Τι σημαίνει το sopra στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sopra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sopra στο Ιταλικό.
Η λέξη sopra στο Ιταλικό σημαίνει σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο, πάνω, επάνω, άνω, παραπάνω, πάνω από, πάνω από, επάνω από, απάνω από, πάνω από, πιο ψηλά από, πάνω από, παραπάνω, παραπάνω, πάνω μέρος, στον, -, με, πάνω από, σε, στην κορυφή, πάνω από, που διασχίζει, πάνω, επάνω, πάνω σε, πάνω σε, πάνω σε, σε, στην κορυφή, πάνω από, -, τα παραπάνω, πάνω από, δεν καταλαβαίνω κτ, αναφερόμενος, αιωρούμαι πάνω από, αντικαθιστώ κτ με μπιπ, υπέργειος, παρομοίως, υπερτερώ, υπερέχω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, αυτός που σχηματίζει αψίδα πάνω από κάτι, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, πάνω από τον μέσο όρο, υπεράνω κάθε υποψίας, πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας, αγανακτισμένος, υπεράνω του νόμου, άνω του μετρίου, ψηλά, πάνω, πάνω, επάνω, πάνω από όλα, από πάνω μέχρι κάτω, πάνω από το έδαφος, μουστάκι, χώρος πάνω από το κεφάλι, ράφι πάνω από το τζάκι, ράφι πάνω από το τζάκι, mouseover εικόνα, εικόνα mouseover, το πάνω της πιτζάμας, μια κλάση πάνω, περασμένα ξεχασμένα, το σκέφτομαι, περνάω με το ποντίκι μου πάνω από κτ, είμαι μέχρι εδώ, μπουχτίζω με κπ/κτ, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, έχω κπ/κτ χεσμένο, αντικαθιστώ, υπέρκειμαι, πηδώ, μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο, μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει, διαγράφω, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, στον πάνω όροφο, στον επάνω όροφο, κολλάω, ξεπερνώ, αντικαθιστώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, γεφυρώνω τις διαφορές, ξεπετάω, ο πιο σημαντικός, περνάω με το ποντίκι πάνω από κτ, τυλίγομαι, ντύνομαι ζεστά, πηδάω, πηδώ, διακοσμώ, βαρέθηκα, κουράστηκα, σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ, χύνω κτ σε κτ, περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα, περνάω πάνω από κτ με κτ, πηδάω, πηδώ, πατάω, πατώ, πανω-, πάνω, επάνω, συν, προηγούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sopra
σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω, επάνω
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'acqua gocciolava dal piano di sopra. Έσταζε νερό από το πάνω πάτωμα. |
άνωavverbio (sul dorso) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Trota di mare: grigia sopra con punti neri sulla pinna dorsale, argentata sotto. |
παραπάνω(testi) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa situazione è più complessa di quanto descritto sopra. |
πάνω απόpreposizione o locuzione preposizionale (a nord di) L'Oregon è proprio sopra la California. |
πάνω από, επάνω από, απάνω από
Ha appeso un quadro sopra il caminetto. Κρέμασε τη φωτογραφία πάνω από το τζάκι. |
πάνω από, πιο ψηλά από(ιεραρχία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un generale è di grado superiore a un colonnello. Ο στρατηγός είναι ανώτερος από τον συνταγματάρχη στην ιεραρχία. |
πάνω απόpreposizione o locuzione preposizionale A Rio de Janeiro la temperatura va oltre i 40 gradi d'estate. Η θερμοκρασία στο Ρίο ντε Τζανέιρο ανεβαίνει πάνω από τους 40 βαθμούς το καλοκαίρι. |
παραπάνω(testi) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo evento è descritto nei dettagli qui sopra. Αυτό το γεγονός περιγράφεται παραπάνω με περισσότερες λεπτομέρειες. |
παραπάνω
Gli esempi qui sopra dimostrano quanto sia comune il problema. Τα ανωτέρω παραδείγματα δείχνουν πόσο συχνό είναι το πρόβλημα. |
πάνω μέροςsostantivo maschile (di bikini) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Si è legata il top del bikini. Έδεσε το σουτιέν του μπικίνι της. |
στονpreposizione o locuzione preposizionale (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Mio padre mi diede un ceffone sopra la testa. Ο πατέρας μου με χαστούκισε στο κεφάλι. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Erano seduti sotto un albero, con i rami che sporgevano sopra. Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, με τα κλαδιά να κρέμονται πάνω τους. |
μεpreposizione o locuzione preposizionale Non riuscivo a sentire la sua voce sopra la sirena. Δεν μπορώ να την ακούσω με αυτή τη σειρήνα. |
πάνω απόpreposizione o locuzione preposizionale Il ladro saltò al di sopra del muro e scappò. Ο κλέφτης πήδηξε πάνω από τον φράκτη και το έσκασε. |
σεpreposizione o locuzione preposizionale Hanno messo delle coperture sui mobili per proteggerli. Βάζουν σεντόνια πάνω στα έπιπλα για να τα προστατέψουν. |
στην κορυφή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) C'era una ciliegia sul cupcake scelto da Betty. |
πάνω απόpreposizione o locuzione preposizionale Hanno appeso un quadro sopra il caminetto. Κρέμασαν ένα κάδρο πάνω από το τζάκι. |
που διασχίζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'è una scorciatoia attraverso i campi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η γέφυρα πάνω από τον ποταμό είναι εκπληκτικό μέρος για να δει κανείς το ηλιοβασίλεμα. |
πάνω, επάνωpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È salito sulla sedia per arrivare alle mensole più alte. Πάτησε πάνω στην καρέκλα για να φτάσει τα ψηλά ράφια. |
πάνω σεpreposizione o locuzione preposizionale Anna è salita su una scala per arrivare sul tetto. Η Άννα σκαρφάλωσε σε μια σκάλα για να ανέβει στη σκεπή. |
πάνω σε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un piccolo gatto grigio era appollaiato in cima al muro del giardino. |
πάνω σεpreposizione o locuzione preposizionale Il tuo libro è sul tavolo. Το βιβλίο σου είναι στο τραπέζι. |
σεpreposizione o locuzione preposizionale Portava la borsa sulla spalla. Κουβαλούσε την τσάντα στον ώμο του. |
στην κορυφή(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La judoka lanciò il suo avversario al suolo e si buttò su di lui. |
πάνω απόpreposizione o locuzione preposizionale |
-(a un piano superiore) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Manda il report di sopra così il capo può leggerlo. Στείλε τις αναφορές στο διευθυντή για να τις διαβάσει. |
τα παραπάνω(riferimenti nel testo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La strada è impraticabile a causa della pesante nevicata della notte scorsa. Alla luce di ciò, abbiamo deciso di tenere chiuso l'ufficio. |
πάνω απόpreposizione o locuzione preposizionale Non riuscivo a sentire il telefono oltre il rumore del ristorante. |
δεν καταλαβαίνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti questi discorsi sull'economia vanno al di là della mia comprensione. |
αναφερόμενος(formale) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) I requisiti menzionati sono descritti nel documento. |
αιωρούμαι πάνω από(elicottero: fermo in volo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un elicottero della polizia sorvolava l'edificio in cui si erano barricati i terroristi. Ένα ελικόπτερο της αστυνομίας υπερίπτατο του κτιρίου όπου είχαν βρει καταφύγιο οι τρομοκράτες. |
αντικαθιστώ κτ με μπιπ(colloquiale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέργειος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρομοίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Per me un espresso". "Idem". |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(figurato, informale: mangiare) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La torta di mele sembra deliziosa, non vedo l'ora di azzannarla. Η μηλόπιτα φαίνεται πεντανόστιμη, δεν κρατιέμαι να πέσω με τα μούτρα πάνω της. |
αυτός που σχηματίζει αψίδα πάνω από κάτιlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Si accedeva al giardino tramite un cancello sormontato da un arco di piante rampicanti. |
με το χέρι πάνω από τον ώμοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με το χέρι πάνω από τον ώμοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω από τον μέσο όρο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo provato un ristorante nuovo stasera e secondo noi il cibo è al di sopra della media per il prezzo. |
υπεράνω κάθε υποψίας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'alibi di Matt lo pone al di sopra di ogni sospetto. |
αγανακτισμένος(espressione: essere esasperato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sembra che tu ne abbia fin sopra i capelli. Cos'è successo? Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
υπεράνω του νόμου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Molti politici credono di essere al di sopra della legge e di non dover essere puniti per nessun illecito. |
άνω του μετρίου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψηλά, πάνωlocuzione aggettivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La folla ha guardato in alto gli aerei che volteggiavano in cielo. Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους. |
πάνω, επάνωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vai di sopra e pulisci la tua stanza. Πήγαινε επάνω και καθάρισε το δωμάτιό σου. |
πάνω από όλαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise vuole diventare un'infermiera più di qualsiasi cosa. Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα. |
από πάνω μέχρι κάτω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dovresti tinteggiare dall'alto in basso. |
πάνω από το έδαφος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μουστάκι(rimasugli di cibo/bevande) (μεταφορικά: από φαγητό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Leccati le labbra, hai qualcosa sopra il labbro. |
χώρος πάνω από το κεφάλιsostantivo maschile (a disposizione) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La nuova auto non ha molto spazio sopra alla testa. |
ράφι πάνω από το τζάκιsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ράφι πάνω από το τζάκιsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
mouseover εικόνα, εικόνα mouseover(informatica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το πάνω της πιτζάμας(για αντρική πιτζάμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μια κλάση πάνω
Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους. |
περασμένα ξεχασμένα(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αποφασίσαμε πως ό,τι έγινε έγινε και ότι πρέπει να ξεχάσουμε τις παλιές διαφορές μας. |
το σκέφτομαιverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non serve che tu mi risponda adesso: dormici sopra e fammi sapere domani. |
περνάω με το ποντίκι μου πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Portate il mouse sopra l'immagine per maggiori informazioni. Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα για περισσότερες πληροφορίες. |
είμαι μέχρι εδώ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπουχτίζω με κπ/κτ(espressione) |
σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω απόverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'alba avviene quando il sole si alza oltre l'orizzonte. |
έχω κπ/κτ χεσμένο(figurato) (μεταφορικά, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντικαθιστώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È entrato nel mio computer e ha sovrascritto il mio file! Συνδέθηκε στον υπολογιστή μου και αντικατέστησε το αρχείο μου! |
υπέρκειμαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-) |
πηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλοverbo intransitivo (a voce più alta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Odio quando alle riunioni la gente parla sopra agli altri. Smettila di cercare di parlarmi sopra. |
μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσειverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jennifer ha provato a parlare all'assemblea ma i delegati le hanno parlato sopra. Η Τζένιφερ προσπάθησε να μιλήσει στο συνέδριο αλλά οι αντιπρόσωποι φώναζαν και δεν την άφησαν να ακουστεί. |
διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato una riga sopra le frasi non rilevanti. |
με το χέρι πάνω από τον ώμοlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με το χέρι πάνω από τον ώμοlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στον πάνω όροφο, στον επάνω όροφο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fortunatamente il vicino del piano di sopra è molto tranquillo. Ζούσε στον επάνω όροφο μιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ. |
κολλάωverbo intransitivo (καθομ, μτφ: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) So che ciò che è accaduto è triste, ma cerca di non rimuginarci sopra. Ξέρω πως αυτό που συνέβη έιναι θλιβερό, προσπάθησε όμως να μην κολλάς (or: σε παίρνει από κάτω). |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντικαθιστώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno scritto un commento sopra la prima pagina del libro. Η πρώτη σελίδα του βιβλίου είχε αντικατασταθεί με ένα σχόλιο. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prudence sperava di riuscire a essere superiore ai pettegolezzi meschini e al comportamento intransigente degli abitanti del vicinato. |
γεφυρώνω τις διαφορές(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Penso che il nostro matrimonio sia forte abbastanza per passare sopra a questo incidente. |
ξεπετάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Speriamo che i media vorranno glissare sulle questioni più spinose. |
ο πιο σημαντικόςlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pensiero del suo paese e della sua famiglia lontana gli venne in mente prima di tutto. |
περνάω με το ποντίκι πάνω από κτ(computer) (υπολογιστές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Μπορείς να περάσεις με το ποντίκι πάνω από το σύνδεσμο για να δεις το πλήρες url. |
τυλίγομαι, ντύνομαι ζεστάverbo transitivo o transitivo pronominale (abbigliamento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mettiti qualcosa sulle spalle se non vuoi prenderti un raffreddore. Ντύσου ζεστά εάν βγεις έξω, δεν λέει να κρυώσεις. |
πηδάω, πηδώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cavallo ha superato con un salto la barriera ed è corso via. Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε. |
διακοσμώ(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βαρέθηκα, κουράστηκα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono stanco di cercare scarpe per te. Per favore scegline un paio. Βαρέθηκα να ψάχνουμε να σου βρούμε παπούτσια. Διάλεξε κάτι σε παρακαλώ. |
σχηματίζω αψίδα πάνω από κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Degli imponenti olmi si inarcavano sopra il viale. Οι επιβλητικές φτελιές σχημάτιζαν αψίδα πάνω από τη λεωφόρο. |
χύνω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Ho rovesciato la brocca e ho versato il latte sul pavimento. Έριξα την κανάτα και έχυσα το γάλα στο πάτωμα. |
περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσοραverbo intransitivo (cursore del mouse) (πάνω από κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Passa sopra l'immagine e la vedrai cambiare. Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα και θα τη δεις να αλλάζει. |
περνάω πάνω από κτ με κτverbo intransitivo (cursore del mouse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'immagine cambia quando ci passi sopra con il cursore. Η εικόνα θα αλλάξει εάν περάσεις τον κέρσορα από πάνω της. |
πηδάω, πηδώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La folla iniziò a scavalcare le barriere di sicurezza e la polizia non riusciva a trattenerli. Το πλήθος άρχισε να πηδά πάνω από τα χωρίσματα ασφαλείας και η αστυνομία δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. |
πατάω, πατώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahia! La ruota della tua bici mi è passata sopra al piede. Άου! Η ρόδα του ποδηλάτου σου μου πάτησε το πόδι! |
πανω-locuzione aggettivale (abbigliamento) Con questo tempo freddo sono necessari degli abiti in più. Τα πανωφόρια είναι απαραίτητα σε αυτό το ψυχρό κλίμα. |
πάνω, επάνωlocuzione avverbiale La sezione più in alto della pagina mostra un'illustrazione. |
συνlocuzione avverbiale (temperature) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Oggi siamo andati solo a 4 gradi sopra lo zero. |
προηγούμαιlocuzione avverbiale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La squadra ospite è ora avanti di 20 punti. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sopra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sopra
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.