Τι σημαίνει το guadagnare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης guadagnare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guadagnare στο Ιταλικό.

Η λέξη guadagnare στο Ιταλικό σημαίνει κερδίζω, κερδίζω χρήματα, αποκομίζω κέρδος, κερδίζω, αποκτώ, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, βγάζω, παίρνω, βγάζω, αποκτώ, κερδίζω, κερδίζω, αποκτώ, παίρνω, κερδίζω, επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, παίρνω με το μέρος μου, που δεν δίνει μονάδες, για λόγους συντομίας, κερδίζω χρόνο, κάνω περιουσία, παίρνω το πάνω χέρι, παίρνω προβάδισμα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα, κερδίζω έδαφος, κερδίζω χρόνο, κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής, κερδίζω πόντους, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, αποκτώ το πλεονέκτημα, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, σχέδιο γρήγορου πλουτισμού, κερδίζω χρόνο, βγάζω καθαρό κέρδος, βγάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης guadagnare

κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (denaro) (εισόδημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quanto guadagnerai a settimana con il tuo nuovo lavoro?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο.

κερδίζω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te ne stai tranquillo a casa perché sono io che guadagno.
Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά.

αποκομίζω κέρδος

verbo transitivo o transitivo pronominale

Investendo saggiamente, guadagneremo.
Αν επενδύσουμε έξυπνα, θα βγάλουμε χρήματα.

κερδίζω, αποκτώ

(επιπλέον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mese scorso ha guadagnato cinque nuovi clienti.
Κέρδισε (or: απέκτησε) πέντε ακόμα πελάτες τον τελευταίο μήνα.

σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le azioni hanno guadagnato il 3% la settimana scorsa.

βγάζω

(κέρδος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μισθό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guadagna uno stipendio alto.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff guadagna 80.000 dollari all'anno.

αποκτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha guadagnato gli elogi di tutti i suoi colleghi per aver lavorato così sodo.

κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha conquistato un posto nella squadra olimpica.

κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si aspettano di guadagnare oltre un milione di dollari.

αποκτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cittadini hanno ottenuto il diritto di mandare i loro figli in una scuola diversa.
Οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να στέλνουν τα παιδιά τους σε διαφορετικό σχολείο.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riceve un buono stipendio per il suo duro lavoro.

κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il film ha incassato 20 milioni di dollari nella sua prima settimana nelle sale.

επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ

Se tu volessi consigliarci, potremmo trarre grossi vantaggi dalla tua esperienza.
Η εταιρεία θα βγάλει κέρδος από τη συγχώνευση.

κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ

Possiamo tutti trarre vantaggio da questa informazione.
Εάν είχατε τη διάθεση να μας συμβουλέψεις, θα κερδίζαμε από τις γνώσεις σας.

παίρνω με το μέρος μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il candidato ha guadagnato molti sostenitori.

που δεν δίνει μονάδες

locuzione aggettivale (scuola, università) (σπουδές, παν/μιο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

για λόγους συντομίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω χρόνο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'uso principale del farmaco è per guadagnare tempo rallentando la diffusione della malattia.

κάνω περιουσία

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quella donna d'affari ha fatto i soldi con il commercio al dettaglio.

παίρνω το πάνω χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω προβάδισμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua bicicletta iniziava a guadagnare velocità mentre pedalava giù per la collina.

κερδίζω έδαφος

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Poco a poco stiamo guadagnando terreno.

κερδίζω χρόνο

verbo transitivo o transitivo pronominale

Dobbiamo guadagnare tempo per poter agire indisturbati.

κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω πόντους

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: entrare nel favore di) (μτφ: γίνομαι αρεστός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. New: Νομίζω πως μετά το πρώτο μας ραντεβού έχω κερδίσει πόντους και ελπίζω να με πάρει γρήγορα τηλέφωνο για να ξαναβρεθούμε.

βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Naylor guadagnava dalla vendita di titoli a prezzi più alti di quanto aveva pagato per comprarli.

αποκτώ το πλεονέκτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale (vantaggio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compagnia ha guadagnato una lunghezza adottando un nuovo modello di business.
Η εταιρεία πήρε το προβάδισμα υιοθετώντας ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο.

βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compagnia guadagnava dalla vendita di licenze del suo sistema operativo ai produttori di dispositivi mobili.
Η εταιρεία έβγαλε κέρδος από την πώληση αδειών του λειτουργικού συστήματός της σε κατασκευαστές κινητών συσκευών.

σχέδιο γρήγορου πλουτισμού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κερδίζω χρόνο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω καθαρό κέρδος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne ha guadagnato un milione al netto quest'anno.
Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθαρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla fine del primo anno l'azienda di Ben ha guadagnato al netto circa ventimila dollari.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guadagnare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.