Τι σημαίνει το famiglia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης famiglia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του famiglia στο Ιταλικό.

Η λέξη famiglia στο Ιταλικό σημαίνει οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, ένοικοι του σπιτιού, σπιτικό, νοικοκυριό, σπίτι, πρόγονοι, καταγωγή, ποικιλία, οι γονείς μου, Οίκος, κοντινότερος συγγενής, οικογενειακός, οι γαλαζοαίματοι, οι βασιλείς, οι μονάρχες, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, υψηλής καταγωγής, σε οικονομική συσκευασία, Το αίμα νερό δεν γίνεται., οικογενειακό κειμήλιο, θετή οικογένεια, διαλυμένο σπίτι, μεγάλη οικογένεια, πυρηνική οικογένεια, οικογένεια που φιλοξενεί, οικογενειακό άλμπουμ, οικογενειακή επιχείρηση, οικόσημο, οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη, οικογενειάρχης, οικογενειακό γεύμα, ζεστό σπίτι, αριστοκρατική οικογένεια, πλούσια οικογένεια, βασιλική οικογένεια, δευτερεύων εισοδηματίας, θεατρική οικογένεια, ανάδοχη οικογένεια, οικογενειακές αξίες, είμαι κληρονομικός, οικογενής, οικογενειακός, μέλος της βασιλικής οικογένειας, Hornero, γονικός έλεγχος, οικονομική συσκευασία, ξεριζωμένος, μεγάλη σακούλα, οικογενειακού μεγέθους, οι βασιλιάδες, οικονομικός, ανασυγκροτημένη οικογένεια, οικογενειακά, αρκτία των σταυρανθών, εργαλείο, οικογενειακή επιχείρηση, στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης, χρόνος με την οικογένεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης famiglia

οικογένεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È cresciuta in una famiglia felice. La famiglia di Brian non è ricca ma vive bene.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δουλεύει σκληρά, για να θρέψει τη φαμίλια του.

οικογένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Difende sempre il nome della sua famiglia.

οικογένεια

sostantivo femminile (figli)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella coppia vuole avere una grande famiglia.
Αυτό το ζευγάρι σχεδιάζει να κάνει πολλά παιδιά.

οικογένεια

sostantivo femminile (discendenza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Viene da un'antica, nobile famiglia.
New: Είναι από σόι και νομίζει πως είναι ανώτερη από τους άλλους.

οικογένεια

sostantivo femminile (zoologia, botanica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le tigri appartengono alla famiglia dei gatti, o felini.
Οι τίγρεις ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.

οικογένεια

sostantivo femminile (linguistica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il basco non fa parte della famiglia delle lingue Indo-Europee.
Τα Βασκικά δεν ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

οικογένεια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tecno e l'hip hop appartengono allo stesso genere musicale.

ένοικοι του σπιτιού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Stasera ci sarà una riunione dell'intera famiglia.
Θα κάνουμε μια συνέλευση οι ένοικοι όλου του σπιτιού απόψε.

σπιτικό, νοικοκυριό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tutta la famiglia Miller arrivò presto alla festa.

σπίτι

sostantivo femminile (μτφ: ένοικοι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'intera famiglia era in lutto per Mr. Saunders.
Ολόκληρη η οικογένεια θρηνούσε για τον κύριο Σόντερς.

πρόγονοι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La sua famiglia viene dall'Europa orientale.
Οι δικοί του ήρθαν από την Ανατολική Ευρώπη.

καταγωγή

(origini)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua famiglia viene da una piccola città irlandese.

ποικιλία

(biologia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Piantiamo soltanto famiglie (or: specie) di piante molto robuste.
Καλλιεργούμε μόνο πολύ ανθεκτικές ποικιλίες.

οι γονείς μου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Θα φέρω την κοπέλα μου στο σπίτι αυτό το σαββατοκύριακο για να γνωρίσει τους γονείς μου.

Οίκος

(επίσημο)

La dinastia dei Tudor regnò dal 1485 al 1603.

κοντινότερος συγγενής

Mia sorella risulta su tutti i documenti come parente stretto da contattare in caso di emergenza. Le autorità non intendono rivelare il nome della vittima finché non avranno informato i familiari.
Οι αρχές δεν θα αποκαλύψουν το όνομα του θύματος, έως ότου ειδοποιηθούν οι εγγύτεροι συγγενείς του.

οικογενειακός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo orologio è un cimelio di famiglia.
Αυτό το ρολόι είναι οικογενειακό κειμήλιο.

οι γαλαζοαίματοι

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quelle persone sono reali, sono imparentati con la Regina.
Εκείνοι οι άνθρωποι είναι γαλαζοαίματοι. Έχουν συγγένεια με τη βασίλισσα.

οι βασιλείς, οι μονάρχες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο βασιλιάς, η βασίλισσα

(potere del monarca)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La corona è meno potente del parlamento.

υψηλής καταγωγής

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε οικονομική συσκευασία

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Το αίμα νερό δεν γίνεται.

(idiomatico) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακό κειμήλιο

sostantivo maschile

Questa trapunta è un cimelio di famiglia che ci è appartenuto per generazioni.

θετή οικογένεια

sostantivo femminile (adozione temporanea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prima di essere adottata trascorse tre anni presso una famiglia affidataria.

διαλυμένο σπίτι

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oggi sono sempre di più le famiglie divise, a scapito dei figli.

μεγάλη οικογένεια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era la prima figlia di una famiglia molto numerosa, e per questo motivo non ha mai voluto figli suoi.

πυρηνική οικογένεια

sostantivo femminile (sociologia)

Una famiglia nucleare indica due genitori e i figli.
Πυρηνική οικογένεια είναι οι δύο γονείς και τα παιδιά τους.

οικογένεια που φιλοξενεί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia famiglia ospitante mi ha fatto sentire come se fossi stato a casa mia. Abbiamo fatto da famiglia ospitante per uno studente in scambio della Germania.
Η οικογένεια που με φιλοξενεί με έκανε να νιώσω ευπρόσδεκτος. Ήμασταν η οικογένεια που φιλοξενούσε ένα μαθητή από το πρόγραμμα ανταλλαγής από τη Γερμανία.

οικογενειακό άλμπουμ

sostantivo maschile

Nel mio album di famiglia ci sono poche foto di mio padre.

οικογενειακή επιχείρηση

sostantivo femminile

Prima o poi suo figlio rileverà l'azienda di famiglia.

οικόσημο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη

sostantivo maschile

οικογενειάρχης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογενειακό γεύμα

sostantivo maschile

ζεστό σπίτι

(μεταφορικά)

αριστοκρατική οικογένεια

sostantivo femminile

πλούσια οικογένεια

sostantivo femminile

βασιλική οικογένεια

sostantivo femminile

Dopo avere sposato il principe, venne considerata un membro della famiglia reale.

δευτερεύων εισοδηματίας

sostantivo maschile (νυκοκοιριό, οικογένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεατρική οικογένεια

ανάδοχη οικογένεια

sostantivo femminile

Lorraine è stata cresciuta dalla sua famiglia affidataria.

οικογενειακές αξίες

sostantivo plurale maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I valori della famiglia sono spesso un paravento per giustificare l'ipocrisia.

είμαι κληρονομικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il talento artistico è un tratto caratteristico della famiglia di Paul: lui e le sue tre sorelle sono tutti pittori.

οικογενής

aggettivo (νόσος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le malattie di famiglia a volte non si manifestano fino a tarda età.

οικογενειακός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέλος της βασιλικής οικογένειας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il Principe William è un membro della famiglia reale.
Ο πρίγκιπας Γουίλιαμ είναι γαλαζοαίματος.

Hornero

sostantivo maschile (ornitologia) (πτηνό Ν. Αμερικής)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γονικός έλεγχος

οικονομική συσκευασία

locuzione aggettivale

ξεριζωμένος

locuzione aggettivale (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Quando la sua famiglia morì in un improvviso incidente, Amy si ritrovò senza radici.

μεγάλη σακούλα

sostantivo femminile (informale)

Al giorno d'oggi le patatine si trovano solo in confezioni famiglia; non si può più comprarne delle piccole confezioni.

οικογενειακού μεγέθους

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οι βασιλιάδες

La famiglia reale non è benvoluta da tutti nel Regno Unito.
Η βασιλική οικογένεια δεν είναι συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.

οικονομικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy ha comprato un pacco di carta igienica formato convenienza.
Η Γουέντυ αγόρασε μια οικονομική συσκευασία χαρτί υγείας.

ανασυγκροτημένη οικογένεια

sostantivo femminile

οικογενειακά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρκτία των σταυρανθών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργαλείο

sostantivo plurale maschile (figurato, colloquiale: genitali maschili) (μεταφορικά, αργκό: ανδρικό μόριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Simon si aprì la patta e mostrò a Marie i gioielli di famiglia.

οικογενειακή επιχείρηση

sostantivo femminile

στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Lucy vive in una casa famiglia per adulti con disabilità intellettive.

χρόνος με την οικογένεια

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του famiglia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του famiglia

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.