Τι σημαίνει το sicuro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sicuro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sicuro στο Ιταλικό.

Η λέξη sicuro στο Ιταλικό σημαίνει ασφαλής, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, σίγουρος, σίγουρος, αλάνθαστος, σταθερός, ασφαλισμένος, στερεωμένος, ασφαλής, αξιόπιστος, σταθερός, ασφαλής, εξασφαλισμένος, ασφαλής, πολύτιμος, αυτός που εμπιστεύομαι, ασφάλεια, σίγουρος, βέβαιος, αξιόπιστος, σίγουρος, με σίγουρη επιτυχία, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, αξιόπιστος, αξιόπιστος, πεπεισμένος ότι/πως, βέβαιος, σίγουρος, αξιόπιστος, σταθερός, σίγουρη επιτυχία, ακίνδυνος, πέραν αμφιβολίας, δοκιμασμένος, σίγουρα, σιγουράκι, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, βέβαιος, έχω αυτοπεποίθηση, σίγουρος, σίγουρος, σίγουρος για κτ, σίγουρος για τον εαυτό μου, υπερόπτης, αλαζόνας, κατάλληλο για κυκλοφορία, ασφαλής για παιδιά, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του, που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα, που έχει αυτοπεποίθηση, που έχει αυτοπεποίθηση, ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση, ασφαλής για μωρά, με ασφάλεια, δεν υπάρχει να μην, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, πάω στοίχημα, ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, διασφάλιση, περιφρούρηση, γερή βάση, ελάχιστο ετήσιο εισόδημα, ασφαλές λιμάνι, καλό ταξίδι, ασφαλές πέρασμα, ασφαλές μέρος, καλό ταξίδι, ασφαλές σεξ, καλό ταξίδι, ό,τι στοίχημα θες, είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύω, αισθάνομαι ασφαλής, σίγουρος για τον εαυτό μου, καταφύγιο, είμαι ασφαλής, δεν αποτελώ κίνδυνο, κάνω κτ απαραβίαστο, κάνω κτ ασφαλές για παιδιά, κάνω κτ ασφαλές για μωρά, πεπεισμένος, είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sicuro

ασφαλής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viviamo in un quartiere sicuro.
Μένουμε σε μια ασφαλή γειτονιά.

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atteggiamento sicuro del leader ha tranquillizzato il popolo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο σίγουρος τρόπος του αρχηγού καθησύχασε τον κόσμο.

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Oggi è il 12." "Sei sicuro?".
«Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;»

βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως

aggettivo (sicuro di sé)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janine è sicura di vincere.
Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει.

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La partita di oggi sarà una nostra vittoria sicura.

σίγουρος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel cavallo è una scommessa sicura.

αλάνθαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per molti la propria coscienza è l'unica guida sicura.

σταθερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il cuoco ha tagliato la carne con mano sicura.

ασφαλισμένος, στερεωμένος

aggettivo (στέρεος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La corda dello scalatore di rocce era sicura.
Το σχοινί του ορειβάτη ήταν πολύ καλά ασφαλισμένο (or: στερεωμένο).

ασφαλής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti temono che comprare su internet non sia sicuro.
Πολλοί φοβούνται πως η αγορά προϊόντων μέσω διαδικτύου δεν είναι ασφαλής.

αξιόπιστος, σταθερός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασφαλής

aggettivo (σίγουρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è un meccanismo sicuro e garantito contro guasti.
Είναι ένας ασφαλής μηχανισμός, του οποίου η λειτουργία είναι εγγυημένη.

εξασφαλισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo aver guadagnato per vent'anni un buono stipendio si sentiva economicamente sicuro.

ασφαλής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Acquistare azioni di quell'azienda potrebbe non essere un investimento sicuro.

πολύτιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτός που εμπιστεύομαι

(persona, oggetto di riferimento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφάλεια

aggettivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La doppia serratura rendeva l'appartamento più sicuro.

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stia pur sicuro che il sindaco si occuperà della faccenda.

αξιόπιστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sì, sono sicuro che domani pioverà.
Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο.

με σίγουρη επιτυχία

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom era sicuro di voler lasciare il lavoro e cercare una professione diversa.
O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα.

βέβαιος, σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I soldati sono sicuri riguardo alla loro missione.

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La squadra con i suoi cinque gol ha già una vittoria sicura.

αξιόπιστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puoi contare su Linda, lei è affidabile.

αξιόπιστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non tutto quello che leggi su internet è affidabile.

πεπεισμένος ότι/πως

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'anziana signora è convinta che i membri della sua famiglia le stiano rubando i soldi.
Η ηλικιωμένη κυρία είναι πεπεισμένη ότι μέλη της οικογένειάς της της κλέβουν χρήματα.

βέβαιος, σίγουρος

aggettivo (αναμφισβήτητος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È certo che merita di essere promosso.
Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή.

αξιόπιστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo bisogno di dipendenti fidati se vogliamo che la nostra ditta abbia successo.
Χρειαζόμαστε αξιόπιστους υπαλλήλους για να πετύχει η επιχείρησή μας.

σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah era conosciuta per la sua allegria incessante anche nei momenti più difficili.

σίγουρη επιτυχία

(informale, figurato)

ακίνδυνος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πέραν αμφιβολίας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δοκιμασμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bere l'acqua all'incontrario è un rimedio sicuro contro con il singhiozzo.
Να πίνεις νερό ανάποδα είναι μια δοκιμασμένη θεραπεία για το λόξυγγα,

σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!"

σιγουράκι

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È certo che Bob vincerà la corsa.

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono sicuro di aver visto qualcuno passare in giardino.
Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο.

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo (ότι/πως)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono sicuro di aver spento il fornello.
Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα.

έχω αυτοπεποίθηση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue era sicura di sé quando arrivò al colloquio.

σίγουρος

aggettivo (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rispondi solo se sei certo della risposta.
Απαντήστε μόνο, εάν είστε σίγουροι για την απάντηση.

σίγουρος

aggettivo (για κτ ή για τον εαυτό μου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atleta era sicuro delle sue capacità.
Ο αθλητής ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του.

σίγουρος για κτ

aggettivo

Se studi sodo, puoi esser certo che supererai l'esame.
Αν μελετήσεις σκληρά, μπορείς να είσαι σίγουρος για την επιτυχία σου στο διαγώνισμα.

σίγουρος για τον εαυτό μου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non direi che Melanie è arrogante, ma senza dubbio è sicura di sé.

υπερόπτης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλαζόνας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il nostro insegnante di storia era un individuo snob e presuntuoso.

κατάλληλο για κυκλοφορία

(όχημα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se la tua auto non è registrata, non è sicura per la circolazione su strada.

ασφαλής για παιδιά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα

locuzione aggettivale (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει αυτοπεποίθηση

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει αυτοπεποίθηση

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice non è abbastanza sicura di sé per chiedere una promozione.

ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La carne cruda non è considerata sicura da mangiare in molte parti del mondo.
Το ωμό κρέας δεν θεωρείται ασφαλές προς κατανάλωση (or: ασφαλές για κατανάλωση) σε πολλά μέρη του κόσμου.

ασφαλής για μωρά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

με ασφάλεια

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Louis si accertò che il rimorchio fosse collegato all'auto in modo sicuro.
Ο Λούις βεβαιώθηκε ότι η ρυμούλκα είχε στερεωθεί καλά στο αυτοκίνητο.

δεν υπάρχει να μην

aggettivo (informale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ogni volta che faccio i biscotti, sicuro come la morte che Jim si fa vedere. Sono sicura come la morte di non voler più mangiare qui: c'era della muffa sul mio pane.
Δεν υπάρχει να μην εμφανιστεί ο Τζιμ κάθε φορά που φτιάχνω μπισκότα. Εννοείται πως δεν θέλω να ξαναφάω εδώ, το ψωμί μου έχει μούχλα!

στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi star certo che Maria dirà al professore quello che abbiamo fatto.

πάω στοίχημα

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασφαλώς, βεβαίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φυσικά

interiezione (καθομιλουμένη)

A: "Mi puoi prestare una penna?" B: "Certo!"

σίγουρα, βεβαίως, βέβαια

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quest'operazione allevierà il tuo dolore all'addome, puoi starne certo!

διασφάλιση, περιφρούρηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda ha riposto i suoi diamanti in una scatola di metallo sottochiave per mantenerli al sicuro.

γερή βάση

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella decisione di combattere strenuamente l'evasione fiscale, il presidente si muove su un terreno sicuro perché sa che tutti sono dalla sua parte.

ελάχιστο ετήσιο εισόδημα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Preferisco un reddito sicuro come il mio stipendio a un guadagno incerto come quello della libera professione.

ασφαλές λιμάνι

sostantivo maschile (κυριολεκτικά)

Fortunatamente, i pescatori a bordo della SS Nelly trovarono un porto sicuro e sfuggirono all'uragano.

καλό ταξίδι

sostantivo maschile

Edgar augurò a Lucinda un viaggio sicuro e la guardò mentre saliva sul treno per Bucarest.

ασφαλές πέρασμα

sostantivo maschile

Vari organi governativi cercarono di organizzare un tragitto sicuro per i rifugiati della guerra civile.

ασφαλές μέρος

sostantivo maschile

καλό ταξίδι

sostantivo maschile

ασφαλές σεξ

sostantivo maschile

καλό ταξίδι

sostantivo maschile

I miei genitori mi augurarono un viaggio sicuro quando partii per il mio primo viaggio in Asia.

ό,τι στοίχημα θες

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stai pur certo che sarò a casa in tempo per la cena.

είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho chiuso a chiave i documenti nel cassetto, quindi ora sono al sicuro.

αισθάνομαι ασφαλής

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In casa, mi sento al sicuro solo se è attivo il sistema d'allarme.

σίγουρος για τον εαυτό μου

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Dana è un'oratrice nata: è eloquente e sicura di sé.

καταφύγιο

sostantivo maschile (figurato) (μτφ: συναισθηματική ασφάλεια)

Nei momenti di difficoltà, spesso casa propria diventa un porto sicuro.
Στις δύσκολες στιγμές το σπίτι μας γίνεται το καταφύγίο μας.

είμαι ασφαλής, δεν αποτελώ κίνδυνο

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il produttore garantisce che questi giocattoli non sono pericolosi per i bambini.

κάνω κτ απαραβίαστο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ ασφαλές για παιδιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ ασφαλές για μωρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεπεισμένος

(για κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sono convinto dell'innocenza di quest'uomo.

είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa è sicura di passare gli esami; ha studiato molto.

βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ero quasi sicuro di avere messo in valigia tutto quello che mi serviva, ma ho dato un'ultima occhiata per accertarmene.
Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως είχα πάρει ότι χρειαζόμουν, έριξα όμως μια τελευταία ματιά στη λίστα μου για να βεβαιωθώ.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sicuro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.