Τι σημαίνει το grosso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης grosso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grosso στο Ιταλικό.
Η λέξη grosso στο Ιταλικό σημαίνει μεγάλος, δυνατός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, δυνατός, έντονος, μεγάλος, μεγάλος, τρικυμισμένος, φουρτουνιασμένος, ογκώδης, μεγαλόσωμος, πεταχτός, εύσωμος, γεροδεμένος, μεγαλόσωμος, ογκώδης, ταραγμένος, ευτραφής, εύσωμος, παχύς, παχύσαρκος, γεροδεμένος, χοντρός, πλατύς, απόλυτος, επιφανής προσωπικότητα, σχεδόν το ίδιο, τεράστιος, που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο, χοντροαλεσμένος, περίπου, χοντρικά, μεγάλο κομμάτι, σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα, κλαδί, κλωνάρι, κομματάρα, μεγάλη προσπάθεια, μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένος, το μεγάλο αφεντικό, αγρόκτημα εκτροφής προβάτων, φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσα, βραδυκίνητο ψάρι, μεγάλο σε μέγεθος και ηλικία, μεγάλο κεφάλι, υψηλά ιστάμενος, μεγάλο κεφάλι, καβαλημένος, λαχανιάζω, αρχηγός, ηγέτης, που ζορίζεται, που του έρχονται δύσκολα, μεγάλο κεφάλι, ξύλινο σφυρί, ισχυρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης grosso
μεγάλος, δυνατόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il motore è esploso facendo un grande botto e una nuvola di fumo. |
μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mia educazione ha una grande influenza sulle mie idee circa la povertà. Η ανατροφή μου άσκησε μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη φτώχεια. |
μεγάλος, δυνατός, έντονοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli avvenimenti hanno provocato grandi emozioni. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό, κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. |
μεγάλοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È pieno di grandi pretese su quello che ha intenzione di fare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πολιτικοί είναι όλο μεγάλες δηλώσεις λίγο πριν τις εκλογές. |
μεγάλοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il camion stava portando un grosso carico. Το φορτηγό μετέφερε βαρύ φορτίο. |
τρικυμισμένος, φουρτουνιασμένοςaggettivo (mare) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La barca affondava nel mare grosso. |
ογκώδης, μεγαλόσωμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un uomo alto e grosso stava sulla porta d'ingresso. Ένας ψηλός, ογκώδης άνδρας στεκόταν στην πόρτα. |
πεταχτόςaggettivo (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha dei denti così grandi che non riesce a chiudere la bocca! Τα δόντια του είναι τόσο πεταχτά που δεν μπορεί να κλείσει το στόμα του. |
εύσωμοςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ragazzo era giovane ma aveva una corporatura forte e robusta. |
ογκώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non era facile portare quell'ingombrante sacco di libri. Ο ογκώδης σάκος με τα βιβλία ήταν δύσκολο να κουβαληθεί. |
ταραγμένος(mare) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευτραφής, εύσωμοςaggettivo (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alcune persone potrebbero aver detto che mio padre è grasso, ma lui preferiva definirsi robusto. Μερικοί μπορεί να έλεγαν ότι ο πατέρας μου ήταν χοντρός, αλλά αυτός προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του παχουλό. |
παχύς, παχύσαρκοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεροδεμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il grosso pugile intimidiva un po' quando lo si incontrava. Ο γεροδεμένος μποξέρ προκαλούσε τον φόβο όταν τον συναντούσες. |
χοντρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha tirato fuori dalla borsa un libro spesso e l'ha aperto a pagina 1022. Πήρε ένα χοντρό βιβλίο από την τσάντα της και το άνοιξε στη σελίδα 1002. |
πλατύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tronco della sequoia è molto spesso alla base. |
απόλυτοςaggettivo (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dover rinnovare il passaporto è una grossa seccatura. |
επιφανής προσωπικότητα(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) William Shakespeare è stato forse il più famoso magnate della letteratura. |
σχεδόν το ίδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I due uomini erano in classe insieme a scuola, perciò hanno circa la stessa età. |
τεράστιοςaggettivo (colloquiale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anna ha notato un brufolo grosso grosso sul suo viso. |
που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο(poco importante) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Στον αδερφό σου αρέσει να πίνει καμιά μπίρα πού και πού. Σιγά το πράγμα! |
χοντροαλεσμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quando si compra il sale lo si può scegliere macinato fine o macinato grosso. |
περίπου, χοντρικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oggi Martin ha lavorato all'incirca otto ore. Ο Μάρτιν δούλεψε περίπου οχτώ ώρες σήμερα. |
μεγάλο κομμάτιsostantivo maschile Jim ha tagliato un grosso pezzo di tacchino e se lo è messo sul piatto. Ο Τζιμ έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη γαλοπούλα και το έβαλε στο πιάτο του. |
σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότηταsostantivo maschile (colloquiale: persona importante) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε σπουδαίο πρόσωπο (or: μεγάλη προσωπικότητα) στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος. |
κλαδί, κλωνάριsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il grosso ramo di una quercia si era rotto e mi sbarrava il percorso. |
κομματάραsostantivo maschile (τεράστιο τεμάχιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλη προσπάθεια
|
μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το μεγάλο αφεντικόsostantivo maschile (figurato: dirigente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Jane è il pezzo grosso della sua azienda. |
αγρόκτημα εκτροφής προβάτων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσαsostantivo maschile (nautica) (ναυτικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'equipaggio fu costretto a riportare l'imbarcazione a terra perché c'era mare grosso. |
βραδυκίνητο ψάρι, μεγάλο σε μέγεθος και ηλικία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγάλο κεφάλιsostantivo maschile (informale) (μεταφορικά) |
υψηλά ιστάμενοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Non so esattamente in cosa consista il lavoro di Maria, ma è un pezzo grosso nell'ambito del sistema giuridico. |
μεγάλο κεφάλιsostantivo maschile (figurato: persona importante) (μεταφορικά: άτομο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Alcuni pezzi grossi dei piani alti faranno visita al nostro ufficio. |
καβαλημένοςsostantivo maschile (figurato) (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
λαχανιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo la corsa mattutina Cheryl ansimava. Η Σέρυλ λαχάνιασε μετά το πρωινό τρέξιμο. |
αρχηγός, ηγέτηςsostantivo maschile (colloquiale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που ζορίζεται, που του έρχονται δύσκολα(figurato: persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per tutto l'anno scorso mio fratello è stato un grosso problema. |
μεγάλο κεφάλιsostantivo maschile (figurato: persona importante) (μεταφορικά: άτομο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ξύλινο σφυρίsostantivo maschile |
ισχυρόςsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grosso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του grosso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.