Τι σημαίνει το agitato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης agitato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agitato στο Ιταλικό.
Η λέξη agitato στο Ιταλικό σημαίνει ανακινώ, μπερδεύω, κουνάω απότομα, κουνιέμαι, κουνιέμαι, κουνάω, κουνώ, ανακινώ, χτύπημα, κουνάω, κουνώ, κουνάω, κουνώ, κουνάω, ενθουσιάζω, συναρπάζω, τρελαίνω, ενοχλώ, εκνευρίζω, ξεσηκώνω, ταράζω, αναστατώνω, αναδεύω, ανακατεύω, φτερουγίζω, πεταρίζω, ταράζω, συγχύζω, αναστατώνω, ταρακουνάω, ταρακουνώ, ανησυχώ, φοβίζω, αγχώνω, ταράζω, αναστατώνω, ταρακουνώ, ταράζω, αναστατώνω, αναστατώνω, αγχώνω, στριφογυρίζω, ταραγμένος, σε υπερδιέγερση, ανήσυχος, ταραχώδης, έκρυθμος, ταραγμένος, σπασμένος, άγριος, που αντιμετωπίζει προβλήματα, ταραχώδης, θυελλώδης, νευρικός, ταραγμένος, ξαναμμένος, φουντωμένος, ταραγμένος, που πάνε να σπάσουν, πανικόβλητος, ταραγμένος, νευρικός, ξαναμμένος, εκνευρισμένος, εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος, ανάστατος, ανήσυχος, ανήσυχος, νευρικός, δύσκολος, ιδιότροπος, κουνημένος, νευρικός, ανήσυχος, κόμπος, ανήσυχος, οξύθυμος, ευερέθιστος, μπερδεμένος, συγχυσμένος, ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένος, άβολα, νευρικός, τσιτωμένος, μπριζωμένος, πριζωμένος, που έχει αγχωθεί, νευρικός, συναρπαστικός, ταραγμένος, ανάστατος, -, εκνευρισμένος, τσιτωμένος, τεταμένος, φορτισμένος, θορυβώδης, νευρικός, ενθουσιασμένος, εκστασιασμένος, είμαι αγχωμένος, ταραγμένος, αναστατωμένος, αγριεμένος, φουρτουνιασμένος, ταραχώδης, φρενήρης, κουνιέμαι πολύ, κόκκινο πανί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης agitato
ανακινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agitare il medicinale per miscelarlo. Ανακινήστε το φάρμακο για να το αναμίξετε. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il rumore costante e le luci abbaglianti agitavano Jamie. |
κουνάω απότομα
Το ποντίκι κούνησε απότομα τα μουστάκια του. |
κουνιέμαι(coda) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si capisce che il cucciolo è eccitato perché agita la coda. |
κουνιέμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La professoressa agitò il dito verso di me con tono di disapprovazione. |
κουνάω, κουνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti scapparono quando lui iniziò ad agitare una pistola. |
ανακινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chimica agitò la soluzione e annotò ciò che osservava. |
χτύπημαverbo transitivo o transitivo pronominale (latte) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sbattere il latte per fare il burro era un lavoro che non finiva più nelle fattorie dei tempi andati. |
κουνάω, κουνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo stava gridando e agitando il dito. Ο άντρας φώναζε και κουνούσε το δάχτυλό του. |
κουνάω, κουνώverbo transitivo o transitivo pronominale (απότομα, νευρικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gatto agitava la coda stizzito. |
κουνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενθουσιάζω, συναρπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I preparativi di Natale eccitano sempre i bambini. |
τρελαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anni di abuso di droga sconvolsero il musicista rock. |
ενοχλώ, εκνευρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L' arroganza di Tony mi infastidisce seriamente. |
ξεσηκώνω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν δεν τον ξεσήκωνα (or: ξυπνούσα), αποκλείεται να έψαχνε να βρει δουλειά. |
ταράζω, αναστατώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (προκαλώ ανησυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναδεύω, ανακατεύω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πρέπει να αναδεύσεις το φάρμακο πριν το πιεις. |
φτερουγίζω, πεταρίζωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un venticello autunnale fa tremolare le foglie degli alberi. |
ταράζω, συγχύζω, αναστατώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ha turbato con il suo comportamento. Τον τάραξε με τις πράξεις της. |
ταρακουνάω, ταρακουνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy ha scosso la tazza del caffè, rovesciandoselo sulla mano. Ο Τζέρεμι ταρακούνησε την κούπα του και έχυσε καυτό καφέ πάνω στο χέρι του. |
ανησυχώ, φοβίζω, αγχώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'atmosfera tesa in ufficio turbava i dipendenti. |
ταράζω, αναστατώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi accorsi che il fatto che lo facessero aspettare lo stava agitando perché si stava mangiando le unghie. |
ταρακουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo scuoteva il ragazzo per la rabbia. |
ταράζω, αναστατώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nostre domande sul divorzio sembrano averlo confuso. Οι ερωτήσεις μας για το διαζύγιο φαίνεται ότι τον αναστάτωσαν. |
αναστατώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La scadenza a breve termine mise Veronica in agitazione. |
αγχώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'operazione chirurgica mi ha stressato molto. Η εγχείρηση με άγχωσε πολύ. |
στριφογυρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (tennis, golf) (κυκλικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore agitava la racchetta da tennis. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν ο Ποσειδώνας κράδαινε την τρίαινά του, προκαλούσε τρικυμία. |
ταραγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε υπερδιέγερση(ανησυχία) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Betty divenne agitata dopo aver sentito la cattiva notizia. |
ανήσυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom non era ancora a casa e Agatha era agitata. Ο Τομ δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι και η Αγκάθα καθόταν σ' αναμμένα κάρβουνα. |
ταραχώδης, έκρυθμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ταραγμένοςaggettivo (animato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La folla agitata si spostò in avanti, e svariate persone furono travolte. Το ταραγμένο πλήθος όρμησε προς τα εμπρός και αρκετοί άνθρωποι ποδοπατήθηκαν. |
σπασμένοςaggettivo (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I nervi di Ryan erano agitati dopo la riunione di due ore con il suo capo. |
άγριοςaggettivo (mare) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Durante la navigazione parecchi passeggeri sono stati male per il mare agitato. |
που αντιμετωπίζει προβλήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταραχώδης, θυελλώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'educazione tumultuosa dell'autore era un tema ricorrente nei suoi romanzi. |
νευρικός, ταραγμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξαναμμένος, φουντωμένος(figurato) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ταραγμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'acqua del fiume era schiumosa e turbolenta. |
που πάνε να σπάσουν(nervi, ecc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tania non era sicura di avere i nervi sufficientemente saldi per reggere ancora. |
πανικόβλητοςaggettivo (φόβος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dana era agitata quando sentì che un uragano sarebbe arrivato in città. Η Ντάνα ήταν πανικόβλητη όταν άκουσε πως μια καταιγίδα θα χτυπούσε την πόλη. |
ταραγμένος(mare) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νευρικόςaggettivo (persona) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli studenti erano molto agitati prima dell'esame. |
ξαναμμένοςaggettivo (μεταφορικά, ανεπίσημο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Larry era nervoso durante la sua presentazione. |
εκνευρισμένοςaggettivo (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ανάστατος, ανήσυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανήσυχος, νευρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολος, ιδιότροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Laura era una bambina irritabile, ma crescendo è migliorata. |
κουνημένοςaggettivo (liquido, soluzione) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il ricercatore versò la soluzione agitata in un matraccio. |
νευρικός, ανήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κόμποςaggettivo (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho ascoltato la notizia con il cuore agitato. Con lo stomaco irrequieto vide che il capo era già alla sua scrivania. Άκουσα τα νέα με ένα κόμπο στην καρδιά. Με έναν κόμπο στο στομάχι, είδε ότι το αφεντικό της ήταν κιόλας στο γραφείο του. |
ανήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nathan stava disperatamente cercando di dormire, ma la sua mente irrequieta continuava a ripercorrere gli eventi della giornata. La mente agitata di Beth riandava continuamente alla madre malata anziché concentrarsi sul lavoro. Ο Νέιθαν προσπαθούσε απεγνωσμένα να κοιμηθεί αλλά το ανήσυχο μυαλό του ξαναζούσε στα γεγονότα της ημέρας. |
οξύθυμος, ευερέθιστοςaggettivo (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπερδεμένος, συγχυσμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Jane parve confusa quando le chiesi cosa stesse facendo. |
ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Era scioccata per il comportamento del suo amico. Ήταν ταραγμένη για τις πράξεις της φίλης της. |
άβολα(είμαι, νιώθω κ.λπ.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Beth era a disagio seduta sulla sedia rigida. Η Μπεθ ένιωθε άβολα που καθόταν στην σκληρή καρέκλα. |
νευρικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Owen mi rende nervoso perché è sempre agitato. |
τσιτωμένος, μπριζωμένος, πριζωμένοςaggettivo (ανεπ: νευρικός) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που έχει αγχωθείaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono ansioso al pensiero di tutto il lavoro che mi ritrovo in questo periodo. "Smettetela di litigare voi tre!", urlò la madre stressata ai suoi figli. |
νευρικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nessuno fiatò durante l'avvincente episodio finale del nostro programma televisivo preferito. |
ταραγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il marito sconcertato di Alice non apprezzò i preparativi per la cena. |
ανάστατοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Quel suono strano mi rende agitato. Ο παράξενος ήχος με ανησύχησε. |
εκνευρισμένοςaggettivo (αρνητικό συναίσθημα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Non ti ho mai visto così teso. Rilassati. Δεν σε έχω δει ποτέ τόσο εκνευρισμένο. Ηρέμησε! |
τσιτωμένοςaggettivo (αργκό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mio marito è spesso nervoso quando torna a casa dal lavoro. Ο άντρας μου είναι συχνά τσιτωμένος όταν γυρνάει σπίτι από την δουλειά. |
τεταμένος, φορτισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La scena finale è concitata ed emotivamente tesa. Η τελευταία σκηνή είναι γρήγορη και συναισθηματικά φορτισμένη. |
θορυβώδηςaggettivo (comportamento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I fan turbolenti si fecero strada a forza oltre il cancello e irruppero nello stadio. |
νευρικόςaggettivo (gesto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mano di Dave era agitata mentre firmava quel contratto molto importante. |
ενθουσιασμένος, εκστασιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
είμαι αγχωμένοςaggettivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Perché sei così nervoso? È solo una prova di spelling! Γιατί είσαι τόσο πολύ αγχωμένος; Ένα τεστ ορθογραφίας είναι! |
ταραγμένος, αναστατωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αγριεμένος, φουρτουνιασμένοςaggettivo (mare) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La piccola imbarcazione veniva sballottata dal mare mosso. |
ταραχώδηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hanno avuto un matrimonio molto turbolento con la morte di due figli. |
φρενήρηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'equipaggio della nave vide i frenetici gesti dell'uomo nella scialuppa di salvataggio. |
κουνιέμαι πολύverbo transitivo o transitivo pronominale (per richiamare l'attenzione) Chuck si agita e scalcia nel sonno. |
κόκκινο πανί(figurato: aizzare) (μεταφορικά) Con le sue lamentele costanti, era come se mi agitasse un fazzoletto rosso sotto il naso. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agitato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του agitato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.