Τι σημαίνει το elemento στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης elemento στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του elemento στο Ιταλικό.

Η λέξη elemento στο Ιταλικό σημαίνει στοιχείο, στοιχείο, στοιχείο, στοιχείο, στοιχείο, πτυχή, εξάρτημα, στοιχείο, φρούτο, παράγοντας, συντελεστής, άνθρωπος, συστατικό, στοιχείο, σημείο, χαρακτηριστικό, καταχώρηση, εγγραφή, καρύδι, κινητήριος δύναμη, αντίσταση, αντιστάθμισμα, κινητήρια δύναμη, σπαζοκεφαλιά, έξω από τα νερά μου, στο στοιχείο μου, επίστεψη, προσδιοριστικός, γονέας, περίπτωση, στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί, παράγοντας εντυπωσιασμού, κτ/κπ που τα αλλάζει όλα, κτ/κπ που αλλάζει τα πάντα, τελείωμα, τέλος, κτ που ξεχωρίζει, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, μπόριο, καθοριστικός παράγοντας, αυτός που κάνει τη διαφορά, θερμαντικό στοιχείο, σήμα κατατεθέν, μπελάς, μονάχος, μοναχός, μόνος, κομμάτι, μέρος που λείπει, μυστική συνταγή, απόγονος, μεμονωμένος, απαραίτητη προϋπόθεση, τα βασικά, οδηγός, νότα, πινελιά, σημείο αναφοράς, το σημαντικότερο στοιχείο, το βασικότερο, αλληλεπικάλυψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης elemento

στοιχείο

sostantivo maschile (chimica) (φυσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mendeleev ha creato la tavola periodica degli elementi. Per gli antichi Greci c'erano 4 elementi.
Ο Μεντελέγιεφ επινόησε τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Για τους αρχαίους Έλληνες, υπήρχαν τέσσερα στοιχεία.

στοιχείο

(agio, naturalezza) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane, essendo un'estroversa, è nel proprio elemento quando va alle feste.
Η Τζέιν είναι εξωστρεφής και στα πάρτυ είναι στο στοιχείο της.

στοιχείο

sostantivo maschile (chimica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'acqua è composta da due elementi: idrogeno e ossigeno.
Το νερό αποτελείται από τα στοιχεία υδρογόνο και οξυγόνο.

στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo chef stava disponendo gli elementi della pietanza sul piatto.
Ο σεφ τοποθετούσε τα στοιχεία του πιάτου στην πιατέλα.

στοιχείο

(principio costitutivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una buona conoscenza della grammatica è solo una delle componenti che servono per scrivere bene.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο του θέματος που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

πτυχή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci sono molti elementi diversi in questa narrativa.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές πτυχές σε αυτό το αφήγημα.

εξάρτημα

(μηχανή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ήταν δύσκολο να βρουν όλα τα εξαρτήματα για τη μηχανή.

στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φρούτο

(informale: persona) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Che personaggio che è.

παράγοντας, συντελεστής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il prezzo sarà uno dei fattori determinanti nel decidere quale completo nuovo comprare.
Η τιμή θα παίξει ρόλο στην απόφασή μου να αγοράσω καινούριο κοστούμι.

άνθρωπος

(informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quello è un tipo difficile.
Είναι δύσκολος άνθρωπος.

συστατικό, στοιχείο

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il vostro progetto imprenditoriale sembra avere tutti gli ingredienti per avere successo.
Το επιχειρηματικό σου σχέδιο έχει όλα τα στοιχεία (or: συστατικά) για να πετύχει.

σημείο, χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La trama non è il punto forte del film.
Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου.

καταχώρηση, εγγραφή

(informatica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tabella del database contiene 130 voci.

καρύδι

sostantivo maschile (persona) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quello là è un tipo difficile.
Αυτός ο τύπος είναι σκληρό καρύδι.

κινητήριος δύναμη

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il fattore chiave per il successo dell'azienda è stato il nome del progettista.

αντίσταση

(elettricità) (ηλεκτρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non si deve mai utilizzare un bollitore elettrico se la resistenza non è completamente ricoperta di acqua.
Ο ηλεκτρικός βραστήρας δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί, αν η αντίσταση δεν είναι πλήρως καλυμμένη από νερό.

αντιστάθμισμα

(αντίθεση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I meravigliosi panorami servono da contrappunto perfetto per la storia sottile del film.

κινητήρια δύναμη

(figurato) (μεταφορικά)

Erin era il vero motore del progetto.

σπαζοκεφαλιά

(condiziona il pensiero, le idee, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξω από τα νερά μου

locuzione avverbiale (idiomatico) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ragazzo di paese era completamente fuori dal proprio elemento nella grande metropoli. Non mi è piaciuta la festa: con tutti quei tifosi di calcio mi sono sentito fuori dal mio elemento.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

στο στοιχείο μου

(figurato: a proprio agio)

Adora leggere. Mettila in una biblioteca e si sentirà a casa sua!

επίστεψη

sostantivo maschile (in architettura) (αρχιτεκτονική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσδιοριστικός

sostantivo maschile (linguistica) (γλωσσολογία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γονέας

sostantivo maschile (πληροφορική: δενδροειδής δομή δεδομένων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Στην περίπτωση της μορφοποίησης δεδομένων XML, τα περισσότερα στοιχεία έχουν πολλούς απογόνους, αλλά μόνο έναν γονέα.

περίπτωση

sostantivo maschile (colloquiale, figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Un catalogo di facile consultazione è l'elemento fondamentale di una buona biblioteca.

παράγοντας εντυπωσιασμού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κτ/κπ που τα αλλάζει όλα, κτ/κπ που αλλάζει τα πάντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελείωμα, τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κτ που ξεχωρίζει

sostantivo maschile (arredamento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Τζέιν αγόρασε το τραπέζι για να κάνει αντίθεση στο σαλόνι της.

που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα

(persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπόριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθοριστικός παράγοντας

αυτός που κάνει τη διαφορά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θερμαντικό στοιχείο

sostantivo maschile

σήμα κατατεθέν

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Fare buona ricerca è il tratto caratteristico di un bravo accademico.
Η καλή έρευνα είναι το σήμα κατατεθέν του καλού ακαδημαϊκού.

μπελάς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il buffone della classe è un elemento di disturbo e andrebbe espulso.
Ο καραγκιόζης της τάξης είναι μπελάς και θα έπρεπε να αποβληθεί.

μονάχος, μοναχός, μόνος

sostantivo maschile (individuo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κομμάτι, μέρος που λείπει

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μυστική συνταγή

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά: της επιτυχίας)

απόγονος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μεμονωμένος

sostantivo maschile (oggetto)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απαραίτητη προϋπόθεση

sostantivo maschile

Una buona conoscenza della grammatica è un elemento essenziale per questo lavoro.
Η καλή γνώση της γραμματικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση σ' αυτή τη δουλειά.

τα βασικά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questi sono gli elementi basilari del progetto, li dobbiamo capire bene.
Αυτά είναι τα τα βασικά στοιχεία αυτού του πρότζεκτ. Πρέπει να τα πετύχουμε.

οδηγός

(meccanica) (μηχανολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'elemento motore di questa macchina non funziona: dovrò portarlo a riparare.

νότα, πινελιά

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gonna era nera con dei nastri rossi come elementi distintivi.

σημείο αναφοράς

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το σημαντικότερο στοιχείο, το βασικότερο

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλληλεπικάλυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του elemento στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.