Τι σημαίνει το offerta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης offerta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του offerta στο Ιταλικό.

Η λέξη offerta στο Ιταλικό σημαίνει προσφορά, προσφορά, προσφορά, κατάθεση προσφοράς, υποβολή προσφοράς, ειδική προσφορά, δωρεά σε εκκλησία για να γίνεται υπέρ κάποιου, προσφορά, εισαγωγή στο χρηματιστήριο, προσφορά, εμπόρευμα, προσφορά, προσφορά, προσφορά, πρόταση, προσφορά, προσφορά, προσφορά, συνεισφορά, αφιέρωμα, τάμα, προσφορά, προσφορά, ελεημοσύνη, κερνάω, κερνώ, προσφέρω, κέρασμα, κερνάω, προσφέρω, προσφέρω, απλώνω, προσφέρω, διαθέτω, χορηγώ, μοιράζω, προσφέρω, δωρίζω, χαρίζω, εργασία, απασχόληση, υποβάλλω, σε ειδική προσφορά, σε προσφορά, ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς, πλειοδότηση, ένδειξη καλής θέλησης, τιμή πλειοδοσίας, τελική προσφορά, υψηλότερη χρηματική προσφορά, πακέτο προσφοράς, τάμα, προσφορά εξαγοράς, δημόσιος διαγωνισμός, δημόσια προσφορά, προσφορά και ζήτηση, προσφορά, νικητήρια προσφορά, πρόγραμμα μαθημάτων, εγγυητική, ζήτηση εργασίας, προσφορά δικαιωμάτων, έκδοση δικαιωμάτων εγγραφής, προσφορά αγοράς μετοχών σε υπάρχοντες μετόχους, κάνω προσφορά, κάνω προσφορά, κάνω οικονομική προσφορά, χρυσώνω το χάπι, προσφέρω τιμή αγοράς, πλειοδοτώ, κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλου, γεύμα, δόλωμα, υποβάλλω προσφορά, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι, κυκλοφορούν χρήμα, ελκυστική εισαγωγική ομιλία, υποβάλλω προσφορά για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης offerta

προσφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa mattina il mio gatto mi ha portato un topo morto come offerta.

προσφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La congregazione porta le offerte in chiesa.

προσφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'offerta delle azioni di questa società sta creando molto interesse fra gli investitori.

κατάθεση προσφοράς, υποβολή προσφοράς

sostantivo femminile (in un'asta) (σε δημοπρασία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'offerta per questa sedia antica parte da cento dollari.
Η κατάθεση προσφοράς για αυτήν την καρέκλα αντίκα θα ξεκινήσει στα εκατό δολάρια.

ειδική προσφορά

sostantivo femminile

δωρεά σε εκκλησία για να γίνεται υπέρ κάποιου

sostantivo femminile (per celebrare messa per un defunto)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσφορά

(di regali)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fare regali è una tradizione natalizia.

εισαγωγή στο χρηματιστήριο

sostantivo femminile (finanza: per azioni)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσφορά

sostantivo femminile (a un'asta) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua offerta non era la più alta, quindi non ha vinto l'asta.
Η προσφορά του δεν ήταν η υψηλότερη, κι έτσι δεν κέρδισε τη δημοπρασία.

εμπόρευμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La biblioteca universitaria ha un'offerta piuttosto controversa, perfetta per gli accademici avventurosi.

προσφορά

sostantivo femminile (proposta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dovresti accettare la sua offerta di aiutarti a trovare lavoro.
Θα έπρεπε να δεχτείς την προσφορά του να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά.

προσφορά

sostantivo femminile (offerta di denaro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'offerta di cinquemila sterline per l'automobile è stata rifiutata dal venditore.
Η προσφορά των πέντε χιλιάδων λιρών για το αυτοκίνητο δεν έγινε δεκτή από τον πωλητή.

προσφορά

(svendita, saldo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Poiché il freddo era passato i giacconi erano in offerta.

πρόταση, προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha offerto dieci sterline per il tavolo, e io accetterò la sua offerta.

προσφορά

sostantivo femminile (commercio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'offerta della compagnia fu accettata e ottennero il contratto.

προσφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al mercato ci sono le arance in offerta.
Τα πορτοκάλια σήμερα τα είχαν σε προσφορά στην αγορά.

συνεισφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η χορηγία του προέδρου της λέσχης ήταν αρκετά μεγάλη.

αφιέρωμα, τάμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσφορά

sostantivo femminile (αυτό που γίνεται)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante l'ultima promozione, il negozio ha messo uno sconto del 25% su tutta l'attrezzatura sportiva.

προσφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il dipendente ha accettato la proposta di conciliazione da parte dell'azienda.

ελεημοσύνη

sostantivo femminile (πιθανά προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brenda era troppo orgogliosa per accettare l'elemosina.
Η Μπρέντα ήταν πολύ περήφανη για να δεχτεί ελεημοσύνη.

κερνάω, κερνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (pagare) (κάποιον ή κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha offerto il pranzo alla sua amica.
Της έκανε δώρο ένα σαββατοκύριακο σε σπα.

προσφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo appartamento offre un bel panorama della città.
Αυτό το διαμέρισμα προσφέρει ωραία θέα στην πόλη.

κέρασμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (pagare)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vuoi uscire a bere qualcosa? Offro io!
Θες να πάμε για ένα ποτάκι; Κερνάω εγώ!

κερνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (pagare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stasera la cena la offro io! Tu hai già pagato l'ultima volta che siamo usciti.
Δικό μου το δείπνο σήμερα! Εσύ πλήρωσες την προηγούμενη φορά που βγήκαμε.

προσφέρω

(in sacrificio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'hanno offerto come sacrificio agli dei.

προσφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha offerto il suo aiuto per il fine settimana.

απλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha porto la mano al cane per fargliela annusare.
Άπλωσε το χέρι του στον σκύλο για να το μυρίσει.

προσφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci hanno offerto trecentomila per la casa.
Μας πρόσφεραν τριακόσιες χιλιάδες για το σπίτι.

διαθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Offriamo un'ampia gamma di strumenti musicali.
Διαθέτουμε μια μεγάλη ποικιλία μουσικών οργάνων.

χορηγώ, μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mensa dei poveri distribuisce più di mille pasti al giorno.

προσφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δωρίζω, χαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grazie a tutte le imprese locali che hanno donato i premi per la lotteria di oggi.
Ευχαριστούμε όλες τις τοπικές επιχειρήσεις που προσέφεραν βραβεία για τη σημερινή κλήρωση.

εργασία, απασχόληση

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Καθαρίστρια ζητά εργασία! Λογικές τιμές.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giovane presentò i propri ringraziamenti per la gentilezza che gli aveva mostrato la famiglia. Olivia ne aveva avuto abbastanza del suo lavoro e presentò le dimissioni.

σε ειδική προσφορά

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε προσφορά

(scontato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλειοδότηση

sostantivo femminile (aste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένδειξη καλής θέλησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dopo una bruttissima litigata, mio marito mi ha portato due dozzine di rose come offerta di pace.

τιμή πλειοδοσίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per questa macchina la mia massima offerta è 5.000 euro, non uno di più.

τελική προσφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa è la mia ultima offerta, non pagherò di più.

υψηλότερη χρηματική προσφορά

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In un asta vince chi fa l'offerta più alta.

πακέτο προσφοράς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τάμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσφορά εξαγοράς

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cadbury ha accettato un'offerta pubblica di acquisto da parte di Kraft Foods.

δημόσιος διαγωνισμός

(Italia)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Le offerte per la costruzione del nuovo stadio parteciparono a una gara a procedura aperta.

δημόσια προσφορά

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσφορά και ζήτηση

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νικητήρια προσφορά

sostantivo femminile (aste)

πρόγραμμα μαθημάτων

(scuola)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Το σχολείο προσφέρει ένα ευρύ πρόγραμμα μαθημάτων με πολλούς τομείς σπουδών.

εγγυητική

sostantivo femminile (legale)

ζήτηση εργασίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσφορά δικαιωμάτων, έκδοση δικαιωμάτων εγγραφής, προσφορά αγοράς μετοχών σε υπάρχοντες μετόχους

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω προσφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante l'asta ho fatto un'offerta per l'alce impagliato e alla fine me lo sono aggiudicato.

κάνω προσφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andrò dall'agente immobiliare a fare un'offerta per quella casa. Lascia che ti faccia un'offerta per questa macchina.

κάνω οικονομική προσφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale (acquisto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stavo per fare un'offerta, ma il venditore ha ritirato l'oggetto all'ultimo momento.

χρυσώνω το χάπι

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσφέρω τιμή αγοράς

verbo transitivo o transitivo pronominale (vendita all'asta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah è andata all'asta e ha fatto un'offerta per il lotto 305.

πλειοδοτώ

(in asta, gara)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fernando ha superato l'offerta di tutti gli altri all'asta.

κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλου

verbo transitivo o transitivo pronominale (aste, gare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεύμα

sostantivo femminile (που παραθέτει ο εργοδότης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δόλωμα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υποβάλλω προσφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale (concorso, appalto, ecc.) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tre imprese di costruzione stanno presentando un'offerta per quel prestigioso contratto.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον

(aste) (σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα.

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι

(σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυκλοφορούν χρήμα

sostantivo femminile

ελκυστική εισαγωγική ομιλία

sostantivo maschile (nel tempo di una corsa in ascensore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβάλλω προσφορά για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sheila ha fatto un'offerta per un vaso ad un'asta.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του offerta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.