Τι σημαίνει το marcia στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης marcia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marcia στο Ιταλικό.
Η λέξη marcia στο Ιταλικό σημαίνει ταχύτητα, πορεία, περπάτημα, παρέλαση, ταχύτητα, βάδην, μετάβαση, πορεία, πορεία, περπατάω, περπατώ, παρελαύνω, περπατάω, φεύγω, προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη, κακός, αποσυνθετικός, σηπτικός, σάπιος, σάπιος, χαλασμένος, αλλοιωμένος, διαφθορά, σάπιος, σάπιος, κομμάτια, χαλασμένος, που βρομάει, πουλημένος, οδηγώ, αλλαγή, μεταστροφή, υπεροδήγηση, ξεκινάω, βάζω, κωλοτούμπα, μεταβολή, στροφή 180 μοιρών, προς τα πίσω, drive, τρίτη, αλλάζω ταχύτητα, -, κάνω πορεία, μοιρολόι, μοιρολόγι, μεταστροφή, στροφή, ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξη, βιαστικό περπάτημα, βεβιασμένο περπάτημα, γρήγορο βήμα, νεκρική πομπή, μεταβολή, παλιάνθρωπος, πορεία διαμαρτυρίας, αναστροφή, πάσο ντόμπλε, έχω το πλεονέκτημα σε σχέση με κπ, έχω το πλεονέκτημα, ανεβάζω ταχύτητα, κατεβάζω ταχύτητα, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου, κατεβάζω ταχύτητα σε κτ, αλλάζω ταχύτητα, πατάω κάνοντας όπισθεν, -, στροφή 180 μοιρών, στροφή 180 μοιρών, μεταστροφή, αλλάζω γνώμη, κατεβάζω ταχύτητα, αντιφάσκω, οδηγώ προς τα εμπρός, κάνω κωλοτούμπα, οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, αποδέχομαι την ήττα μου, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, αλλάζω πολιτική απότομα, ανεβάζω ταχύτητα, κάνω όπισθεν, ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω στροφές, κάνω όπισθεν με κτ, κάνω όπισθεν, κάνω όπισθεν, πάω με την όπισθεν, ρυθμός 120 βημάτων ανά λεπτό, γαμήλιο εμβατήριο, εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μου, σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης marcia
ταχύτητα(veicoli) (οδήγηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando entri in autostrada, metti la quinta marcia. Μόλις βγεις στην εθνική οδό, βάλε πέμπτη ταχύτητα. |
πορείαsostantivo femminile (militare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La marcia attraverso i campi è durata quattro giorni. Η πορεία μέσα από τα χωράφια διήρκησε τέσσερις μέρες. |
περπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sheepscot è a quattro giorni di marcia da qui. Το Σίπσκοτ είναι τρεις μέρες με τα πόδια από εδώ. |
παρέλασηsostantivo femminile (περπάτημα, κίνηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini si sono divertiti nella marcia durante la sfilata. |
ταχύτητα(cambio di velocità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάδηνsostantivo femminile (sport) (μόνο ενικός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μετάβαση, πορείαsostantivo femminile (σε τόπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nostra avanzata verso la cima è stata ostacolata dal tempo brutto. |
πορείαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nostra avanzata era ostacolata da diverse frane. Η πορεία μας εμποδίστηκε από αρκετές κατολισθήσεις. |
περπατάω, περπατώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha marciato con decisione verso la casa dei vicini per chiedere di abbassare il volume dello stereo. Περπάτησε με αποφασιστικό βήμα προς το σπίτι του γείτονα, για να απαιτήσει να χαμηλώσουν το στερεοφωνικό. |
παρελαύνωverbo intransitivo (militare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'esercito sfila davanti alla regina per il suo compleanno. Ο στρατός παρελαύνει μπροστά από τη Βασίλισσα στα γενέθλιά της. |
περπατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (a lungo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωρώ σε οργανωμένη διάταξηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I quattro bambini al supermercato camminavano in fila dietro la loro madre. Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ. |
κακός(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Σταμάτα να γίνεσαι κακός! Μοιράσου τις καραμέλες σου με τον μικρό σου αδερφό. |
αποσυνθετικός, σηπτικός(επιφέρει αποσύνθεση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σάπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carol riuscì facilmente ad entrare nella casa abbandonata rompendo la porta anteriore marcia. Η Κάρεν μπόρεσε εύκολα να σπάσει τη σαπισμένη εξώπορτα για να μπει στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. |
σάπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Henry ha gettato le mele marce nella compostiera. Ο Χένρι πέταξε τα χαλασμένα μήλα στον σωρό με το κομπόστ. |
χαλασμένοςaggettivo (τρόφιμο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questa frutta puzza un po' di marcio. Forse è andata a male. Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει. |
αλλοιωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διαφθορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σάπιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σάπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κομμάτια(αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Jake era completamente sbronzo alla festa. |
χαλασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Penso che queste mele siano guaste. Sono rimaste qui per un mese. |
που βρομάειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Che cos'è quest'odore? Oh, è putrido! |
πουλημένοςaggettivo (καθομ, μτφ: διεφθαρμένος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Lo sbirro corrotto fu arrestato per aver ricattato i sospettati. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito ha fatto marciare i prigionieri verso il campo di detenzione. Ο στρατός οδήγησε τους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο κρατουμένων. |
αλλαγή, μεταστροφή(άποψης, θέσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η μεταστροφή των απόψεών του προέκυψε αφότου έμαθε τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης. |
υπεροδήγηση(meccanica, automobile) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξεκινάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vogliamo arrivare alla festa in orario dobbiamo partire verso le otto. Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ. |
βάζω(auto: marcia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κωλοτούμπα(figurato: cambio di opinione) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In merito alla questione del ritiro delle truppe, il suo è stato un vero e proprio dietrofront. |
μεταβολή, στροφή 180 μοιρών(figurato: cambiamento di opinione) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il politico fece dietrofront dopo le recenti proteste. |
προς τα πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
drive(auto: cambio automatico) (κιβώτιο ταχυτήτων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Metti la macchina da folle in "drive" e rilascia il freno. |
τρίτη(auto: marcia) (για ταχύτητες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha scalato in terza per sorpassare il camion. |
αλλάζω ταχύτητα(veicoli: marcia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando il motore gira troppo veloce devi cambiare. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Βάλε ταχύτητα και μετά ξεκίνα αργά. |
κάνω πορείαlocuzione avverbiale |
μοιρολόι, μοιρολόγιsostantivo femminile (tipo di musica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταστροφή, στροφή(figurato) (απρόσμενη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξηsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιαστικό περπάτημα, βεβιασμένο περπάτημα, γρήγορο βήμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I soldati fecero marcia forzata durante la notte. |
νεκρική πομπήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banda militare suonò una marcia funebre. |
μεταβολή(figurato: cambio di opinione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη. |
παλιάνθρωποςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non sorprende che sia finito in galera. È sempre stato una mela marcia. |
πορεία διαμαρτυρίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναστροφήsostantivo femminile (figurato: cambio di idea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάσο ντόμπλεsostantivo femminile (paso doble) (είδος μουσικής) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έχω το πλεονέκτημα σε σχέση με κπverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha una marcia in più rispetto agli altri bambini della squadra perché suo padre è un giocatore professionista. |
έχω το πλεονέκτημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω ταχύτητα(veicoli: marcia più alta) (ΗΒ,αυτοκίνητο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando si aumenta la velocità bisogna cambiare marcia per evitare che il motore lavori a un regime troppo alto. |
κατεβάζω ταχύτηταverbo intransitivo (auto: marcia inferiore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I camionisti scalano marcia in discesa per evitare di accelerare troppo. |
αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου(rispetto a una promessa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατεβάζω ταχύτητα σε κτverbo intransitivo (veicoli) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben scalò alla seconda marcia sulla collina ripida. |
αλλάζω ταχύτηταverbo transitivo o transitivo pronominale |
πατάω κάνοντας όπισθεν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Oh no! Ho investito la bici di mio figlio facendo marcia indietro. Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La macchina fa uno strano rumore con la marcia ingranata. Το αυτοκίνητο κάνει έναν περίεργο θόρυβο όταν βάζω ταχύτητα. |
στροφή 180 μοιρών(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il governo ha fatto marcia indietro riguardo alle misure a vantaggio dei dipendenti. |
στροφή 180 μοιρώνsostantivo femminile (figurato: cambio di opinione) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταστροφή(figurato: tornare sui propri passi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλλάζω γνώμη(figurato) Il politico ha fatto marcia indietro, dicendo che i suoi commenti non erano intesi in senso letterale. |
κατεβάζω ταχύτηταverbo intransitivo (veicoli) Avvicinandosi al forte traffico davanti a lei, Rachel rallentò scalando la marcia. |
αντιφάσκω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
οδηγώ προς τα εμπρόςverbo intransitivo (veicoli) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Invece di fare retromarcia, è andato in avanti, diritto contro un albero. |
κάνω κωλοτούμπα(figurato) (μεταφορικά, αργκό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ(figurato) (μτφ: σε/σχετικά με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποδέχομαι την ήττα μουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: desistere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'è stata una protesta dell'opinione pubblica contro i provvedimenti e il governo è stato costretto a fare marcia indietro. Υπήρχε δημόσια κατακραυγή για τις προτάσεις και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχτεί την ήττα. |
πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά
|
αλλάζω πολιτική απότομα(figurato: cambiare opinione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il candidato fece dietrofront su due questioni fondamentali: l'assistenza sanitaria e la tutela ambientale. |
ανεβάζω ταχύτηταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'autista è salito di marcia e ha premuto sull'acceleratore più forte che poteva. Ο οδηγός ανέβασε ταχύτητα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε. |
κάνω όπισθεν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος. |
ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω στροφέςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: potenziare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa attività commerciale ha bisogno di cambiare marcia per battere la concorrenza. Για να ξεπεράσουμε τους ανταγωνιστές μας, η επιχείρηση πρέπει να ανεβάσει ρυθμούς. |
κάνω όπισθεν με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È molto difficile fare retromarcia con un camion con rimorchio. Είναι δύσκολο να κάνεις όπισθεν με ένα φορτηγάκι, όταν σε αυτό έχει προσαρτηθεί και τροχόσπιτο. |
κάνω όπισθενverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli) (αυτοκίνητο) Mentre fa retromarcia, il camion emette un forte segnale acustico per avvisare gli altri utenti della strada. |
κάνω όπισθεν(με αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha fatto retromarcia con l'auto nel vialetto... e ha preso in pieno un lampione. Πήγε (or: Έκανε) πίσω με το αμάξι στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού. |
πάω με την όπισθεν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alison fece retromarcia con l'auto nel garage. Η Άλισον μπήκε με την όπισθεν στο γκαράζ. |
ρυθμός 120 βημάτων ανά λεπτόsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γαμήλιο εμβατήριοsostantivo femminile |
εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Va tutto secondo i piani. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marcia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του marcia
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.