Τι σημαίνει το volta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης volta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του volta στο Ιταλικό.

Η λέξη volta στο Ιταλικό σημαίνει θόλος, φορά, -πλάσια, περίπτωση, αψίδα, θόλος από φύλλα, λόγος, θόλος, πρόσωπο, εκπρόσωπος, πρόσωπο, μάπα, μούρη, μουτσούνα, έκφραση, αυτή τη φορά, πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς, που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός, μια φορά, μία φορά, αργά αλλά σταθερά, όποτε, ετησίως, για πολλοστή φορά, μια φορά, για μια φορά, μια και καλή, μια φορά κι έναν καιρό, ο ένας μετά τον άλλο, τις πιο πολλές φορές, κάποια άλλη στιγμή, μια στο τόσο, μια στις τόσες, οριστικά, για πολλοστή φορά, περιστασιακά, σποραδικά, σε αυτή την περίπτωση, την επόμενη φορά, άλλη μια φορά, περιστασιακά, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, μόνο μια φορά, πάλι από την αρχή, από την αρχή, σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή, για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά, μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση, ένας ένας, με τη σειρά, μια φορά, έκτοτε, από τότε, ξανά, πάλι, όποτε, για αλλαγή, μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά, μια φορά στα χίλια χρόνια, κάποτε, με την μία, αμέσως, YOLO, μια-δυο φορές, αψιδόλιθος, κορωνίδα, ουράνια, επουράνια, πολύ μαζί στα ξαφνικά, προβατάκι, πρωτάρης, πρωτάρα, που κάνει κτ για πρώτη φορά, παλιά χρόνια, κάνω τούμπες, πετώ ανάποδα, φάσκω κι αντιφάσκω, δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης volta

θόλος

sostantivo femminile (architettura)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le volte del soffitto erano molto belle.
Οι θόλοι της οροφής ήταν πολύ ωραίοι.

φορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo mangiato lì tre volte.
Έχουμε φάει εκεί τρεις φορές.

-πλάσια

sostantivo femminile (moltiplicazione) (πολλαπλασιασμός)

Per esempio: tre volte

περίπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ogni europeo aveva i requisiti, ma in questo caso è stato uno spagnolo.
Ενώ οποιοσδήποτε Ευρωπαίος θα μπορούσε να πληρεί τις προϋποθέσεις, σε αυτή την περίπτωση ήταν ένας Ισπανός.

αψίδα

(monumento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La struttura architettonica della vecchia chiesa è costituita da molti archi.
Η αρχιτεκτονική της παλιάς εκκλησίας διαθέτει εκπληκτικές αψίδες.

θόλος από φύλλα

(di albero)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le scimmie saltano da un ramo all'altro nelle alte chiome.

λόγος

(in discorso)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando fu il turno di Richard, egli spiegò la sua versione della storia.
Όταν είχε το λόγο, ο Ρίτσαρντ εξήγησε τη δική του πλευρά της ιστορίας.

θόλος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cupola della cattedrale di San Paolo a Londra è famosa.
Ο τρούλος του Καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο είναι διάσημος.

πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'artista voleva immortalare la dolcezza nel volto della ragazza.

εκπρόσωπος

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il volto del partito deve essere qualcuno che attragga gli elettori.
Ο εκπρόσωπος του κόμματος πρέπει να είναι κάποιος που είναι αρεστός σε όλους τους ψηφοφόρους.

πρόσωπο

(anatomia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La palla lo ha colpito in faccia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δε μου αρέσει η μάπα (or: μούρη) του.

μάπα, μούρη, μουτσούνα

(αργκό, μειωτικό: πρόσωπο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έκφραση

(προσώπου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il re mantenne un'espressione del viso serena.

αυτή τη φορά

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stavolta dovrebbe partire prima perché l'ultima volta siamo arrivati in ritardo.
Αυτή τη φορά πρέπει να φύγουμε νωρίτερα. Την τελευταία φορά είχαμε καθυστερήσει.

πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aiuto sempre la gente.
Βοηθώ συνεχώς τους άλλους.

που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια φορά, μία φορά

sostantivo femminile

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ho bevuto il caffè solo una volta perché lo detestavo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχω καπνίσει μαριχουάνα μόνο μια φορά (or: μία φορά).

αργά αλλά σταθερά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Piano piano ma con costanza stiamo rendendo il giardino bello.

όποτε

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ogni volta che Sam andava al parco trovava sempre un serpente o due.
Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια.

ετησίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Facciamo controllare il nostro allarme antincendio una volta all'anno.

για πολλοστή φορά

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per l'ennesima volta, bambini, volete fare silenzio?

μια φορά, για μια φορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacerebbe che per una volta chiedessi le cose in modo educato. Farò un'eccezione una volta sola.

μια και καλή

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi hai detto di sì, poi di no. Una volta per tutte, vuoi sposarmi?

μια φορά κι έναν καιρό

(fiabe)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
C'era una volta, in un paese lontano lontano, un'orfanella che viveva con la matrigna cattiva.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του.

ο ένας μετά τον άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non riuscivo a crederci! Stava seduto lì e si mangiò dieci peperoncini habanero, uno dopo l'altro!

τις πιο πολλές φορές

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non so se oggi ci sarà. Viene la metà delle volte.

κάποια άλλη στιγμή

(occasione in futuro)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Stanotte no, ma magari un'altra volta?

μια στο τόσο, μια στις τόσες

(informale: lungo tempo) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Telefona una volta ogni morte di papa.

οριστικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con l'ultimo grave incidente la sua carriera sportiva è finita una volta per tutte.
Ο σοβαρός του τραυματισμός έβαλε οριστικά τέλος στην καριέρα του ως αθλητής.

για πολλοστή φορά

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te lo dico per l'ennesima volta: non sbattere la porta!

περιστασιακά, σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ogni tanto vado a fare un'escursione in campagna.
Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο.

σε αυτή την περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Di solito non bevo alcolici, ma in questo caso berrò un calice di champagne alla salute degli sposi.

την επόμενη φορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La prossima volta che vado al supermercato devo ricordarmi di comprare del formaggio.
Την επόμενη φορά που θα πάω στο σούπερ μάρκετ πρέπει να θυμηθώ να αγοράσω τυρί.

άλλη μια φορά

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti applaudirono e il gruppo uscì a suonare ancora una volta.
Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sento qualcuno dei miei vecchi compagni di scuola una volta ogni tanto.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

άλλη μια φορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλλη μια φορά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per favore, può ripetere di nuovo la domanda?

μόνο μια φορά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάλι από την αρχή, από την αρχή

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quella smorfia era troppo buffa, ti prego falla di nuovo.

σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή

sostantivo femminile

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ti ricordi quella volta che ci siamo ubriacati?

για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά

avverbio (contrariamente al solito)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Forse dovrei cominciare a lavorare una buona volta, invece di rimandare all'infinito.

μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I nostri bidoni della spazzatura vengono raccolti una volta alla settimana.

ένας ένας, με τη σειρά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I clienti possono entrare nel negozio uno alla volta.

μια φορά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi ricordo che una volta mio fratello è tornato a casa ubriaco.
Θυμάμαι μια φορά που ο αδερφός μου ήρθε σπίτι μεθυσμένος.

έκτοτε, από τότε

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'ultima volta che ho visto Lou è stato due anni fa. È cresciuta parecchio da allora!

ξανά, πάλι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non ci credo, sei arrivato di nuovo in ritardo! È arrivato ancora una volta in ritardo con scuse ancor più frivole.
Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα.

όποτε

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ogni volta che cantava gli altri si tappavano le orecchie.
Όποτε τραγουδούσε, ο κόσμος έκλεινε τα αυτιά του.

για αλλαγή

(contrariamente al solito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
mi fa piacere vedere che sorride, una volta tanto.

μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά

(nel passato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια φορά στα χίλια χρόνια

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un'opportunità come questa capita solo una volta nella vita.

κάποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Un tempo si poteva comprare il latte direttamente dal contadino.

με την μία, αμέσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Riesco a leggere in inglese per delle ore di fila, ma solo dieci pagine di francese per volta.

YOLO

(αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μια-δυο φορές

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αψιδόλιθος

sostantivo femminile (architettura)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κορωνίδα

sostantivo femminile (architettura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La collocazione della chiave di volta nel nuovo municipio fu celebrato dalla comunità.

ουράνια, επουράνια

sostantivo femminile (λόγιο: ποιητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πολύ μαζί στα ξαφνικά

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προβατάκι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρωτάρης, πρωτάρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

που κάνει κτ για πρώτη φορά

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questa guida turistica è piena di ottime dritte per chi va in Inghilterra per la prima volta.

παλιά χρόνια

sostantivo plurale maschile

Ai tempi di una volta, si misurava confrontando gli oggetti con parti del corpo umano.

κάνω τούμπες, πετώ ανάποδα

(aerei) (για αεροπλάνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi sento sempre male quando vedo gli aerei fare il giro della morte.

φάσκω κι αντιφάσκω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με

Mia cugina si è sempre dilettata con la pittura, anche se lavora in banca.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν και περιστασιακά πειραματίστηκε με την ποίηση, η λογοτεχνική της φήμη βασίστηκε εντελώς στη δουλειά της ως μυθιστοριογράφος.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του volta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του volta

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.