Τι σημαίνει το massa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης massa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του massa στο Ιταλικό.

Η λέξη massa στο Ιταλικό σημαίνει μάζα, κόσμος, πλήθος, βάρος, οι πολλοί, το πλήθος, οι μάζες, τούφα, μάζα, κόμπος, αφθονία, πλήθος, συγκέντρωση, συνάθροιση, πρόβατα, πλήθος, ορδές, πλήθος, ορδή, σβώλος, λαός, ο λαός, μαζικός, μάζα, πολλοί, τουριστικός, έξοδος, περιοχή, γη, επιφάνεια εδάφους, ένωση, συνένωση, ενοποιούμαι, αδύνατος, ομαδικώς, μακριά από τουριστικά μέρη, μάζα, μαζική αποθήκευση, ποπ κουλτούρα, ατομική μάζα, μαζική επίθεση, μαζική επικοινωνία, μαζική καταστροφή, μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία, μαζική καταστροφή, μαζική παραγωγή, δείκτης μάζας σώματος, τεράστια απήχηση, μαζική απήχηση, προϊόν ευρείας κατανάλωσης, μαζική αποστολή, πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής, μυϊκή μάζα, κρίσιμη μάζα, ευρύ καταναλωτικό κοινό, μάζα αέρος, μάζα λίπους σε υπόνομο, όπλα μαζικής καταστροφής, όπλα μαζικής καταστροφής, ακολουθώ τον συρμό, κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω, συρρέω, παράγω κτ μαζικά, μαζικής παραγωγής, σύννεφο, σωρός, ατομική μάζα, μήνυμα μαζικής αποστολής, όγκος, επιστρέφω σωρηδόν, ξεχύνομαι, νεκρό βάρος, μάζα, σχηματίζω ομάδα, μεγάλος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μαζική κουλτούρα, μετακίνηση μαζών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης massa

μάζα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli studenti apprendevano come misurare la massa dei corpi celesti.
Οι μαθητές έμαθαν πως να μετρούν τη μάζα των ουράνιων αντικειμένων.

κόσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο κόσμος σιγά προχωρούσε στους δρόμους.

πλήθος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La massa di fan tra il pubblico era più rumorosa del gruppo.

βάρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οι πολλοί, το πλήθος, οι μάζες

sostantivo femminile (popolo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La maggior parte dei programmi televisivi è uno schifo, ma se la massa continua guardare certe cose, stai pur certo che continueranno a mandarle in onda.

τούφα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il suo viso era circondato da una massa di capelli neri.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόμπος

sostantivo femminile (di capelli) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'uomo aveva una grossa massa di capelli biondi.

αφθονία

sostantivo femminile (di [qlcs])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era orgoglioso della sua massa di capelli neri riccioluti.

πλήθος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Era così bella che non avrebbe mai potuto confondersi nella massa.
Ήταν τόσο όμορφη που ποτέ δε θα μπορούσε να χαθεί μέσα στο πλήθος.

συγκέντρωση, συνάθροιση

(di persone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόβατα

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La gente di questo stato è un gregge: fanno qualsiasi cosa dice il governo.

πλήθος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La moltitudine di persone dirette verso l'aeroporto ha creato un ingorgo stradale in autostrada.

ορδές

sostantivo femminile (λόγιος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Una folla di fan incontrò i Beatles quando arrivarono negli Stati Uniti.

πλήθος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο Κιθ πρέπει να είναι βιβλιοφάγος, καθώς έχει πλήθος βιβλίων στα ράφια του.

ορδή

(spregiativo: di persone) (συνήθως πληθ, συχνά αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το τεράστιο μπουλούκι ανθρώπων διέσχισε αργά το μουσείο.

σβώλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il sugo era pieno di grumi.
Η σάλτσα ήταν γεμάτη σβώλους.

λαός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il governatore doveva fare attenzione a non far arrabbiare la gente.
Ο κυβερνήτης έπρεπε να είναι προσεκτικός για να μην εξαγριώσει τον λαό.

ο λαός

sostantivo femminile

μαζικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le proteste di massa avvenivano nella grande città.
Μαζικές διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα.

μάζα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I libri tascabili furono concepiti per rendere la lettura più accessibile alle masse.

πολλοί

sostantivo femminile (informale, figurato: grande quantità)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non posso uscire questa sera: ho una marea di compiti da fare.

τουριστικός

aggettivo (dispregiativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Luke odia le destinazioni turistiche e passa le vacanze solo in posti meno conosciuti come la Croazia.

έξοδος

(αναχώρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'esodo degli orsetti lavatori dalla città stupì tutti.

περιοχή, γη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'Africa è un continente gigante.

επιφάνεια εδάφους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένωση, συνένωση

(διαδικασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αδύνατος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ομαδικώς

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I contestatori arrivarono in centro città in massa.

μακριά από τουριστικά μέρη

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Preferiamo mangiare con le persone del luogo, in piccoli ristoranti in zone poco conosciute.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non ho capito cos'era la massa informe verde che mi ha messo nel piatto.

μαζική αποθήκευση

sostantivo femminile (informatica)

I CD-ROM, i DVD e i dischi rigidi esterni sono tutti dispositivi utili di memoria di massa.

ποπ κουλτούρα

sostantivo femminile (tecnico: sociologia)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I Beatles erano delle icone della cultura di massa negli anni '60.

ατομική μάζα

sostantivo femminile

L'idrogeno ha la massa atomica più piccola.

μαζική επίθεση

sostantivo maschile

μαζική επικοινωνία

sostantivo femminile

Televisione, radio e giornali sono esempi di mezzi di comunicazione di massa perché raggiungono un largo numero di persone.

μαζική καταστροφή

sostantivo femminile

Le armi di distruzione di massa hanno lo scopo di colpire vaste aree e uccidere quante più persone possibile senza differenziare tra militari e civili.

μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία

sostantivo maschile

Jonestown, nella Guyana, è tristemente famosa per il suicidio di massa che vi ebbe luogo nel 1978.

μαζική καταστροφή

sostantivo femminile

μαζική παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry Ford ha applicato le tecniche della produzione di massa alle automobili.

δείκτης μάζας σώματος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ieri ho calcolato il mio indice di massa corporea e ho scoperto che sono leggermente sovrappeso.

τεράστια απήχηση, μαζική απήχηση

sostantivo maschile

προϊόν ευρείας κατανάλωσης

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζική αποστολή

sostantivo maschile (πολλοί παραλήπτες)

πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μυϊκή μάζα

sostantivo femminile

κρίσιμη μάζα

sostantivo femminile (fisica nucleare)

ευρύ καταναλωτικό κοινό

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'automobile è stata progettata nuovamente per attirare il mercato di massa.
Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

μάζα αέρος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μάζα λίπους σε υπόνομο

sostantivo femminile (in fognature, condotte, ecc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όπλα μαζικής καταστροφής

sostantivo plurale femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo l'invasione non è stata trovata nessuna arma di distruzione di massa.
Δε βρέθηκαν καθόλου όπλα μαζικής καταστροφής μετά την εισβολή.

όπλα μαζικής καταστροφής

sostantivo plurale femminile

ακολουθώ τον συρμό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi sono sempre rifiutato di seguire la massa.

κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lamentele arrivarono in massa appena furono diffusi i commenti critici sull'operato del premier.

συρρέω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono arrivate lettere di congratulazioni a pacchi dopo il nostro matrimonio.
Μετά το γάμο μας συνέχισαν να συρρέουν ευχετήρια γράμματα.

παράγω κτ μαζικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

μαζικής παραγωγής

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'era dei quotidiani come prodotti economici per il mercato di massa sta finendo velocemente.
Γρήγορα παρέρχεται η εποχή των εφημερίδων ως φθηνών, μαζικής παραγωγής αγαθών.

σύννεφο

(di fumo, vapore) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fabbrica emetteva nuvole di fumo.

σωρός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cucina era cosparsa di una moltitudine di pentole e padelle.

ατομική μάζα

sostantivo femminile (χημεία)

La massa atomica dell'elio è 4.

μήνυμα μαζικής αποστολής

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli istituti di beneficenza inviano spesso mailing di massa chiedendo alle persone di donare soldi.

όγκος

sostantivo maschile (bodybuilding) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιστρέφω σωρηδόν

verbo intransitivo

Quando il negozio riaprì i clienti tornarono in massa.

ξεχύνομαι

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La gente iniziò ad uscire in massa dall'edificio.

νεκρό βάρος

sostantivo maschile (veicoli) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάζα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É più semplice seguire la massa che sfidare le convenzioni.

σχηματίζω ομάδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Inaspettatamente, le molecole si raggrupparono quando venne aggiunta la sostanza chimica.

μεγάλος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La polizia ha dato inizio a una caccia al fuggitivo su larga scala.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile

Gli studi principali di Lisa riguardano la comunicazione di massa, quelli secondari le scienze informatiche.

μαζική κουλτούρα

sostantivo femminile

μετακίνηση μαζών

sostantivo maschile (geologia) (γεωλογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La degradazione ha provocato questo movimento di massa.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του massa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.