Τι σημαίνει το meglio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meglio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meglio στο Ιταλικό.
Η λέξη meglio στο Ιταλικό σημαίνει καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, ο καλύτερος, βέλτιστος, καλύτερα, το καλύτερο απ' όλα, επισκιάζω, καλύτερα, όντως, πράγματι, επικρατώ, πρέπει, βιαστικός, τσαπατσούλικος, καλύτερο από το τίποτα, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, πολύ καλύτερος, το καλύτερο δυνατόν, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, πρόχειρος, με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή, όσο το δυνατό καλύτερα, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, ακόμα καλύτερα, ή πιο συγκεκριμένα, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, ο καλύτερος δυνατός, όλα γίνονται για καλό, καλύτερα να μην, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., με προτεραιότητα, ευτυχώς, Όπως επιθυμείς., καλύτερος από, ανώτερος από, τόσο το καλύτερο, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, έχω εξαιρετικές επιδόσεις, κάλλιο αργά παρά ποτέ, άντε ρε κακομοίρη, βελτίωση,καλυτέρευση, το καλό πράγμα, ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων, κορυφαίος, το καλό που σου θέλω, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, κάνω τα πάντα, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, ελπίζω για το καλύτερο, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, έχω το πάνω χέρι, χρησιμοποιώ αποτελεσματικά, τα πάω καλύτερα, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου, παίρνω το δρόμο μου, νικώ, υπερνικώ, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, ξεπερνώ, ξεπερνώ, επισκιάζω, αποστομώνω, υπερισχύω σε οπλισμό, πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτ, εκμεταλλεύομαι, συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά, καλύτερος, ακόμα καλύτερος, ακόμα καλύτερα, ο καλύτερος, μέγιστος, ύψιστος, ό,τι καλύτερο, γαμάτος, κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, βελτιώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meglio
καλύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Suona la chitarra meglio di Jimi Hendrix. Παίζει κιθάρα καλύτερα (or: πιο καλά) από τον Τζίμι Χέντριξ. |
καλύτερα(πιο επιθυμητά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per servirvi meglio offriamo caffè gratis all'entrata. Για να σας εξυπηρετήσουμε καλύτερα, προσφέρουμε δωρεάν καφέ στην είσοδο. |
καλύτεροςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Farlo adesso è meglio che aspettare fino a domattina. Είναι καλύτερο να το κάνεις τώρα παρά να περιμένεις ως το πρωί. |
καλύτεραavverbio (superlativo assoluto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Di tutti i cantanti, lei è quella che canta meglio. Από όλους τους τραγουδιστές, καλύτερα (or: πιο καλά) τραγουδάει αυτή. |
καλύτεροςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una mazzetta è meglio di un martello per piantare i picchetti della tenda. |
καλύτεραavverbio (υγεία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ti senti un po' meglio? Αισθάνεσαι καθόλου καλύτερα; |
καλύτεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu te lo ricordi meglio di me. Το θυμάσαι καλύτερα απ' ότι εγώ. |
καλύτεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo argomento è meglio non toccarlo, per ora. |
καλύτεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lui lo spiegherà meglio di quanto io possa fare. |
ο καλύτερος
Di tutte le città che ho visitato Praga è stata la migliore. |
βέλτιστος(επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλύτεραlocuzione avverbiale Ho visto di meglio. |
το καλύτερο απ' όλα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επισκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλύτερα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις. |
όντως, πράγματι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επικρατώ(με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie e Linda non sapevano che auto comprare, ma alla fine l'Audi ha prevalso sulla Renault. Η Μάγκυ και η Λίντα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι αυτοκίνητο να αγοράσουν, αλλά τελικά το Audi επικράτησε του Renault. |
πρέπει(al condizionale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Dovresti arrivare prima che inizi il film. Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο. |
βιαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era chiaramente un lavoro sbrigativo, conteneva tantissimi errori. Ήταν εμφανώς προχειροδουλειά που περιείχε πολλά λάθη. |
τσαπατσούλικοςaggettivo (informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lavoro è fatto alla buona; sei pregato di rifarlo. |
καλύτερο από το τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Odio la minestra ma è meglio di niente dato che ho fame. |
σε καλύτερη οικονομική κατάσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Είμαι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση τώρα που έχω αυτήν την καινούρια δουλειά. |
πολύ καλύτερος(superiore) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vino francese è buono, ma quello californiano è molto meglio. |
το καλύτερο δυνατόνaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. |
πρόχειροςlocuzione avverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με οποιοδήποτε τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δηλαδή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi dispiace. Vale a dire che non lo farò più. Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω. |
όσο το δυνατό καλύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακόμα καλύτεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Potresti aiutarci a cucinare. Anzi, meglio ancora: potresti apparecchiare la tavola! |
ή πιο συγκεκριμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi hanno detto che farei meglio a cercare nuove opportunità, ma per ora mi tengo questo lavoro: meglio un uovo oggi che una gallina domani. |
ο καλύτερος δυνατός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλα γίνονται για καλόlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi hanno licenziato, ma meglio così perché in questo modo posso avviare la mia attività come ho sempre desiderato. |
καλύτερα να μην
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Farai meglio a non organizzare nessuna festa mentre io e tua madre siamo assenti questo fine settimana. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο. |
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.(idiomatico) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με προτεραιότηταinteriezione (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευτυχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Meno male che sono andato in pensione prima che cambiassero tutte le mansioni del mio lavoro! |
Όπως επιθυμείς.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλύτερος από, ανώτερος απόavverbio |
τόσο το καλύτερο(costrutto a inizio frase) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όσο νωρίτερα τόσο καλύτεραinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω εξαιρετικές επιδόσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάλλιο αργά παρά ποτέinteriezione (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άντε ρε κακομοίρη(colloquiale, potenzialmente offensivo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
βελτίωση,καλυτέρευσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo bel nuovo taglio di capelli è senz'altro un cambiamento in meglio. Η ωραία, νέα της κόμμωση είναι οπωσδήποτε μια βελτίωση (or: καλυτέρευση). |
το καλό πράγμαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορυφαίοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το καλό που σου θέλωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Farebbe bene a fare ciò che gli viene detto! Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν! |
κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fai il meglio che puoi. Questo è tutto quello che possono prendere gli altri da te. |
κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σουverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fai semplicemente del tuo meglio. Questo è tutto quello che ci si può aspettare da te. |
κάνω τα πάνταverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se vuoi vincere la gara devi fare del tuo meglio. |
έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho di meglio da fare che giocare a golf tutto il giorno. Ho di meglio da fare che discutere con te. |
έχω κι άλλα πράγματα να κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non posso aspettare qui perché ho di meglio da fare. |
ελπίζω για το καλύτερο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono sicura che pioverà; dobbiamo semplicemente essere ottimisti. |
αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eric ha fatto quello che poteva con il tempo a disposizione limitato per vedere il più possibile della città. |
κάνω το καλύτερο που μπορώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό(impegnarsi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono molto bravo in questo, ma farò del mio meglio. |
έχω το πάνω χέριverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alla fine del primo tempo la nostra squadra stava avendo la meglio sugli avversari. |
χρησιμοποιώ αποτελεσματικάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho un'ora di pausa pranzo e la sfrutto andando al supermercato a fare la spesa. Θα χρησιμοποιήσω αποτελεσματικά το χρόνο του μεσημεριανού διαλείμματος στη δουλειά και θα πάω στο σούπερ μάρκετ. |
τα πάω καλύτεραverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mia insegnante era delusa del mio voto perché sapeva che potevo fare meglio. |
εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ
Abbiamo tratto il meglio dalla nostra vacanza lasciando spenti telefoni e computer. |
κάνω το καλύτερο που μπορώ
|
κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω το δρόμο μουverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νικώ, υπερνικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nei film d'azione alla fine i buoni trionfano quasi sempre. |
αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα(fisicamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi sento molto meglio da quando sono dimagrito. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cuoco si è superato l'altra sera. |
ξεπερνώ(σε απόδοση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισκιάζω(figurato) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Heather ha lavorato sodo per mettere in ombra gli altri progettisti. |
αποστομώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερισχύω σε οπλισμό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (απόσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκμεταλλεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά
|
καλύτεροςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμα καλύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμα καλύτεραavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Suona la chitarra meglio ancora di quanto immaginassimo inizialmente. Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε. |
ο καλύτεροςsostantivo maschile (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Quando si tratta di libri sulla storia degli Appalachi, quel professore è il meglio del meglio. |
μέγιστος, ύψιστοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I dottori fecero del loro meglio, ma non furono in grado di salvare il paziente |
ό,τι καλύτεροsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ti auguro il meglio per la tua carriera. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για τη νέα σου σταδιοδρομία. |
γαμάτοςsostantivo maschile (αργκό, πιθανώς προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Δοκίμασε αυτό το μπέρμπον. Είναι πρώτο πράμα, μεγάλε. |
κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fred ha fatto del suo meglio per smettere di fumare ma non ci è riuscito. |
βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτόverbo riflessivo o intransitivo pronominale (fare una buona impressione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al colloquio di lavoro presentati al meglio. |
βελτιώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La sua vita è cambiata in meglio da quando si è trasferita qui. Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meglio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του meglio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.