Τι σημαίνει το ogni στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ogni στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ogni στο Ιταλικό.
Η λέξη ogni στο Ιταλικό σημαίνει κάθε, κάθε, κάθε λίγους, κάθε μερικούς, κάθε, κάθε, ανά, κατά, διάφορος, ποικίλος, παντός καιρού, διμηνιαίος, δίμηνος, με ακραίες τιμές, πενταετής, παρ' όλα αυτά, περιστασιακά, όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση, σποραδικά, παγκοσμίως, παντού, πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς, έχω όλο το πακέτο, όλα, κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα, ανά δίμηνο, τέλος πάντων, πενταετής, περιστασιακά, τυχαίος, κάθε δεύτερο, κάθε δέκα χρόνια, υπεράνω κάθε υποψίας, ποικίλος, πολυειδής, ακατανόητος, πέραν αμφιβολίας, πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας, ακατανόητος, βήμα προς βήμα, κάθε είδους, ακατανόητος, με οποιοδήποτε τρόπο, παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως, παντού, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, όπου, όποτε, κάθε βράδυ, παντού, οπουδήποτε, έτσι κι αλλιώς, πάνω από όλα, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, παρά τις αντιξοότητες, από όλες τις απόψεις, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, από κάθε άποψη, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, ο,τι και να γίνει, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, με διαλείμματα, περιστασιακά, με κάθε κόστος, με οποιοδήποτε κόστος, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, μια στο τόσο, μια στις τόσες, με οποιονδήποτε τρόπο, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, από όλες τις κατευθύνσεις, από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού, περιστασιακά, σποραδικά, από καταβολής κόσμου, κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία, παντού, κάθε μήνα, όλων των ειδών, διαφόρων ειδών, παντού, τριγύρω, περιστασιακά, κάθε χρόνο, κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια, σε καθημερινή βάση, είτε έτσι, είτε αλλιώς, κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση, κάθε πρωί, κάθε βράδυ, κάθε νύχτα, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, μέρα παρά μέρα, αραιά και που, που και που, κάθε εβδομάδα, εβδομαδιαία, ετήσια, κάθε χρόνο, αργά το απόγευμα, μερικές φορές, που και που, ενάντια στις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε προσδοκία, σε κάθε περίπτωση, όποτε, κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα, το πόσο συχνά, το απόγευμα, πάση θυσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ogni
κάθεaggettivo (συχνότητα) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Vanno a trovare i nonni ogni dieci giorni. Επισκέπτονται τους παππούδες τους κάθε δύο εβδομάδες. |
κάθε(ένας ξεχωριστά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ogni bambino deve imparare a leggere. Όλα τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν. |
κάθε λίγους, κάθε μερικούς(periodi di tempo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mio fratello, che vive a trecento chilometri da qui, viene a trovarci ogni paio di settimane. |
κάθεaggettivo (ένας, μία ξεχωριστά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ogni gatto ha la propria personalità. Καθεμιά γάτα έχει τη δική της προσωπικότητα. |
κάθεaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oltre ogni ombra di dubbio, lei è la migliore lavoratrice che abbiamo. Πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι η καλύτερη υπάλληλος που έχουμε. |
ανά, κατά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα. |
διάφορος, ποικίλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι υπάλληλοί μας κατάγονται από διάφορα έθνη. |
παντός καιρούaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διμηνιαίος, δίμηνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Queste riunioni bimestrali sono troppo distanziate; dovremmo vederci ogni mese. |
με ακραίες τιμές(oltre ogni limite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πενταετής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρ' όλα αυτά(in ogni caso) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Farà quello che vuole comunque. Θα κάνει αυτό που θέλει παρ' όλα αυτά. |
περιστασιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Η Άλισον βλέπει τον Στίβεν περιστασιακά, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε. |
όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η ομάδα μας θα τους νικήσει σε κάθε περίπτωση. |
σποραδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Andiamo in città periodicamente per fare provviste. Επισκεπτόμαστε σποραδικά την πόλη για προμήθειες. |
παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le ricerche hanno mostrato che le gravi malattie mentali come la depressione esistono universalmente. |
παντού(ovunque) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho guardato dappertutto ma non sono ancora riuscito a trovare le mie chiavi. Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου. |
πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aiuto sempre la gente. Βοηθώ συνεχώς τους άλλους. |
έχω όλο το πακέτο(colloquiale: persona affascinante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel ragazzo è una vera bomba: è bello, ha un lavoro e una casa di proprietà. Ο τύπος έχει όλο το πακέτο: είναι ωραίος και έχει δουλειά και δικό του σπίτι. |
όλα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tutto è andato storto. Τα πάντα πήγαν στραβά. |
κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Jane fa visita alla madre settimanalmente. Η Τζάνετ επισκέπτεται τη μητέρα της κάθε εβδομάδα (or: κάθε βδομάδα). |
ανά δίμηνοavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Christopher fa i controlli per il diabete bimestralmente: è andato a gennaio e a marzo e il suo prossimo appuntamento è a maggio. Ο Κρίστοφερ κάνει τσεκάπ για τον διαβήτη του κάθε δύο μήνες. Έκανε τις σχετικές ιατρικές εξετάσεις τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο, και το επόμενο ραντεβού του είναι τον Μάιο. |
τέλος πάντων(connettivo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τέλος πάντων, πρέπει να φύγω τώρα. |
πενταετής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περιστασιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Occasionalmente Sandra lavora come barista. |
τυχαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jeff si è ripreso quasi del tutto dalla sua malattia, anche se ha ancora degli occasionali giramenti di testa. Ο Τζεφ έχει αναρρώσει σχεδόν εντελώς από την ασθένειά του, αν και έχει ακόμα τυχαία περιστατικά ζαλάδας. |
κάθε δεύτεροaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In questo quartiere passano a raccogliere la spazzatura a giorni alterni. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Επισκέπτομαι τη μητέρα Τετάρτη παρά Τετάρτη. |
κάθε δέκα χρόνιαlocuzione aggettivale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
υπεράνω κάθε υποψίας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ποικίλος, πολυειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακατανόητοςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il perché Janet stia ancora con il suo marito infedele va al di là di ogni comprensione. |
πέραν αμφιβολίας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La teoria dell'evoluzione è scientificamente al di là di ogni dubbio. |
πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'alibi di Matt lo pone al di sopra di ogni sospetto. |
ακατανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La teoria quantistica era al di là delle capacità di comprensione di Simon. È oltre ogni comprensione che cosa ci trovi lei in lui! Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει! |
βήμα προς βήμα(informale: precisamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il testimone ha descritto per filo e per segno il terribile evento. |
κάθε είδους
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Nel nostro safari abbiamo visto solo un leone, ma ogni sorta di antilopi. |
ακατανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με οποιοδήποτε τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli ho chiesto di smettere, ma lo ha fatto comunque. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν με πειράζει να έρθεις μαζί μου, έτσι και αλλιώς εγώ θα πάω. |
παντού
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'erano ovunque zanzare. Non c'era modo di evitarle. Τα κουνούπια ήταν παντού. Δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε πουθενά. |
οπουδήποτε(luogo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo cercato ovunque ma le mie chiavi non si trovavano. // Con te andrei ovunque, tesoro. Δεν έβρισκα πουθενά τα κλειδιά μου. |
οποτεδήποτεlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Può chiamarmi in ogni momento. Non disturba. Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει. |
οπουδήποτε, όπου
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Dovunque andrai, io ti seguirò. Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω. |
όποτε
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ogni volta che Sam andava al parco trovava sempre un serpente o due. Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια. |
κάθε βράδυ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παντού, οπουδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
έτσι κι αλλιώςavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πάνω από όλαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise vuole diventare un'infermiera più di qualsiasi cosa. Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα. |
αναμφίβολα, αδιαμφισβήτηταaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa è oltre ogni dubbio la canzone migliore del CD. |
παρά τις αντιξοότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από όλες τις απόψεις(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Risponderemo il prima possibile e in ogni caso entro le prossime 48 ore. Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών. |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In ogni caso, la sicurezza del pubblico deve rimanere la priorità assoluta. |
από κάθε άποψη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Anche se a Davina probabilmente non dispiacerà, in ogni caso dovremmo chiederle il permesso prima di prendere in prestito la sua bicicletta. |
ο,τι και να γίνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dobbiamo ottenere quei soldi, a qualunque costo! Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει! |
πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσοavverbio (saltuariamente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mio nonno beve una pinta di birra di tanto in tanto. Ogni tanto andiamo fuori a cena, ma non spesso. Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά. |
με διαλείμματαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siamo usciti insieme di tanto in tanto per anni, prima di lasciarci definitivamente. |
περιστασιακάavverbio (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jan è andato in palestra di tanto in tanto negli ultimi sei mesi. Ο Γιαν πηγαίνει περιστασιακά στο γυμναστήριο τους τελευταίους έξι μήνες. |
με κάθε κόστος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Cercheremo di liberare l'ostaggio a ogni costo. |
με οποιοδήποτε κόστος
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non avevo minimamente voglia di andare alla festa, ma in ogni caso ormai è finita. Δεν ήθελα καθόλου να πάω στο πάρτι, αλλά ούτως ή άλλως τελείωσε τώρα. |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μια στο τόσο, μια στις τόσες(informale: lungo tempo) (καθομ: πολύ σπάνια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Telefona una volta ogni morte di papa. |
με οποιονδήποτε τρόποavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nella giungla bisogna sopravvivere con ogni mezzo. |
βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tra le sue priorità, l'istruzione del figlio viene prima di tutto. |
από όλες τις κατευθύνσειςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il suo ultimo film, ha ricevuto critiche positive da ogni parte. |
από όλες τις κατευθύνσεις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si udirono grida di entusiasmo da ogni parte, quando il giocatore entrò in campo. |
από παντού
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nel bel mezzo del conflitto a fuoco, gli sembrava che arrivassero spari da tutte le parti. |
περιστασιακά, σποραδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ogni tanto vado a fare un'escursione in campagna. Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο. |
από καταβολής κόσμουlocuzione avverbiale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No, non direi che la si potesse incolpare in ogni occasione. |
παντούavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Praga è indubbiamente deliziosa: ci sono edifici antichi di pregio in ogni angolo. |
κάθε μήναavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλων των ειδών, διαφόρων ειδών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ai bambini piacciono le caramelle di ogni tipo. |
παντού, τριγύρωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La casa che aveva comprato aveva alberi da ogni lato. Il politico ebbe la sensazione che ci fossero traditori da tutte le parti. Ο πολιτικός ένοιωθε πως υπήρχαν προδότες παντού. |
περιστασιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sento qualcuno dei miei vecchi compagni di scuola una volta ogni tanto. Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο. |
κάθε χρόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le sue feste di Natale sembrano andar male tutti gli anno. Τα Χριστουγεννιάτικα πάρτι του φαίνεται να αποτυγχάνουν κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο λέω ότι θα κόψω το κάπνισμα και ποτέ δεν το κάνω. |
κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσιαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε καθημερινή βάσηlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Faccio un'ora di ginnastica ogni giorno. |
είτε έτσι, είτε αλλιώςavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sappiamo se era assicurato: in ogni caso, può fare una richiesta di risarcimento. Μπορεί να είναι ασφαλισμένος ή και όχι. Είτε έτσι, είτε αλλιώς μπορείς να εγείρεις απαιτήσεις. |
κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi faccio la doccia tutti i giorni. Κάνω ντους κάθε μέρα (or: σε καθημερινή βάση). |
κάθε πρωίavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È importante fare una buona colazione ogni mattina. Ogni mattina a colazione mangio cereali e muesli, tranne quando sono in vacanza. |
κάθε βράδυ, κάθε νύχταavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi lavo i denti ogni sera prima di andare a letto. |
πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ogni tanto mi va di mangiare del curry da asporto. |
μέρα παρά μέραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La medicina si dovrebbe prendere un giorno sì e uno no. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα. |
αραιά και που, που και πουavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ogni tanto mi premio con un dolcetto. |
κάθε εβδομάδα, εβδομαδιαίαavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) compro il quotidiano locale ogni settimana. |
ετήσια, κάθε χρόνοlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Festeggiamo il Natale ogni anno. Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο. |
αργά το απόγευμα(abitualmente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Generalmente torno dal lavoro di sera tardi. |
μερικές φορές, που και πουavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ogni tanto mi dimentico con chi sto parlando e inizio a dargli del tu. |
ενάντια στις πιθανότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie è caduta dal treno in corsa. È sopravvissuta contro ogni previsione. |
ενάντια σε κάθε προσδοκία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κάθε περίπτωσηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όποτεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ogni volta che cantava gli altri si tappavano le orecchie. Όποτε τραγουδούσε, ο κόσμος έκλεινε τα αυτιά του. |
κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Va al supermercato ogni settimana per comprare frutta e verdura. |
το πόσο συχνά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quante volte vado dal dentista dipende da come mi sento. Το πόσο συχνά πηγαίνω στον οδοντίατρο εξαρτάται απ' το πως νιώθω. |
το απόγευμα(abitualmente) |
πάση θυσίαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Devi finire il lavoro per venerdì, a ogni costo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ogni στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ogni
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.