Τι σημαίνει το stretto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stretto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stretto στο Ιταλικό.

Η λέξη stretto στο Ιταλικό σημαίνει πορθμός, σφιχτός, στεγανός, τελείως, εντελώς, στενό, στένωμα, στενός, στενός, εφαρμοστός, αυστηρός, δεμένος, στενός, γραπωμένος, στενός, κοντινός, στενός, προσωπικός, επτασφράγιστος, στενός, σφιγμένος, στριμωγμένος, στενός, στενός, στενός, -, κοντινός, στενός, περιοριστικός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αυστηρός, κολλητός, εφαρμοστός, φιλικός, κρατάω, κρατώ, ζώνω, αρπάζω, γραπώνω, σφίγγω, σφίγγω, σφίγγω, κρατάω, κρατώ, αγκαλιάζω, περιστρέφω, κουμπώνω, βιδώνω, κλείνω, σφίγγω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, σφίγγω, δένω, σφίγγω, κλείνω, σφίγγω, χτυπάω, κλείνω, δένω, σφίγγω, στενεύω, στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω, σφίγγω, συμπιέζω, ξεκινάω, ξεκινώ, σφίγγω, στερεώνω, αγκαλιάζω, αρπάζω, αγκαλιάζω, μαζεύω, στενεύω, κοντινός, oλοταχώς, κοντά ο ένας με τον άλλο, με σφιγμένα τα λουριά, ακριβής σημασία, στενή έννοια, στενό, Βερίγγειος πορθμός, έχω υπό στενή παρακολούθηση, κρατιέμαι σφικτά, δένω κτ/κπ σφιχτά, δένω κτ/κπ καλά, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, διατηρώ, που στενεύει στη μέση, που δεν ξεκολλάει από δίπλα σου, Στενό του Ντόβερ, έρχομαι σε επαφή με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stretto

πορθμός

sostantivo maschile (geografia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le navi devono passare lo stretto una alla volta.
Τα πλοία πρέπει να πλοηγηθούν στον πορθμό ένα-ένα.

σφιχτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Assicuratevi che il nodo sia ben stretto.
Βεβαιώσου πως ο κόμπος θα είναι πολύ σφιχτός.

στεγανός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La giuntura deve essere stretta, così il tubo non perde.
Ο σύνδεσμος πρέπει να είναι στεγανός για να μην στάζει ο σωλήνας.

τελείως, εντελώς

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il baule fu legato stretto per il viaggio.
Το πορτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια για το ταξίδι.

στενό, στένωμα

sostantivo maschile (fiumi, ecc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono piloti specializzati per governare le navi attraverso gli stretti.
Υπάρχουν εξειδικευμένοι καπετάνιοι που οδηγούν τα καράβια μέσα από τα στενά (or: στενώματα).

στενός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La strada stretta rendeva difficile il sorpasso delle altre macchine.
Ο στενός δρόμος δυσκόλευε τις προσπεράσεις.

στενός, εφαρμοστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane stava bene coi suoi jeans aderenti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Της πήγαινε πολύ το στενό (or: εφαρμοστό) τζιν.

αυστηρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il dittatore aveva uno stretto controllo sul suo esercito.

δεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Eravamo molto legati alle superiori.

στενός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα χρειαστώ μια στενή λωρίδα υφάσματος για να τελειώσω τη φούστα.

γραπωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mentre l'uomo parlava, il sigaro stretto tra le sue labbra si agitava su e giù.

στενός

(di parentela) (η σχέση, όχι οι συγγενείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci siamo conosciuti perché abitiamo vicini.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.

κοντινός, στενός

aggettivo (parenti) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'unico parente stretto di Sarah è sua mamma.
Η μόνη κοντινή οικογένεια της Σάρας είναι η μητέρα της.

προσωπικός

aggettivo (in stretto contatto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo avuto rapporti di lavoro stretti negli ultimi dieci anni.

επτασφράγιστος

aggettivo (segreto) (για μυστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'informazione era sotto stretto segreto.

στενός

aggettivo (amico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Negli anni, sono rimasti amici stretti.
Όλα αυτά τα χρόνια έμειναν στενοί φίλοι.

σφιγμένος

aggettivo (denti)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'uomo rabbioso pronunciò una minaccia a denti stretti.

στριμωγμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sei studenti vivono in una piccola stanza.
Έξι φοιτητές ζουν σε ένα στριμωγμένο δωμάτιο.

στενός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa camicia è un po' stretta sotto le braccia.
Αυτό το πουκάμισο είναι λίγο στενό κάτω από τις μασχάλες.

στενός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Io e Jill siamo amici stretti.
Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.

στενός

aggettivo (σχέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hanno un rapporto stretto, romantico.

-

aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le guardie tenevano il prigioniero a breve distanza.
Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο.

κοντινός, στενός

aggettivo (amici) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha riunito i suoi amici stretti per informarli del suo fidanzamento.

περιοριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per favorire la circolazione del sangue, evita di indossare indumenti stretti, come calze o calzini lunghi.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

Dane ha condotto la barca lungo il canale.

αυστηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'apparecchiatura deve essere costruita con dei rigidi standard.
Η συσκευή πρέπει να κατασκευαστεί σύμφωνα με αυστηρές προδιαγραφές.

κολλητός, εφαρμοστός

(vestiti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Restituisco questa gonna, è troppo aderente.
Θα επιστρέψω αυτήν τη φούστα. Είναι υπερβολικά κολλητή.

φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally stringeva le redini del cavallo.

ζώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con corda, cinghia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una corda d'oro intrecciata stringeva la tonaca del mago.

αρπάζω, γραπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie strinse la corda intorno a un albero con un nodo saldo.

σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor strinse le mani a Mona.
Ο Βίκτωρ έσφιγγε τα χέρια της Μόνα.

σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (schiacciare a sé)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha stretto la sua amata al petto.

σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (mano)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Incontrando l'uomo che aveva salvato la vita di sua moglie John gli prese la mano e la strinse.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiene la mano ai figli quando attraversano la strada.
Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο.

αγκαλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei ha abbracciato suo fratello quando è tornato.
Όταν γύρισε ο αδερφός της, τον αγκάλιασε.

περιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς.

κουμπώνω

(vestito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vieni amore, fatti chiudere il cappotto dalla nonna.
Έλα γλυκέ μου, άσε τη γιαγιά να κουμπώσει το παλτό σου.

βιδώνω

(ανάλογα με την περίσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi afferrarono le braccia e iniziarono a tirare.
Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν.

κρατάω, κρατώ, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna stringeva la racchetta mentre entrava nel campo da tennis.
Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις.

σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vite si era allentata, quindi Paul la strinse.
Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε.

δένω, σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nodo si stava disfacendo perciò Linda lo strinse.

κλείνω, σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (στα χέρια, στην αγκαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mamma di Sarah l'ha stretta forte a sé.
Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της.

χτυπάω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Queste scarpe mi sono strette.

κλείνω

(di accordo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω, σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (corsetto) (για κορσέ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per stringere il corsetto, la signora si fece aiutare dalla sua domestica.

στενεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sarta strinse il corpetto del vestito per farlo aderire bene intorno alla vita.

στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenna chiuse la cassa di imballo e la fissò con delle corde.
Η Τζέννα έκλεισε τη βαλίτσα και την έδεσε με σπάγγο.

σφίγγω

(muscoli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Φοβήθηκα όταν έσφιξε τις γροθιές του.

συμπιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I leggings sono fatti con un materiale speciale che comprime i muscoli.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας.

σφίγγω, στερεώνω

(con una morsa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fissa la sabbiatrice all'angolo del piano di lavoro.
Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας.

αγκαλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre strinse la figlia piccola tra le sue braccia.

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi afferrò la mano e mi tirò via.
Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά.

αγκαλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I due si strinsero in un forte abbraccio. La madre abbracciò il suo bimbo che piangeva.
Η μητέρα πήρε αγκαλιά το μωρό της που έκλαιγε.

μαζεύω, στενεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sartoria) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I pantaloni sono troppo larghi; bisogna stringerli.
Το παντελόνι είναι πολύ φαρδύ, πρέπει να το στενέψω.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

oλοταχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se non hai ancora motivato il tuo ritardo al capo ti suggerisco di farlo quanto prima, sennò ci saranno guai!

κοντά ο ένας με τον άλλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chi lavora sui sottomarini impara a convivere a stretto contatto con gli altri.
Όσοι εργάζονται σε υποβρύχια μαθαίνουν να ζουν κοντά ο ένας με τον άλλο.

με σφιγμένα τα λουριά

locuzione avverbiale (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da quando il giovane si è messo nei guai, i genitori lo tengono sotto stretto controllo.

ακριβής σημασία

sostantivo maschile

Il senso stretto della parola "Giudeo" è un israelita della tribù di Giuda.

στενή έννοια

sostantivo maschile

στενό

sostantivo maschile

Βερίγγειος πορθμός

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έχω υπό στενή παρακολούθηση

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον/κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατιέμαι σφικτά

Quando facevo una curva a tutta velocità in moto, il mio passeggero si teneva stretto a me con tutte le sue forze.

δένω κτ/κπ σφιχτά, δένω κτ/κπ καλά

verbo transitivo o transitivo pronominale

κρατάω, φυλάω, διατηρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questi vecchi libri non hanno nessun valore, ma me li tengo perché mi ricordano l'infanzia.

διατηρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In tutti gli anni di povertà è sempre riuscita a mantenere la sua dignità.
Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της.

που στενεύει στη μέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν ξεκολλάει από δίπλα σου

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tiene il figlio stretto a sé nonostante abbia superato i 18 anni.

Στενό του Ντόβερ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έρχομαι σε επαφή με κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nella foresta si può entrare in stretto contatto con la natura.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stretto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.