Τι σημαίνει το spuntare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spuntare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spuntare στο Ιταλικό.
Η λέξη spuntare στο Ιταλικό σημαίνει επιλέγω, σημειώνω, φυτρώνω, ξεπετάγομαι, πετάγομαι, τικάρω, μαρκάρω, διαγράφω, κρυφοκοιτάζω, φυτρώνω, εμφανίζομαι, αποκτώ κηλίδες, φυτρώνω, τσεκάρω, τικάρω, ανεγείρομαι, γεννιέμαι, φυτρώνω, εξανθώ, ξεπροβάλλω, αμβλύνω, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι, εμφανίζομαι, ξεφυτρώνω, ψαλιδίζω, σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο, δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, κόβω, κουρεύω, τικάρω, τσεκάρω, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω, πετάγομαι, βγαίνω, κόβω, κόβω, δημοσιεύομαι, -, -, ανατέλλω, προέρχομαι, βγαίνω, αυγή, χαραυγή, προεξέχω, πετάγομαι, εμφανίζομαι, ανακύπτω, προεξέχω, προεξέχω από κτ, αντικείμενο σε λίστα, εξέχω, προεξέχω, προεκβάλλω, προεξέχω, προβάλλω, εκβλαστάνω, εκβλασταίνω, ανατολή, ανατολή σελήνης, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spuntare
επιλέγω, σημειώνω(segno di spunta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spuntare la casella per l'accettazione. |
φυτρώνω(για φυτά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I semi cominciano a spuntare all'inizio della stagione di crescita. Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης. |
ξεπετάγομαι, πετάγομαιverbo intransitivo (figurato, informale: apparire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Data la situazione economica, nella mia città stanno spuntando negozi discount da tutte le parti. Πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα έχουν ξαφνικά αρχίσει να ξεπετάγονται στην πόλη μου. |
τικάρω, μαρκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (lista) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fai una lista delle cose da fare e spuntale man mano che le hai finite di fare. |
κρυφοκοιτάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φυτρώνω, εμφανίζομαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con l'avvicinarsi delle elezioni, spuntano manifesti elettorali a tutti gli angoli delle strade. |
αποκτώ κηλίδες(pelle: imperfezioni, macchie, brufoli) Quando mangio latticini mi spuntano delle macchie sulla pelle. |
φυτρώνωverbo intransitivo (capelli, barba) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cerco di strappare le sopracciglia fuori posto non appena spuntano. Προσπαθώ να βγάζω τις ατίθασες τρίχες των φρυδιών μου, αμέσως μόλις αυτές φυτρώνουν. |
τσεκάρω, τικάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (fare un segno di spunta) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leggi le domande e spunta le risposte che ritieni corrette. |
ανεγείρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nel 1950 sono spuntati alti palazzi in tutta la città. |
γεννιέμαι, φυτρώνωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Lacey cominciava a spuntare un'idea. Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι. |
εξανθώverbo intransitivo (εξάνθημα, επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi spuntò uno sfogo sulle braccia appena mangiai il pesce. |
ξεπροβάλλωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Che vergogna! Dal buco dei pantaloni mi spuntano le mutande. Το εσώρουχό μου ξεπροβάλει από μια τρύπα στο παντελόνι μου. |
αμβλύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usare spesso le forbici sulla carta smusserà le lame. Οι άκρες του ψαλιδιού θα αμβλυνθούν εάν το χρησιμοποιείς συχνά για να κόψεις χαρτί. |
ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαιverbo intransitivo (figurato) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le nuove case sembravano spuntare dappertutto in quei giorni. Απ' ό,τι φαίνεται, νέα σπίτια ξεπετάγονταν παντού εκείνο τον καιρό. |
φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλιverbo transitivo o transitivo pronominale (testa di neonato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom era lì quando comparve la testa del bimbo. |
εμφανίζομαιverbo intransitivo (ξαφνικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) All'improvviso è comparsa nella stanza la figlia di Sally. |
ξεφυτρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dalla pianta spuntarono i fiori. |
ψαλιδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fai attenzione con quel bastone o caverai un occhio a qualcuno. |
δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prevediamo che non si verificheranno inconvenienti. Δεν περιμένουμε να δημιουργηθούν προβλήματα. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con un fruscio nei cespugli è spuntato fuori un riccio. |
κόβω, κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il barbiere tagliò i capelli a John. Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
τικάρω, τσεκάρω(lista: elemento) (καθομιλουμένη, προφορικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella depennava i compiti dalla lista mano a mano che li portava a termine. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαιverbo intransitivo (από κτ, μέσα από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da un buco nel terreno è spuntata una talpa. Ένας τυφλοπόντικας ξεπρόβαλλε από μια τρύπα στο χώμα. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le nuvole si separarono e spuntò il sole. Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος. |
πετάγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era primavera e i fiori spuntavano ovunque nei prati. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci siamo seduti sulla spiaggia e abbiamo guardato il sole spuntare dall'acqua. Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry si spunta la barba regolarmente. Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (capelli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I miei capelli stanno diventando troppo lunghi, presto dovrò tagliarli. Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω). |
δημοσιεύομαιverbo intransitivo (informale) (για γεγονότα, ειδήσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) se questa faccenda verrà fuori sarà rovinato. Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Gli è venuta un'irritazione al collo. Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του |
-verbo intransitivo (Sole) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il Sole sta per sorgere. Όπου να ’ναι, θα χαράξει. |
ανατέλλωverbo intransitivo (sole, luna) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sole sorge alle 6,32 ogni mattina. |
προέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'intero progetto è nato da una conversazione che ho avuto con un vicino. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È uscito il sole. Ο ήλιος βγήκε. |
αυγή, χαραυγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προεξέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πετάγομαιverbo intransitivo (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uno o due germogli verdi spuntavano fuori dal manto nevoso nonostante fosse spesso. |
εμφανίζομαι, ανακύπτωverbo intransitivo (informale, figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da quando abbiamo installato il nuovo software, sono iniziati a saltare fuori problemi. Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα. |
προεξέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προεξέχω από κτverbo intransitivo Arthur si aggrappò ad un pezzo di roccia che spuntava dalla parete della scogliera. |
αντικείμενο σε λίσταsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εξέχω, προεξέχω, προεκβάλλωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sua borsa era aperta e l'ombrello spuntava fuori. Η τσάντα της ήταν ανοιχτή και η ομπρέλα της εξείχε. |
προεξέχω, προβάλλωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli altri bambini lo prendevano in giro perché aveva le orecchie che sporgevano. Τα άλλα παιδιά τον κοροϊδεύουν επειδή τα αυτιά του προεξέχουν. |
εκβλαστάνω, εκβλασταίνωverbo intransitivo (λόγιο: φυτά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dallo stelo principale della pianta sta spuntando un germoglio nuovo. La strega aveva un pelo che le spuntava dal naso. Μια τρίχα φύτρωσε στη μύτη της μάγισσας. |
ανατολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il sorgere del sole è un magnifico evento. |
ανατολή σελήνηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Negli ultimi anni in città sono spuntati nuovi edifici come funghi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spuntare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του spuntare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.