Τι σημαίνει το condurre στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης condurre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του condurre στο Ιταλικό.
Η λέξη condurre στο Ιταλικό σημαίνει άγω, μεταφέρω, ζω, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, καθοδηγώ, διενεργώ, διεξάγω, ηγούμαι, διευθύνω, διαχειρίζομαι, οδηγώ, οδηγώ, δίνω ώθηση σε κτ, οδηγώ, παρουσιάζω, απομακρύνω, παίρνω μέρος, οδηγώ, εισάγω, επιτηρώ, επιβλέπω, πλοηγώ, ηγούμαι, δραστηριοποιούμαι, σχεδιάζω, οδηγώ, δουλεύω, εργάζομαι, πετυχαίνω, μεταφέρω, πηγαίνω, καθοδηγώ, οδηγώ, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, οδηγώ, μεταφέρω, οδηγώ, αγώγιμος, φέρνω, πραγματοποιώ, κάνω κουμάντο, διεξάγω ανάκριση, κάνω μια καμπάνια, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα, κακομαθαίνω τον εαυτό μου, ζω στην επαρχία, οδηγώ σε κτ, κακοδιαχειρίζομαι, οδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, προκαλώ, κωπηλατώ, προκαλώ, αποτελώ απόδειξη, κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια, οδηγώ, κάνω πειράματα, χαρίζω, οδηγώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης condurre
άγω, μεταφέρω(tecnico: elettricità) (στη φυσική: φέρω, μεταδίδω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fili conducono l'elettricità. Το νερό είναι αγωγός του ήχου. |
ζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio nonno ha condotto una vita difficile. Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή. |
μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος(guidare la direzione) (πάω μπροστά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi condurre verso lo stadio, e io ti seguo? Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω. |
καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guida turistica conduce i turisti per la città. Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη. |
διενεργώ, διεξάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sito ha effettuato un sondaggio tra gli automobilisti. Η ιστοσελίδα διεξήγαγε δημοσκόπηση για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων. |
ηγούμαι(διευθύνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo ispettore conduce le indagini. Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας. |
διευθύνω, διαχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dirigeva la sua attività in modo efficiente. Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ballo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non conosco questo ballo. Dovrai guidarmi. Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti piacerebbe guidare la mia macchina nuova? Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο; |
δίνω ώθηση σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il commercio spinge l'economia. Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία. |
οδηγώ(veicolo non a motore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo che conduceva la portantina nera era alto e portava occhiali scuri. |
παρουσιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (TV) (εκπομπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Della sta conducendo il telegiornale serale di quel canale. |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane pastore ha condotto le pecore lontano dal fiume. |
παίρνω μέροςverbo transitivo o transitivo pronominale (portare avanti: una discussione) (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non conduco una discussione con persone sciocche. |
οδηγώ(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick guidò l'auto sulle strade di campagna. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
εισάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I titoli di testa introducono il film. |
επιτηρώ, επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλοηγώ(βάρκα, πλοίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non è facile pilotare una barca in quel porto. Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι. |
ηγούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ex membro del congresso ha diretto l'indagine. Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες. |
δραστηριοποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο. |
σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha progettato lui la costruzione di quei ponti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ποιος σχεδίασε αυτή τη γέφυρα; |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo stati guidati ai nostri posti da degli studenti volontari. Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές. |
δουλεύω, εργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emily ha appena avviato un'agenzia di marketing e lavora dalla sua camera per gli ospiti. Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της. |
πετυχαίνω(έχω επιθυμητό αποτέλεσμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il coordinatore della campagna elettorale ha reso possibile l'elezione del presidente. Ο υπεύθυνος της εκστρατείας πέτυχε την εκλογή του προέδρου. |
μεταφέρω, πηγαίνω(bestiame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna dirigere il bestiame verso il nuovo pascolo. |
καθοδηγώ, οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guida turistica condusse il gruppo in giro per il museo. |
κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick diresse subito la conversazione sul suo argomento preferito. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La dipendenza lo ha spinto a una vita di crimine e miseria. Η εξάρτηση τον οδήγησε σε μια ζωή εγκλήματος και μιζέριας. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guidali verso un accordo con argomentazioni logiche. Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα. |
δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il desiderio di rendere orgogliosi i genitori è ciò che l'ha condotta ad avere successo. Η επιθυμία να κάνει τους γονείς της περήφανους είναι αυτό που της δίνει κίνητρο για να πετύχει. |
οδηγώ, μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agente ha condotto il prigioniero alla propria cella. Ο υπάλληλος οδήγησε τον κρατούμενο στο κελί του. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I suoi figli la portano sempre all'esaurimento nervoso. Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα. |
αγώγιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φέρνω, πραγματοποιώ(provocare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha promesso
che avrebbe apportato un cambiamento. Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές. |
κάνω κουμάντο(figurato: dirigere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il sacerdote crede di condurre lui le danze, ma è l'organista che dirige davvero la funzione religiosa. |
διεξάγω ανάκρισηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La commissione condurrà un'inchiesta circa le accuse di frode al governatore. |
κάνω μια καμπάνιαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευναverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho fatto delle ricerche per la mia tesi ma devo ancora condurre uno studio per verificare le mie ipotesi. |
πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακομαθαίνω τον εαυτό μουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζω στην επαρχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγώ σε κτverbo intransitivo |
κακοδιαχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il manager ha condotto male i problemi interpersonali in ufficio. |
οδηγώverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Speriamo che questo successo iniziale ci porti a futuri trionfi. |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli alcolici conducono al peccato. |
κωπηλατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I furti d'appartamento hanno determinato una maggiore presenza della polizia. Οι διαρρήξεις προκάλεσαν μια αυξημένη αστυνομική παρουσία. |
αποτελώ απόδειξηverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti gli indizi portano al signor Rossi. |
κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια(figurato) |
οδηγώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste scale portano all'attico. Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα. |
κάνω πειράματα(σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli scienziati fanno spesso esperimenti su animali prima di somministrare un farmaco a soggetti umani. |
χαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (τη νίκη σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore di punta ha condotto la squadra alla vittoria. Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito ha fatto marciare i prigionieri verso il campo di detenzione. Ο στρατός οδήγησε τους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο κρατουμένων. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του condurre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του condurre
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.