Τι σημαίνει το ad στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ad στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ad στο Ιταλικό.
Η λέξη ad στο Ιταλικό σημαίνει Διευθύνων Σύμβουλος, κάθετος, καταναλωτικός, αψιδωτός, μέχρι τώρα/στιγμής, ινοσανίδα, όχημα με πολλούς επιβάτες, ονειροπολώ, εντατικός, που του έχουν δώσει ναρκωτικές ουσίες, εντατικής χρήσης, δυνατά, φωναχτά, τοπικά, τέλος πάντων, πραγματικός, σφηκοφωλιά, εκτός από, με εξαίρεση, ενδιάμεσος, τιμητικός, ερωτοχτυπημένος, ίσος, ισότιμος, κατασχετήριος, δημευτικός, σεξουαλικός, εθιστικός, θέλει να βγει στη σκηνή, ad hominem, αερόψυκτος, αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενής, για μαζική κατανάλωση, που εξοικονομεί ενέργεια, ανατολικότερος, ταχείας δράσης, υψηλά αμειβόμενος, υψηλού ρίσκου, μικρός, πηγμένος στη ζάχαρη, τίγκα στη ζάχαρη, ενός βήματος, πολλών οκτανίων, που ψύχεται με τη βοήθεια του νερού, πλούσιος σε πρωτεΐνη, υψηλής πυκνότητας, μονής λωρίδας, εξαιρούμενος, δακτυλιοειδής, με το στόμα ανοιχτό, κουμπωτός, εντάσεως κεφαλαίου, π.χ., δυνατά, ως τότε, ad hoc, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, σε κάθε περίπτωση, δυνατά, ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως, σε ορθή γωνία, από τώρα μέχρι τότε, με οποιονδήποτε τρόπο, επί παραδείγματι, για παράδειγμα, ένας-ένας, μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, με τη σκηνή στο μέσο των θεατών, σε ελεύθερο στυλ, με δυνατότητα παράλειψης, σε αυτοσχεδιασμό, προς το παρόν, έχοντας κάποιο κόστος, ονειροπόληση, αντηλιακό, αψιδωτή πύλη, αψιδωτή είσοδος, ταξιδιωτική τσάντα, αεροβόλο, παρουσίαση κατηγορίας, στρώμα με νερό, νερόμυλος, σύνεδρος, πίστη σε αίρεση, ονειροπόλος, χρηματοδότηση, νεροπίστολο, ειδική επιτροπή, αερόφρενο, αεροβόλο, καταδύσεις ανοικτής θάλασσας, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, αμαξοστοιχία υψηλής ταχύτητας, λάμπα πετρελαίου, λαδομπογιά, νεροπίστολο, νερό-τσουλήθρα, αεροβόλο, ανακατασκευασμένος αχυρώνας, υπέρταχεία, ενιαίος φόρος, δίοδος εκπομπής φωτός, δίοδος φωτοεκπομπής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ad
Διευθύνων Σύμβουλοςabbreviazione maschile (amministratore delegato) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Tom è diventato miliardario lavorando come AD di un'azienda di informatica . |
κάθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Main Street è perpendicolare al fiume. |
καταναλωτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo scrittore sostiene che viviamo in una società avida dove la ricchezza è considerata di fondamentale importanza. |
αψιδωτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέχρι τώρα/στιγμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Harry sta imparando la cottura al forno. Finora ha preparato il pan di Spagna e dei muffin alla banana. |
ινοσανίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mensola era fatta di faesite. |
όχημα με πολλούς επιβάτες(veicolo ad alta occupazione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ονειροπολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rowan guardava fuori dalla finestra, fantasticando. |
εντατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un uso intensivo del motore ne ridurrà la vita utile. Η εντατική χρήση του κινητήρα θα μειώσει την ωφέλιμη διάρκεια ζωής του. |
που του έχουν δώσει ναρκωτικές ουσίες(contro la propria volontà) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ragazza disse di essere stata drogata alla festa. |
εντατικής χρήσης
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δυνατά, φωναχτά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Οι θεατές στην ταινία απέφυγαν να μιλήσουν δυνατά κατά τη διάρκειά της παράστασης. |
τοπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'anestesia è somministrata localmente, invece che con un'iniezione. |
τέλος πάντων(connettivo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τέλος πάντων, πρέπει να φύγω τώρα. |
πραγματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ήταν ο πραγματικός ηγέτης ενώ ο Πρόεδρος ήταν άρρωστος. |
σφηκοφωλιά(acconciatura) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutte le donne in quelle vecchie foto avevano il beehive. |
εκτός από, με εξαίρεσηcongiunzione (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tutti sono tornati a casa per Natale, eccetto mia sorella che vive a Parigi. Όλοι ήρθαν στο σπίτι για τα Χριστούγεννα, εκτός από την αδερφή μου που ζει στο Παρίσι. |
ενδιάμεσος(formale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα προσωρινά μέτρα αναμένεται να ισχύσουν μέχρι το τέλος του μήνα. Η προσωρινή συμφωνία είναι ότι ο κ. Τζόουνς θα εκτελεί χρέη προέδρου της εταιρείας. |
τιμητικός(laurea) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al poeta fu data una laurea ad honorem dall'università. |
ερωτοχτυπημένοςlocuzione aggettivale (figurato, informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ίσος, ισότιμοςaggettivo (raro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατασχετήριος, δημευτικόςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σεξουαλικόςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εθιστικός(για φαγητό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θέλει να βγει στη σκηνήlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ad hominem(λατινικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il giudice si è opposto all'argomento ad hominem dell'avvocato e gli ha ordinato di attenersi ai fatti del processo. |
αερόψυκτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La maggior parte delle moto ha motori raffreddati ad aria. Il maggiolino Volkswagen fu una delle prime auto con motore raffreddato ad aria. Οι περισσότερες μοτοσικλέτες έχουν αερόψυκτες μηχανές.Το Volkswagen ήταν ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα με αερόψυκτο κινητήρα. |
αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενήςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για μαζική κατανάλωσηaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il documento non era rivolto al pubblico. |
που εξοικονομεί ενέργεια
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le lampade alogene sono a più alta efficienza energetica di quelle a incandescenza. |
ανατολικότεροςaggettivo (υπερθετικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Terranova è la provincia più a est del Canada. Η Νέα Γη είναι η ανατολικότερη (or: πιο ανατολική) επαρχία του Καναδά. |
ταχείας δράσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υψηλά αμειβόμενοςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le professioni ben remunerate non sono frequenti nel settore pubblico. |
υψηλού ρίσκουaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πηγμένος στη ζάχαρη, τίγκα στη ζάχαρη(καθομιλουμένη) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ενός βήματοςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πολλών οκτανίωνlocuzione aggettivale (βενζίνη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που ψύχεται με τη βοήθεια του νερού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλούσιος σε πρωτεΐνηlocuzione aggettivale (cibo) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υψηλής πυκνότηταςlocuzione aggettivale (concentrazione) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μονής λωρίδας(δρόμος) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εξαιρούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Trovo tutti piuttosto antipatici, tranne i dipendenti di questa azienda, ovviamente. |
δακτυλιοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με το στόμα ανοιχτόlocuzione aggettivale (από έκπληξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουμπωτόςlocuzione aggettivale (accessorio) |
εντάσεως κεφαλαίουlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
π.χ.(συντομογραφία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mangia più frutta che sia ricca di fibre, per esempio prugne secche e fichi. Να τρως περισσότερα φρούτα που έχουν υψηλά επίπεδα φυτικών ινών, π.χ. δαμάσκηνα και σύκα. |
δυνατά(ad alto volume) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma devi ascoltare questa musica tremenda così forte? Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά; |
ως τότεlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ad hoc
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La compagnia può fornire i suoi servizi ad hoc. Η επιχείρηση μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες της ad hoc. |
μέχρι στιγμής, μέχρι τώραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fino ad ora non ho pubblicato niente ma mi considero ancora uno scrittore. Μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο μου. Παρόλα αυτά, με θεωρώ συγγραφέα. |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Risponderemo il prima possibile e in ogni caso entro le prossime 48 ore. Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών. |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Accipicchia, l'ho detto ad alta voce? Volevo solo pensarlo. Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη. |
ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) All'improvviso, una nuvola nera ha oscurato il sole. Ξαφνικά ένα σκούρο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο. |
σε ορθή γωνία(γεωμετρία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από τώρα μέχρι τότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Finirò di pagare nel 2020. Da qui ad allora avrò i capelli bianchi. |
με οποιονδήποτε τρόποavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Arriverò in tempo, ad ogni costo. |
επί παραδείγματι, για παράδειγμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le dedica un sacco di attenzioni. Per esempio ogni volta che si sente depressa lui le compra dei fiori. Είναι πάντα πολύ συμπονετικός. Για παράδειγμα, της αγοράζει λουλούδια όποτε εκείνη αισθάνεται στεναχωρημένη. |
ένας-έναςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il commesso ha controllato tutti i dischi dello scaffale uno ad uno per trovare ciò che la cliente voleva. Una ad una le nazioni d'Europa caddero davanti all'avanzata di Napoleone. Η υπάλληλος έψαξε ένα - ένα τα αρχεία μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν ένα - ένα μπροστά στην επέλαση του Ναπολέοντα. |
μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Finora non ho avuto nessuna buona ragione per andarci. |
μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμήavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A maggio ho incontrato mia moglie. Fino ad allora non mi ero mai innamorato. Γνώρισα τη σύζυγό μου τον περασμένο Μάιο. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναερωτευθεί. |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non avevo considerato questa prospettiva fino ad ora. |
μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμήavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si sposò a quarant'anni. Fino a quel momento aveva sempre vissuto da solo. Παντρεύτηκε όταν ήταν 40 ετών. Μέχρι τότε έμενε πάντα μόνος του. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Finora ho avuto una carriera di successo. Nessuna novità fino ad ora. Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho lavorato sei settimane, ma finora non sono stato pagato. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με τη σκηνή στο μέσο των θεατών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σε ελεύθερο στυλ, με δυνατότητα παράλειψης, σε αυτοσχεδιασμόlocuzione avverbiale (μουσική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
προς το παρόν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
έχοντας κάποιο κόστοςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ονειροπόλησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stavo facendo un sogno a occhi aperti quando è squillato il telefono. |
αντηλιακόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Assicurati di applicare una crema solare ad alta protezione quando vai in spiaggia. |
αψιδωτή πύλη, αψιδωτή είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταξιδιωτική τσάνταsostantivo maschile (από δέρμα) Il gentiluomo ha portato un baule ad armadio nel suo viaggio per Parigi. |
αεροβόλο(specifico: fucile) (όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παρουσίαση κατηγορίαςsostantivo femminile (diritto) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στρώμα με νερόsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νερόμυλοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σύνεδροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
πίστη σε αίρεσηsostantivo maschile (θρησκεία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ονειροπόλοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χρηματοδότησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νεροπίστολοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In estate i bambini adorano giocare con le pistole ad acqua per avere un po' di refrigerio. Sparo ai conigli nel mio giardino con la pistola ad acqua per tenerli lontani dalle verdure. |
ειδική επιτροπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αερόφρενο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροβόλο(όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταδύσεις ανοικτής θάλασσαςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'immersione ad alte profondità ha aperto un nuovo universo a scienziati, ingegneri e archeologi. |
δόκιμη, επίσημη γλώσσα(informatica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C++ è un linguaggio di programmazione ad alto livello. |
αμαξοστοιχία υψηλής ταχύτηταςsostantivo maschile (σιδηρόδρομος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con il treno ad alta velocità sarò a Madrid in due ore. |
λάμπα πετρελαίουsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prima della scoperta dell'elettricità si usavano lampade ad olio e candele. |
λαδομπογιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti artisti preferiscono i colori ad olio a quelli a tempera o acrilici. Πολλοί ζωγράφοι προτιμούν τη χρήση λαδομπογιάς ενώ άλλοι προτιμούν τη νερομπογιά ή τις ακρυλικές μπογιές. |
νεροπίστολοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In estate i bambini giocano con le pistole ad acqua per rinfrescarsi. |
νερό-τσουλήθραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροβόλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανακατασκευασμένος αχυρώνας
Non si riesce quasi a credere che questa casa magnifica in realtà è un cascinale riconvertito ad abitazione. |
υπέρταχείαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho preso il treno ad alta velocità, che come al solito è arrivato puntualissimo. |
ενιαίος φόρος(μη αναλογικός) |
δίοδος εκπομπής φωτός, δίοδος φωτοεκπομπήςsostantivo maschile (LED) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le lucine indicatrici sugli apparecchi elettronici di solito sono diodi ad emissione luminosa. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ad στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ad
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.