Τι σημαίνει το forte στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forte στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forte στο Ιταλικό.

Η λέξη forte στο Ιταλικό σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δυνατός, δυνατός, έντονος, δυνατός, ισχυρός, πειστικός, ισχυρός, δυνατός, ισχυρός, ικανός, έντονος, άσεμνος, μεγάλος, έντονος, δυνατός, βαρύς, δυνατός, υψηλός, φρούριο, οχυρό, ιδιαίτερη ικανότητα, που συνηθίζει να κάνει κάτι, βαρύς, έντονος, φόρτε, δυνατά, φωναχτά, φρούριο, φόρτε, φόρτε, γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος, βαρύς, σκληρός, ισχυρός, δυνατός, σκληραγωγημένος, οξύς, σκληρός, αυστηρός, πάρα πολύ δυνατός, δυνατά, ισχυρός, άτεγκτος, αυστηρός, δυνατός, δυνατός, έντονος, τσουχτερός, έντονος, δυνατός, διαπεραστικός, έντονος, άσχημος, δυνατός, έντονος, βαρύς, πικάντικος, οξύς, βαθύς, ουσιαστικός, μεγάλος, πολύς, δυνατός, ισχυρός, έντονος, δυνατός, μεγάλος, δυνατός, δυνατός, ενεργητικός, δραστήριος, ειδικότητα, δυνατός, έντονος, έντονος, διαπεραστικός, δυναμικός, δυνατός, δυνατός, ισχυρός, συντριπτικός, εξοντωτικός, ηχηρός, μεγάλης αντοχής, δυναμικός, έντονα, οχυρό, -, επιδραστικός, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, σφοδρός, αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά, πάθος, υπερσεξουαλικός, συναισθηματικά φορτισμένος, υψηλής απόδοσης, μεγάλου μεγέθους, φωνακλάς, που έχει χοντρό ράμφος, καθαρά και δυνατά, μέτζο φόρτε, μετρίως δυνατά, Πιο δυνατά!, Αυτό ξαναπέστο!, Σωστά!, μεγαλύτερο πλήγμα, τρυφερό τετ-α-τετ, αψάδα, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, και ο πρώτος, έντονος πονοκέφαλος, μεγάλη ισχύς, επιρροή, μεγάλος σεβασμός, σκληρό χτύπημα/πλήγμα, μηλίτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forte

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

aggettivo (grammatica)

In tedesco i nomi forti non prendono la -n.

δυνατός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arnold è un uomo forte.
Ο Αντρέας είναι δυνατός άντρας.

δυνατός, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa pietanza ha un odore forte.
Αυτό το φαγητό έχει πολύ δυνατή (or: έντονη) μυρωδιά.

δυνατός, ισχυρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho un forte sistema immunitario.
Έχω ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα.

πειστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai un argomento forte.
Έχεις ένα ισχυρό (or: πειστικό) επιχείρημα.

ισχυρός, δυνατός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kim ha una volontà forte.
Η Κιμ έχει ισχυρή θέληση.

ισχυρός

aggettivo (grammatica) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
'Swim' è un verbo forte.

ικανός

aggettivo (sport)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lance è un difensore forte.

έντονος

aggettivo (accento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il tassista ha un accento forte.

άσεμνος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo film contiene un linguaggio forte.

μεγάλος, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah ha una forte somiglianza con suo cugino.

δυνατός, βαρύς

aggettivo (alcolici) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è un cocktail forte.

δυνατός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai degli occhiali forti.

υψηλός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lily possiede una profonda intelligenza.
Η Λίλη διαθέτει υψηλή νοημοσύνη.

φρούριο, οχυρό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'era un vecchio forte di legno accanto al fiume.
Υπάρχει ένα παλιό ξύλινο οχυρό δίπλα στο ποτάμι.

ιδιαίτερη ικανότητα

(punto forte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Essere sensibile nei confronti dei suoi affittuari non è proprio il suo forte.

που συνηθίζει να κάνει κάτι

aggettivo (informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gianna è forte con i giochi di prestigio.

βαρύς, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata una pioggia forte, quella di ieri sera.
Χθες το βράδυ έπεσε δυνατή βροχή.

φόρτε

avverbio (musica) (μουσική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il passaggio dapprima è cantato piano e poi forte.

δυνατά, φωναχτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι θεατές στην ταινία απέφυγαν να μιλήσουν δυνατά κατά τη διάρκειά της παράστασης.

φρούριο

(fortezza)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φόρτε

aggettivo (musica)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φόρτε

sostantivo maschile (musica)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Il quadro trasmette un forte senso di tristezza.
Ο πίνακας μεταδίδει ένα έντονο αίσθημα θλίψης.

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo straniero aveva un forte accento.

σκληρός

(alcolici) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Ho bisogno di un drink forte," disse Daphne quando si rese conto di aver vinto alla lotteria.

ισχυρός

aggettivo (valuta) (νόμισμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατός

aggettivo (ψυχικά, συναισθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul ha perso il lavoro, sua moglie lo ha lasciato e la banca si è ripresa la casa ma lui continua ad andare avanti: è molto forte.
Ο Πολ έχασε τη δουλειά του, τον παράτησε η γυναίκα του και το σπίτι του κατασχέθηκε από την τράπεζα, αλλά συνεχίζει να τα βγάζει πέρα. Είναι πολύ δυνατός.

σκληραγωγημένος

aggettivo (persona) (άτομο)

Ian è una persona molto forte e credo che possa viaggiare zaino in spalla senza alcun problema.

οξύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός, αυστηρός

aggettivo (vento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάρα πολύ δυνατός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Mi piacciono le strette di mano risolute: non molle, ma neanche troppo energiche.
Μου αρέσουν οι σφιχτές χειραψίες. Δεν θέλω να είναι ούτε χλιαρές ούτε να σου σπάνε τα κόκαλα.

δυνατά

(ad alto volume)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ma devi ascoltare questa musica tremenda così forte?
Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά;

ισχυρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La direttrice è una donna forte.
Η διευθύντρια είναι ισχυρή γυναίκα.

άτεγκτος, αυστηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli ha dato un colpo forte alla testa.
Του επέφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.

δυνατός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il film trasmetteva un messaggio forte.
Η ταινία περνούσε ένα δυνατό μήνυμα.

έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo veemente respingimento di ogni accusa ha finito per insospettire tutti.
Η έντονος άρνηση των κατηγοριών τους έκανε να τον υποπτευθούν.

τσουχτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La brezza improvvisa fu violenta e li lasciò senza fiato.

έντονος, δυνατός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un vino rosso forte, pieno di sapori intensi.
Αυτό είναι ένα έντονο κόκκινο κρασί με δυνατή γεύση.

διαπεραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il forte grido di Samantha era stato sentito fino nella strada accanto.

έντονος

aggettivo (accento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim veniva dallo Yorkshire e parlava con un forte accento.
Ο Τιμ ήταν από το Γιορκσάιρ και μιλούσε με έντονη προφορά.

άσχημος, δυνατός, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prendi questi analgesici se il dolore diventa troppo forte.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

βαρύς

(alcolici) (με πολύ αλκοόλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beve solo liquori forti, la birra mai.
Πίνει μόνο βαριά ποτά και ποτέ μπύρα.

πικάντικος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo formaggio è troppo forte. Ne preferisco uno più dolce.
Είναι πραγματικά πικάντικο αυτό το τυρί. Προτιμώ κάτι με πιο ήπια γεύση.

οξύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha dato un forte sculaccione al bambino.

βαθύς, ουσιαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha un forte interesse per la politica.
Διακατέχεται από βαθύ (or: ουσιαστικό) ενδιαφέρον για την πολιτική.

μεγάλος, πολύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aveva un forte appetito quindi ordinò due bistecche.
Είχε μεγάλη (or: πολλή) όρεξη και παρήγγειλε δύο μπριζόλες.

δυνατός, ισχυρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fuori soffiava un vento teso che scuoteva i rami degli alberi.

έντονος, δυνατός, μεγάλος

aggettivo (emozione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah provò un forte orgoglio quando il figlio fu premiato per il suo coraggio.

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η μουσική στο μπαρ ήταν τόσο δυνατή που δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι λέγαμε. Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο.

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika è molto robusta: ha fatto il trasloco senza alcun aiuto.
Η Έρικα είναι πολύ δυνατή, μετακόμισε χωρίς καμία βοήθεια.

ενεργητικός, δραστήριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esercizi vigorosi potrebbero aiutare a ridurre il rischio di contrarre l'influenza.

ειδικότητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fare torte è la specialità di Dan.

δυνατός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli squali hanno potenti fauci.
Οι καρχαρίες έχουν δυνατά σαγόνια.

έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli atleti hanno dovuto giocare nel caldo intenso e una persona è finita all'ospedale.
Οι αθλητές έπρεπε να παίξουν σε αφόρητη ζέστη και ένας χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.

έντονος, διαπεραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non mangerei mai una cosa con un odore così pungente.

δυναμικός, δυνατός

(άτομο, ομιλία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατός, ισχυρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il composto era troppo potente per essere usato sull'uomo.
Το διάλυμα ήταν υπερβολικά δυνατό (or: ισχυρό) για να χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους.

συντριπτικός, εξοντωτικός

(χτύπημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un pugno tremendo l'ha fatto volare per la stanza.
Ένα συντριπτικό χτύπημα τον έκανε να γυρνάει σβούρες στο δωμάτιο.

ηχηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo l'esibizione, una fragorosa esultanza riecheggiò nella stanza.

μεγάλης αντοχής

(δεν καταστρέφεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi sacchetti di plastica resistenti non si strappano né lacerano con facilità.
Η μορφίνη είναι ένα δυνατό παυσίπονο.

δυναμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οχυρό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fortezza era sorvegliata pesantemente e non c'era alcun modo di entrare senza essere visti.

-

(figurato: quantità) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La folla era forte di 1000 persone.
Το πλήθος αποτελείτο από 1000 άτομα. Εμφανίστηκαν 100 εθελοντές για τον καθαρισμό της παραλίας.

επιδραστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σφοδρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intensa battaglia continuò fino a notte fonda.

αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά

Tim ha abbracciato forte la sua ragazza prima di andare via.

πάθος

(έντονο συναίσθημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tema della caccia alla volpe provoca un impeto in molte persone.
Το θέμα του κυνηγιού της αλεπούς ξεσηκώνει τα πάθη σε πολλούς ανθρώπους.

υπερσεξουαλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συναισθηματικά φορτισμένος

aggettivo

υψηλής απόδοσης

aggettivo (finanza)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεγάλου μεγέθους

sostantivo femminile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Oggigiorno si producono vestiti per taglie forti molto belli per le donne più grasse.

φωνακλάς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει χοντρό ράμφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρά και δυνατά

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ti sento forte e chiaro, faremo il progetto come vuoi tu.

μέτζο φόρτε, μετρίως δυνατά

avverbio (musica) (μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Questa parte deve essere suonata mezzo forte, aumentando a forte alla fine della battuta 29.

Πιο δυνατά!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parla più forte! Nessuno riesce a sentirti!

Αυτό ξαναπέστο!

interiezione (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Questo nuovo gadget è semplicemente geniale!" "Puoi dirlo forte!"

Σωστά!

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεγαλύτερο πλήγμα

sostantivo maschile

L'impatto più forte della tempesta sarà sulle case lungo la costa.

τρυφερό τετ-α-τετ

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Li ho trovati che si scambiavano un abbraccio forte dietro allo stadio.

αψάδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa caramella ha un sapore forte; è aspra ma deliziosa!

μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση

sostantivo femminile

C'è una forte domanda per le utilitarie, signore.

και ο πρώτος

sostantivo femminile (colloquiale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo nuovo tablet è davvero roba forte.

έντονος πονοκέφαλος

Potresti spegnere la musica? Mi sta facendo venire un mal di testa insopportabile.

μεγάλη ισχύς, επιρροή

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La chiesa in passato esercitava un forte potere su tutti gli strati della popolazione.

μεγάλος σεβασμός

sostantivo maschile

Mi ha sempre trattato con molto rispetto.

σκληρό χτύπημα/πλήγμα

sostantivo maschile (medicina) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il pugno al mento l'ha atterrato, ma è stato il forte colpo alle costole a fargli male.

μηλίτης

sostantivo maschile (ad alta gradazione alcolica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quella taverna serve il miglior sidro forte di tutto lo stato.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forte στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.