Τι σημαίνει το canale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης canale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του canale στο Ιταλικό.
Η λέξη canale στο Ιταλικό σημαίνει κανάλι, κανάλι, κανάλι, πόρος, αυλάκι, κανάλι, δίκτυο, κανάλι, κανάλι, πόρος, ρέμα, χαντάκι, αυλάκι, κανάλι, σταθμός, σωλήνας, αγωγός, πορθμός, πέρασμα, χαντάκι, χαντάκι, αυλάκι, τηλεοπτικό κανάλι, αυλός, σωλήνας, μέσο, ροή, χαντάκι, νεροφάγωμα, πόρος, κανάλι, πόρος, αγωγός, οδός εφοδιασμού, λούκι, οδός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σκάβω, ανοίγω, ρείθρο, δίοδος, αγωγός, ακουστικό κανάλι, κανάλι γέννησης, αρδευτική τάφρος, αρδευτικό κανάλι, ειδησεογραφικό κανάλι, κανάλι ρίζας, τηλεοπτικός σταθμός, ακουστικός πόρος, Κανάλι του Παναμά, κομιστικό κανάλι, σύστημα διανομής, Μάγχη, gutter shot, δίκτυο πωλήσεων, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, χωνί, κανάλι, στενό, κανάλι εκροής, κανάλι νερού, ζάπινγκ, Αγγλονορμανδικές Νήσοι, Νήσοι της Μάγχης, αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ, κάνω ζάπινγκ, πλωτή οδός, κανάλι απομάκρυνσης λυμάτων, τάφρος αποστράγγισης, σπερματικός πόρος, σπονδυλικός σωλήνας, υπερχειλιστής, σκάβω χαντάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης canale
κανάλι(televisione) (τηλεόρασης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho visto il telegiornale su Canale Cinque. Αυτό το κανάλι προβάλλει κυρίως ιστορικά ντοκιμαντέρ. |
κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dei canali pittoreschi attraversano la città. |
κανάλιsostantivo maschile (via d'acqua) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il fiume scorre verso il mare attraverso due canali. Το ποτάμι βγαίνει μέσω δύο καναλιών στη θάλασσα. |
πόροςsostantivo maschile (anatomia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Rob ha un'infezione al canale uditivo. |
αυλάκιsostantivo maschile (geologico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'erosione ha scavato dei canali sul fianco della montagna. Η διάβρωση δημιούργησε αυλάκια στη βουνοπλαγιά. |
κανάλιsostantivo maschile (modalità di comunicazione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La comunicazione militare deve passare attraverso i giusti canali. Η στρατιωτική επικοινωνία πρέπει να περάσει από τους σωστούς διαύλους. |
δίκτυο, κανάλιsostantivo maschile (contesto commerciale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vendevano i prodotti attraverso un canale diretto di distribuzione. |
κανάλιsostantivo maschile (di Marte) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le immagini satellitari mostrano canali su Marte. |
πόροςsostantivo maschile (intercellulare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρέμαsostantivo maschile (scavato dall'acqua) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il canale ospita una vasta gamma di organismi vegetali. |
χαντάκιsostantivo maschile (scavato dall'acqua) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo la tempesta il canale era allagato. |
αυλάκι, κανάλιsostantivo maschile (di acqua) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σταθμός(TV) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Oggi si possono vedere migliaia di canali TV in streaming sul proprio computer. Πλέον, μπορείς να δεις ζωντανά χιλιάδες τηλεοπτικούς σταθμούς από τον υπολογιστή σου. |
σωλήνας, αγωγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il canale per portare l'acqua al palazzo è ostruito. |
πορθμόςsostantivo maschile (d'acqua) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hanno navigato il canale in direzione del mare. |
πέρασμαsostantivo maschile (corso d'acqua) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fai attenzione quando passi con la canoa attraverso il canale. |
χαντάκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era un canale sul lato della strada. Υπήρχε ένα χαντάκι που προχωρούσε παράλληλα προς τον δρόμο. |
χαντάκι, αυλάκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era un canale lungo la strada per far defluire l'acqua. Υπήρχε ένα χαντάκι κατά μήκος του δρόμου για να φεύγει το νερό. |
τηλεοπτικό κανάλιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È triste quando cambi 200 canali e non trovi niente da guardare. |
αυλός, σωλήναςsostantivo maschile (anatomia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il dolore era probabilmente causato da un dotto ostruito da qualche parte nell'apparato digerente. Ο πόνος μάλλον προερχόταν από μια φραγμένη σάλπιγγα κάπου στο πεπτικό σύστημα. |
μέσο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Violet crede di essere un punto di contatto con il mondo spirituale. |
ροήsostantivo maschile (di mulino, ecc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È il canale che muove il mulino ad acqua. |
χαντάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia scoprì un corpo nel fossato. |
νεροφάγωμα(κοιλότητα από διάβρωση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πόροςsostantivo maschile (anatomia) (ανατομία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I dotti trasportano i fluidi corporei. |
κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πόροςsostantivo maschile |
αγωγόςsostantivo maschile (edificio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'architetto ha progettato l'edificio con condotti sufficienti a far circolare l'aria. |
οδός εφοδιασμού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Questa via è un corridoio per rifornimenti. |
λούκιsostantivo maschile (bowling) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Deanne è andata per la prima volta al bowling e quasi tutti i suoi tiri sono finiti nel canale. |
οδός(anatomia) (ανατομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alan aveva un brutto raffreddore e le cavità nasali erano otturate. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile Dane ha condotto la barca lungo il canale. |
σκάβω, ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρείθροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter ha gettato il mozzicone di sigaretta nel canale di scolo. Ο Πήτερ έριξε το αποτσίγαρό του στο αυλάκι. |
δίοδοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il canale artificiale era allagato dopo il temporale. |
αγωγός(idrico) (νερού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dopo che un bambino è affogato qui è stata eretta una rete intorno al canale sotterraneo. |
ακουστικό κανάλιsostantivo maschile |
κανάλι γέννησηςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nascituro deve attraversare il canale uterino. |
αρδευτική τάφρος, αρδευτικό κανάλιsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lungo un lato del campo scorreva un canale d'irrigazione. |
ειδησεογραφικό κανάλιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κανάλι ρίζαςsostantivo maschile (odontoiatria) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un canale radicale infetto può dare molto dolore. |
τηλεοπτικός σταθμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non sopporto i canali televisivi che trasmettono solo televendite. |
ακουστικός πόροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il suo canale uditivo è otturato di cerume. |
Κανάλι του Παναμάsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κομιστικό κανάλιsostantivo maschile (telecomunicazioni) (τηλεπικοινωνίες) |
σύστημα διανομής(εμπόριο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Μάγχηsostantivo maschile (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Il Canale della Manica è una delle vie d'acqua più trafficate del mondo. Η Μάγχη είναι ένα από τα κανάλια με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στον κόσμο. |
gutter shotsostantivo femminile (bowling) (είδος μπαλιάς) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δίκτυο πωλήσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεωνsostantivo maschile (TV) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεωνsostantivo maschile (TV) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωνί, κανάλιsostantivo maschile (χύτευσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στενόsostantivo maschile |
κανάλι εκροήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κανάλι νερούsostantivo maschile (acqua) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ζάπινγκ(TV) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Αγγλονορμανδικές Νήσοι, Νήσοι της Μάγχηςsostantivo plurale femminile (λόγιος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nostra azienda ha una consociata nelle Isole del Canale che funge da rifugio fiscale offshore. |
αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ(TV) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ζάπινγκverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλωτή οδόςsostantivo maschile (για ποντοπόρα πλοία) Nel canale navigabile c'è traffico intenso di imbarcazioni negli ultimi tempi. |
κανάλι απομάκρυνσης λυμάτωνsostantivo maschile (σε ορυχείο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τάφρος αποστράγγισηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σπερματικός πόροςsostantivo maschile |
σπονδυλικός σωλήναςsostantivo maschile (anatomia) |
υπερχειλιστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκάβω χαντάκιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του canale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του canale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.