Τι σημαίνει το richiesta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης richiesta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του richiesta στο Ιταλικό.
Η λέξη richiesta στο Ιταλικό σημαίνει ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, απαιτώ, επιβάλλω, επιβάλλω, γίνομαι απαιτητός, παίρνω, ζητώ, ζητώ, απαιτώ, γράφω για να ζητήσω κτ, υποβάλλω αίτηση, απαιτώ, αίτημα, αίτημα, αίτημα, αίτηση, απαίτηση, απαίτηση, έκκληση, πίεση, αίτημα, ζήτηση, αξίωση, απαίτηση, αίτηση, ερώτημα, αίτημα, απαιτούμενος, περιζήτητος, που ζητείται, επιθυμητός, που ζητείται, που αναζητείται, απαραίτητος, στη μόδα, που αναζητείται, απαιτούμενος, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, καλώ κπ να υποβάλει κτ, στοιχίζω, κοστίζω, παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο, παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα, παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό, απαιτώ πληρωμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης richiesta
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha richiesto più tempo per finire la relazione. ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ή να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ha chiesto di finire il lavoro entro venerdì. Της ζήτησε να τελειώσει τη δουλειά έως την Παρασκευή. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il poliziotto mi ha chiesto patente e libretto. Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per richiedere un nuovo documento, compilare il modulo allegato. |
απαιτώ, επιβάλλω(να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ricetta richiede zucchero di canna, non di barbabietola. La situazione richiede una risposta calma e ponderata. |
γίνομαι απαιτητόςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il pagamento del debito può essere richiesto in qualsiasi momento. Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή. |
παίρνω(consentire) (ανταλακτικό, εξάρτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa lampada richiede delle lampadine speciali. |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: κτ από κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'artista sollecitò delle opinioni sulla sua nuova scultura. |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore ha richiesto un'indagine. Il cancelliere del tribunale ha chiesto silenzio in aula. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo compito richiede un alto grado di concentrazione. Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης. |
γράφω για να ζητήσω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joe ordinò la crema per la pelle che aveva visto pubblicizzata nella rivista. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νομίζω ότι θα ζητήσω γραπτώς εκείνο το καινούριο βιβλίο που είδα στο Άμαζον. |
υποβάλλω αίτηση(για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thomas ha fatto domanda per una carta di credito. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pretende dedizione dai suoi dipendenti. Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του. |
αίτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sua richiesta è stata respinta per mancanza di fondi. Το αίτημα απορρίφθηκε λόγω έλλειψης κονδυλίων. |
αίτημαsostantivo femminile (informatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non siamo in grado di processare la sua richiesta; riprovi più tardi. Δεν μπορούμε να διεκπεραιώσουμε το αίτημά σας. Προσπαθήστε και πάλι αργότερα. |
αίτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Qual è la sua richiesta? Un foglio e una penna? Daglieli. Τι ζητάει; Χαρτί και μολύβι; Να του τα δώσετε. |
αίτηση(για δάνειο, εργασία κλπ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua richiesta di prestito è stata rifiutata. Η αίτησή του για δάνειο απορρίφθηκε. |
απαίτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La richiesta di una più ampia democrazia è stata ignorata. Η απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία αγνοήθηκε. |
απαίτησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha fatto causa con una richiesta di 5000 $. Έκανε μήνυση με απαίτηση 5.000 δολαρίων. |
έκκλησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La richiesta di ulteriore tempo per preparare il caso è stata rifiutata. Το αίτημά του για περισσότερο χρόνο, ώστε να προετοιμάσει την υπόθεση, δεν έγινε δεκτό. |
πίεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per favore non avanzare ulteriori pretese verso la famiglia. |
αίτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I lavoratori minacciavano di scioperare se le loro tre richieste non fossero state soddisfatte. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είχε την απαίτηση να του φτιάχνω καφέ! |
ζήτησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Di questi tempi ormai c'è poca richiesta per le riparazioni di macchine da scrivere. Δεν υπάρχει πολλή ζήτηση για επιδιορθώσεις γραφομηχανών σήμερα. |
αξίωση, απαίτησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αίτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per avere la carta della biblioteca, basta il modulo di richiesta compilato e una foto tessera. Για να πάρετε κάρτα για τη βιβλιοθήκη χρειάζεστε μόνο μια συμπληρωμένη αίτηση και ένα αποδεικτικό ταυτότητας με φωτογραφία. |
ερώτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kyle ha inviato una richiesta alla reception. Ellie lavora in un call center dove gestisce delle richieste. Ο Κάιλ υπέβαλε ένα αίτημα στη γραμματεία. |
αίτημα(νομικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giudice ha rigettato l'istanza del ricorrente per ritardare il procedimento. Ο δικαστής απέρριψε το αίτημα του κατηγόρου για αναβολή της διαδικασίας. |
απαιτούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Αναρωτιέμαι, έχει άραγε τις αναγκαίες (or: απαραίτητες) δεξιότητες για τη δουλειά; |
περιζήτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qui gli alloggi economici sono sempre richiesti. |
που ζητείταιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si prega di allegare la documentazione richiesta alla propria domanda. |
επιθυμητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fate asciugare la salsa finché non raggiunge la consistenza richiesta. |
που ζητείται, που αναζητείταιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαραίτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non avevamo tutti gli ingredienti richiesti nella ricetta. Δεν είχαμε όλα τα απαραίτητα υλικά για την συνταγή. |
στη μόδα(alla moda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'articolo più richiesto quest'anno è la camicia stampata. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πιο χοτ μπότες φέτος έχουν τετράγωνο τακούνι. |
που αναζητείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο χαμένος άντρας βρέθηκε τελικά. |
απαιτούμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Nessuno aveva fornito le informazioni necessarie così la riunione è stata rinviata. Δεν έφερε κανείς τις απαιτούμενες (or: απαραίτητες) πληροφορίες και έτσι το μίτινγκ αναβλήθηκε. |
ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La senzatetto mi chiese del denaro. Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά. |
ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mia sorella mi ha chiesto di passarle il sale. Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι. |
καλώ κπ να υποβάλει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση. |
στοιχίζω, κοστίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σε κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tre anni di lavoro incessante, sette giorni su sette e senza vacanze, ha richiesto un pesante tributo: la salute di John ne ha pesantemente risentito. |
παίρνω ώρα, παίρνω χρόνοverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό(μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαιτώ πληρωμήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta ai nuovi clienti chiedevo il pagamento anticipato. Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του richiesta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του richiesta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.