Τι σημαίνει το quarto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quarto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quarto στο Ιταλικό.
Η λέξη quarto στο Ιταλικό σημαίνει τέταρτος, ένα τέταρτο, τέταρτος, τέταρτος, τέταρτος, τέταρτο, δεκαπεντάλεπτο, τέταρτο, ο τέταρτος, ένα τέταρτο του γαλονιού, τέταρτος, δύο πίντες, λίτρο, μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού, τετραμερής, ημισέληνος, προημιτελικός, ένα τέταρτο, είκοσι πέντε λεπτά, 25 λεπτά, είκοσι πέντε σεντς, 25 σεντς, ένα τέταρτο, τέταρτο, τέταρτο, σαράντα πέντε μοιρών, 45 μοιρών, και τέταρτο, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, ένα τέταρτο γαλονιού, προημιτελικός, οχτασέλιδο, μπροστινό τέταρτο, πίσω μέρος τετράποδου, τέταρτη θέση, τέταρτο, και τέταρτο, στροφή ενενήντα μοιρών, τέταρτο φλιτζανιού, τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου, δυσκολεύω, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, σακολέβα, βιβλίο μεγέθους περίπου 24x30 cm, τελευταίο τέταρτο, πρώτο τέταρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quarto
τέταρτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate era la quarta persona in fila. Η Κέιτ ήταν το τέταρτο άτομο στη σειρά. |
ένα τέταρτο
Due ottavi formano un quarto. Ένα όγδοο και ένα όγδοο κάνουν ένα τέταρτο. |
τέταρτοςaggettivo (classificato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Selina è arrivata quarta nella prova di ginnastica, dunque non ha vinto alcuna medaglia. |
τέταρτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ron è arrivato quarto alla gara. Ο Ρον ήρθε τέταρτος στον αγώνα. |
τέταρτοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi ricordo le prime tre regole, ma ho dimenticato la quarta. Θυμάμαι τους τρεις πρώτους κανόνες αλλά ξέχασα τον τέταρτο. |
τέταρτοsostantivo maschile (frazioni) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un quarto degli utili aziendali sono donati in beneficenza. Ένα τέταρτο από τα έσοδα της εταιρείας γίνεται δωρεά για φιλανθρωπικούς σκοπούς. |
δεκαπεντάλεπτοsostantivo maschile (sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In questo quarto la squadra di casa ha giocato bene. |
τέταρτοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ora la luna è nel suo ultimo quarto. |
ο τέταρτοςaggettivo (monarca) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Luigi IV prese il trono nel 939 dC. Ο Λουδοβίκος ο ο τέταρτος ανέβηκε στον θρόνο τον 939 μ.Χ. |
ένα τέταρτο του γαλονιούsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τέταρτοςaggettivo (in una serie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύο πίντεςsostantivo maschile (misura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίτροsostantivo maschile (misura) (περίπου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La ricetta richiede un quarto di brodo di pollo. |
μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικούsostantivo maschile (bottiglia da 18,75 cl.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Uno split è una bottiglia che contiene un quarto della quantità usuale di champagne. |
τετραμερής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ημισέληνος(sottile) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προημιτελικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ένα τέταρτοsostantivo maschile Tre è un quarto di dodici. 150 corrisponde a tre quarti di 200. Το ένα τέταρτο του δώδεκα είναι το τρία. // Τα τρία τέταρτα του 200 είναι το 150. |
είκοσι πέντε λεπτά, 25 λεπτά, είκοσι πέντε σεντς, 25 σεντςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi puoi prestare un quarto di dollaro? Μπορείς να μου δανείσεις είκοσι πέντε λεπτά; |
ένα τέταρτοsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sette è un quarto di ventotto. |
τέταρτοsostantivo maschile (της ώρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'orologio della chiesa ha battuto il quarto d'ora. |
τέταρτοsostantivo maschile (της λίβρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tabitha ha comprato un quarto di libbra di caramelle alla menta. |
σαράντα πέντε μοιρών, 45 μοιρώνlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Fai un quarto di giro verso destra. |
και τέταρτο(negli orari) (ώρα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È arrivato alle nove e un quarto. |
παρά τέταρτο(negli orari) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci vediamo all'una meno un quarto. Del pomeriggio, s'intende. |
παρά τέταρτο(negli orari) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Manca quasi un quarto alle cinque, stiamo facendo tardi. Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει |
ένα τέταρτο γαλονιούsostantivo maschile (misura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho bisogno soltanto di un quarto di gallone di latte, ma questo negozio ha solo galloni. |
προημιτελικόςsostantivo maschile (sport) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La cittadinanza era entusiasta per i quarti di finale della gara canora. |
οχτασέλιδοsostantivo femminile (legatoria) La British Library ha una collezione di pagine in quarto di Shakespeare. |
μπροστινό τέταρτοsostantivo maschile (di animale) (μπροστά πόδι ζώου, ομωπλάτη κλπ) |
πίσω μέρος τετράποδουsostantivo maschile (di animale quadrupede) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τέταρτη θέσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τέταρτοsostantivo maschile (της ώρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Come al solito è in ritardo di almeno un quarto d'ora! |
και τέταρτο(negli orari) (χρόνος) Ora sono le tre; posso stare fino alle tre e un quarto. Τώρα είναι τρεις. Μπορώ να μείνω εδώ μέχρι τις και τέταρτο. |
στροφή ενενήντα μοιρών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τέταρτο φλιτζανιού(USA) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου(sixth form: Regno Unito) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Lucy frequenta il quarto anno di scuola superiore e si prepara per l'esame finale. |
δυσκολεύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα λέω ένα χεράκι σε κπ(figurato, informale: ramanzina) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σακολέβα(vela) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιβλίο μεγέθους περίπου 24x30 cmlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ho comprato una bellissima edizione in quarto delle illustrazioni di Blake della Divina Commedia di Dante. |
τελευταίο τέταρτοsostantivo maschile |
πρώτο τέταρτοsostantivo maschile (astronomia) (φάσεις σελήνης) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quarto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του quarto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.