Τι σημαίνει το giovane στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης giovane στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giovane στο Ιταλικό.
Η λέξη giovane στο Ιταλικό σημαίνει νέος, η νεολαία, νεολαία, νέος, νεός, καινούριος, μη παλαιωμένος, νεαρός, που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση, νεαρός, νεαρή, νεαρός, νεαρός, νεαρή, νεαρός, νέος, νεαρός, νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου, νεαρός, φρέσκος, άπειρος, νεαρός, μικρός, νέος, νεαρός, νεαρό κορίτσι, νέος άντρας, βοηθός, τρυφερός, νέος, νεάνιδα, μικρός, νεότερος, μικρότερος, νεαρότερος, νεότερος, σχετικά νέος, σχετικά μικρός, νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος, νεογνό κύκνου, μικρό χέλι, νεαρό χέλι, μικρή κουκουβάγια, νεαρή κουκουβάγια, προσκοπίνα, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, νεαρή γυναίκα, νεαρός ενήλικας, νεανικό κοινό, νεαρός σολομός, νεοειδικευθείς γιατρός, νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές, μαμά επιχειρηματίας, πεθαίνω νέος, μικρότερος, νεότερος από, μικρότερος από, παπί, παπάκι, λούτσος, πολιτικοποιημένος νέος, Πλίνιος ο νεότερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης giovane
νέοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È ancora giovane ed ha molto da imparare. Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει. |
η νεολαίαsostantivo maschile I giovani si rifiutano sempre di ascoltare i loro genitori. |
νεολαίαsostantivo maschile (ως σύνολο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νέοςaggettivo (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per essere un ultrasessantenne, Lei ha ancora un aspetto giovanile. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα. |
νεός, καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È ancora giovane per questo lavoro, ma migliorerà col tempo. |
μη παλαιωμένοςaggettivo (recente, non invecchiato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo è un vino giovane e non ha sviluppato molto carattere. |
νεαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I gatti giovani non erano pronti per abbandonare la madre. |
που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση(aspetto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεαρός, νεαρή
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Molti giovani pensano che i politici non rappresentino i loro interessi. Πολλοί νέοι πιστεύουν ότι οι πολιτικοί δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. |
νεαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νεαρός, νεαρήsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Questo giovane ha causato un sacco di problemi. Αυτός ο νεαρός έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα. |
νεαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νέος, νεαρόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Giovanotto, impari le buone maniere! Νεαρέ, το καλό που σου θέλω να προσέχεις τους τρόπους σου! |
νεαρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I giovani furono messi in prigione per il crimine, ma erano troppo giovani per la sentenza massima. |
φρέσκος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adesso è ancora giovane, ma le pressioni della maternità potrebbero cambiarla. |
άπειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giocatore di basket è ancora inesperto, ma sicuramente migliorerà maturando. |
νεαρός, μικρόςaggettivo (aspetto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Suo marito sembra giovanile, ma in realtà ha quasi cinquant'anni. Ο άντρας της μοιάζει νεαρός (or: μικρός), αλλά είναι σχεδόν πενήντα. |
νέος, νεαρόςsostantivo maschile |
νεαρό κορίτσιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νέος άντραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βοηθόςaggettivo (professione) (με γενική) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Seth è un saldatore junior in fabbrica. |
τρυφερόςaggettivo (età) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vecchio era scioccato nel sentire un tale linguaggio venire da qualcuno in così tenera età. Ο ηλικιωμένος κύριος σοκαρίστηκε όταν άκουσε τέτοιο λεξιλόγιο από ένα άτομο σε τόσο τρυφερή ηλικία. |
νέος, νεάνιδαsostantivo maschile (sport) Ben are ancora nella categoria juniores, ma presto sarebbe stato in grado di giocare nella senior league. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben ha portato la sorella minore a scuola. Ο Μπεν πήγε τη μικρή του αδελφή στο σχολείο. |
νεότερος, μικρότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non si capisce quale cavallo sia più giovane. Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο). |
νεαρότερος, νεότεροςaggettivo (superlativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi è il dipendente più giovane dell'azienda? Ποιός είναι ο νεαρότερος υπάλληλος στην εταιρεία; |
σχετικά νέος, σχετικά μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νεογνό κύκνουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μικρό χέλι, νεαρό χέλιsostantivo femminile (ittica) |
μικρή κουκουβάγια, νεαρή κουκουβάγιαsostantivo maschile (πτηνό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσκοπίναsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio figlio ha iniziato a leggere in giovane età, se non ricordo male aveva solo tre anni. |
νεαρή γυναίκαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non era più una ragazzina ma una giovane donna alla ricerca di se stessa. |
νεαρός ενήλικας
I giovani adulti di oggi sono definiti collettivamente come la generazione Z. |
νεανικό κοινόsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νεαρός σολομόςsostantivo maschile |
νεοειδικευθείς γιατρός
|
νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαμά επιχειρηματίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πεθαίνω νέοςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A volte sembra che solo i buoni muoiano giovani. |
μικρότεροςaggettivo (superlativo) (αδερφός, αδερφή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mia sorella più giovane ha dieci anni meno di me. Η μικρότερη αδερφή μου είναι 10 χρόνια πιο μικρή από μένα. |
νεότερος από, μικρότερος απόlocuzione aggettivale Tutti i miei fratelli sono più giovani di me. Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα. |
παπί, παπάκιsostantivo femminile (κρέας μικρής πάπιας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Al banchetto servirono carne di anatra giovane e asparagi. |
λούτσοςsostantivo maschile (ittica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικοποιημένος νέος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πλίνιος ο νεότεροςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giovane στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του giovane
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.