναυτία, αλατόνερο, ρίξιμο της τέφρας στην θάλασσα, σταγόνα στον ωκεανό, γαλαζοπράσινο, ανοιχτή θάλασσα, παραθαλάσσιος, του βυθού, στη στάθμη της θάλασσας, στεριανός, αχινός, θαλασσοταραχή, τρικυμία, μακριά από την ακτή, ξεκινώ, φεύγω, κύμα, η θάλασσά μας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mare
θάλασσαsostantivo maschile (μικρότερη από ωκεανό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il Mediterraneo è un mare, non un oceano. Η Μεσόγειος είναι θάλασσα, όχι ωκεανός. |
θάλασσαsostantivo maschile (όγκος αλμυρού νερού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mare ospita migliaia di specie diverse di pesci. Η θάλασσα φιλοξενεί χιλιάδες διαφορετικά είδη ψαριών. |
κύμαsostantivo maschile (condizioni del mare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mare mosso ha fatto affondare la barca. Είχε θάλασσα και για αυτό βυθίστηκε η βάρκα. |
παραλία, ακτή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Steve piace sempre visitare la costa. Ο Στηβ πάντα απολαμβάνει να πηγαίνει στην ακρογιαλιά. |
θαλάσσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tartaruga marina va sulla spiaggia per accoppiarsi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην πιεις θαλασσινό νερό! |
θάλασσαsostantivo maschile (figurato: grande quantità) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La folla del festival era un mare di facce. Το κοινό στο φεστιβάλ ήταν μια θάλασσα από πρόσωπα. |
θαλάσσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pesca senza limiti sta danneggiando la fauna marina in tutto il mondo. |
θαλασσινά
A Robert piace il pesce. Στον Ρόμπερτ αρέσουν τα θαλασσινά. |
γλαρόνι(θαλασσοπούλι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σήπιο(χημεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυμνοβράγχιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρειδοφάγος(uccello) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σαλπάρω, αποπλέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Salpammo aspettandoci un viaggio tranquillo, ma presto la tempesta ci costrinse a rientrare in porto. Σαλπάραμε με την προσδοκία ενός εύκολου ταξιδιού, αλλά η καταιγίδα μας ανάγκασε να γυρίσουμε γρήγορα στο λιμάνι. |
από τη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει ναυτίαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Evelyn aveva il mal di mare sulla barca. |
αξιόπλοοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'imbarcazione non è stata mantenuta adeguatamente negli anni e non sembra atta alla navigazione. |
προς τη θάλασσαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θαλάσσιοςaggettivo (μεταφορές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θαλάσσιοςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που χάθηκε στη θάλασσαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I sommozzatori hanno trovato sul fondo dell'oceano la nave che era dispersa in mare da settimane. |
γαλαζοπράσινοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στη θάλασσα(ρίχνω, πετάω) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στην θάλασσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il vecchio marinaio adora raccontare le sue avventure per mare. |
μέσω θαλάσσηςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le truppe di Wilkins giungeranno per mare. |
στην ανοιχτή θάλασσαavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Molti marinai amano stare in mare aperto. |
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Εύκολο να το λες.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άνθρωπος στη θάλασσαsostantivo maschile (έκκληση βοήθειας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uomo in mare! Buttategli un salvagente prima che arrivino gli squali! |
φρατέρκουλαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ναυτίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aaron odia viaggiare in barca a causa del suo mal di mare. |
ξέβρασμαsostantivo plurale maschile (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La spiaggia inquinata era piena di bottiglie usate e di altri rifiuti portati dal mare. |
θαλασσινό νερόsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στεριανόςsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταγόνα στον ωκεανόsostantivo femminile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli Stati Uniti devono sviluppare di nuovo le ferrovie per il trasporto passeggeri; i fondi per l'Amtrak sono una goccia nel mare. Οι ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν εκ νέου τους επιβατικούς σιδηρόδρομους· η χρηματοδότηση της Amtrak είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό. |
σταγόνα στον ωκεανόsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I soldi che do in beneficenza io sono una goccia nel mare rispetto ad altre persone. Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους. |
κηδεία στην θάλασσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio nonno ha avuto una sepoltura in mare con tutti gli onori. |
ναυτίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδιαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Preferisco i viaggi in aereo piuttosto che in nave perché sono molto più veloci. |
ναύτηςsostantivo maschile (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il lupo di mare se ne andò barcollando dalla taverna verso la nave. |
αγριεμένη θάλασσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mare mosso gli ha impedito di tornare da Capri a Napoli. |
αγριεμένη θάλασσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αγριεμένη θάλασσα έκανε ακόμη και τους σκληραγωγημένους ναυτικούς να νιώθουν ναυτία. |
θαλασσόλυκοςsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il Capitano Achab, il cui viso era sfregiato dal fulmine, era il lupo di mare per antonomasia. |
αχινόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pestò un riccio di mare e le spine gli rimasero incastrate nel piede. |
στάθμη της θάλασσαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un terzo dei Paesi Bassi è sul livello del mare o sotto.
Il riscaldamento globale sta causando un aumento del livello del mare in tutto il mondo. Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως. |
εξοχικόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi ha invitato a stare una settimana nella sua casa al mare. |
γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλοsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέα της θάλασσαςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Μεσόγειος Θάλασσαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Βόρεια θάλασσαsostantivo maschile |
αλιώτιδα, αλιωτίδαsostantivo maschile (mollusco) (μαλάκιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βαθέα ύδαταsostantivo maschile |
ψάρεμα σε βαθιά νεράsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υδρόβιο φίδιsostantivo maschile |
θαλάσσιο σαλιγκάριsostantivo femminile |
ανοιχτή θάλασσαsostantivo maschile |
αναρρόφηση θαλάσσηςsostantivo femminile (nautica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αφρός της θάλασσαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ωκεάνιος πυθμένας
Le piante non possono crescere in acque profonde perché manca la luce. |
λάμπραιναsostantivo femminile (zoologia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εσωτερική θάλασσαsostantivo maschile |
υποθαλάσσια γεώτρηση
|
φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσαsostantivo maschile (nautica) (ναυτικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'equipaggio fu costretto a riportare l'imbarcazione a terra perché c'era mare grosso. |
διεθνή ύδαταsostantivo maschile La pirateria in mare aperto sfugge al controllo di qualunque stato. |
σαλπάρω(nave: lasciare la terra) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prenderemo di nuovo il mare quando le vele saranno state riparate. |
περπατάω στη σανίδαverbo intransitivo (πλοίο: κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω ναυτίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Preferisco viaggiare con l'aereo perché di solito col traghetto soffro il mal di mare. |
αλατόνερο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mettere la carne in acqua salata per alcune ore prima di cuocerla la rende tenera. |
ρίξιμο της τέφρας στην θάλασσαsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σταγόνα στον ωκεανόsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαλαζοπράσινοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανοιχτή θάλασσαsostantivo maschile |
παραθαλάσσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo passato una settimana incantevole in una cittadina costiera. Μείναμε μια υπέροχη εβδομάδα σε μια παραθαλάσσια πόλη. |
του βυθούlocuzione aggettivale |
στη στάθμη της θάλασσαςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στεριανόςlocuzione avverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I venti che soffiano verso il mare offrono le migliori condizioni per fare surf. Οι στεριανοί άνεμοι προσφέρουν τις καλύτερες συνθήκες για σερφ. |
αχινόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se attraversi a guado, indossa scarpe da scoglio per proteggere i piedi dai ricci di mare. |
θαλασσοταραχή, τρικυμίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μακριά από την ακτήlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nave sta andando al largo. Το πλοίο έχει παρασυρθεί στα ανοιχτά. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nave prenderà il mare alle tre in punto, perciò è meglio che arrivi puntuale. Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου. |
κύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η θάλασσά μαςsostantivo maschile (η Μεσόγειος) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.