Τι σημαίνει το buca στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης buca στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buca στο Ιταλικό.
Η λέξη buca στο Ιταλικό σημαίνει λάκκος, λακκούβα, τρύπα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, λακούβα, τρύπα, λακκούβα, στρατιωτικό χαράκωμα, όρυγμα, λακκούβα, τρύπα, χαράκωμα, τρύπα, όρυγμα, κοιλότητα, τρύπα, λακκούβα, φωλιά, τρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, διατρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, κάνω, διαπερνώ, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω τα αυτιά, κάνω τρύπες στα αυτιά, τρυπώ, τρυπάω, τρύπα, τρώγλη, τρύπα, τρύπα, άθλιο μέρος, απαίσιο μέρος, φρικτό μέρος, κενό, τρύπα, κενό, καταγώγιο, τρύπα, αχούρι, ματάκι, απομακρυσμένη περιοχή, τρύπα, κενό, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, σκάβω, παγίδα, γραμματοκιβώτιο, hole in one, χώρος της ορχήστρας, τρύπα, σκάψιμο λακκούβας, άνοιγμα λακκούβας, με στήνουν, τρύπα γκολφ, ο διάδρομος της οποίας παρουσιάζει καμπή, γραμματοκιβώτιο, πουλάω, στήνω, ορχήστρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, λίμνη στη βάση καταρράκτη, βάζω κτ στην τρύπα, κάνω par, πετυχαίνω par, βάζω μια μπάλα στην τσέπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης buca
λάκκοςsostantivo femminile (terreno) (στο χώμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha scavato una buca con la sua vanga. Άνοιξε μια λακκούβα με το φτυάρι του. |
λακκούβαsostantivo femminile (strada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Attento a quella buca sulla strada. |
τρύπαsostantivo femminile (golf) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo tiro dal tee ha quasi raggiunto la nona buca. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile (golf) Mica male! Hai fatto buca in due! |
λακούβα, τρύπαsostantivo femminile (stradale) (στο δρόμο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λακκούβαsostantivo femminile (strada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le enormi buche sulla strada rendevano difficoltoso andare in bicicletta. |
στρατιωτικό χαράκωμα, όρυγμα(militare) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I soldati si gettarono nella buca per ripararsi dopo l'inizio dell'attacco. |
λακκούβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa strada è piena di irregolarità e buche. Αυτός ο δρόμος είναι γεμάτος βουναλάκια και λακκούβες. |
τρύπαsostantivo femminile (biliardo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lisa ha mandato la nera nella buca in avanti a destra. |
χαράκωμαsostantivo femminile (όρυγμα για προφύλαξη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il militare entrò nella buca per proteggersi dagli spari. Ο στρατιώτης μπήκε στο χαράκωμα, για να προστατευτεί από τα πυρά. |
τρύπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La buca era bella profonda. Η τρύπα είχε πολύ μεγάλο βάθος. |
όρυγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bambini erano stati avvisati di stare lontani dal misterioso fosso vicino al parco giochi. |
κοιλότητα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo scoiattolo è scomparso dalla vista in un avvallamento. Ο σκίουρος κρύφτηκε σε ένα βαθούλωμα. |
τρύπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λακκούβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωλιάsostantivo femminile (di animale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha scoperto una tana per cani da prateria nel suo campo. |
τρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il chiodo ha bucato la gomma della bicicletta. |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La freccia ha bucato il bersaglio. |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily ha preso uno spillo e ha bucato il palloncino facendolo sgonfiare. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (τρύπα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ha fatto un buco nel maglione. Ο Τζιμ έκανε μια τρύπα στο πουλόβερ του. |
διαπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una luce fioca squarciava l'oscurità nella stanza. |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La spilla ha punto il dito di Marta. Η καρφίτσα τρύπησε το δάκτυλο της Μάρθας. |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il trapano ha forato il muro. Το τρυπάνι τρύπησε τον τοίχο. |
τρυπάω τα αυτιά, κάνω τρύπες στα αυτιά(lobo per orecchini) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η μητέρα μου μου τρύπησε τα αυτιά όταν ήμουν δεκατριών. |
τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il conducente del bus ha forato il biglietto di Jane. Ο οδηγός του λεωφορείου χτύπησε το εισιτήριο της Τζέιν. |
τρυπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julia ha perforato la plastica per far defluire l'acqua. |
τρύπαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno guardato la costruzione attraverso il buco nel muro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ανοίξτε την οπή με διατρητικό μηχάνημα. |
τρώγλη(figurato, peggiorativo) (μτφ, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quell'uomo vive in un buco sporchissimo. |
τρύπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In una cavità dell'albero viveva un uccello. |
τρύπαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Paul ha dovuto cambiare buco della cintura dopo cena. Ο Πωλ έπρεπε να κουμπώσει τη ζώνη του μερικές τρύπες πιο πέρα μετά το βραδινό. |
άθλιο μέρος, απαίσιο μέρος, φρικτό μέροςsostantivo maschile (figurato: posto terribile) Norman, come fai a vivere in questo buco? |
κενό(di tempo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è stato un buco di novanta minuti tra l'uscita dal bar e l'arrivo a casa. Υπάρχει ένα κενό ενενήντα λεπτών ανάμεσα στην ώρα που έφυγαν απ' το μπαρ και στην ώρα που γύρισαν σπίτι. |
τρύπαsostantivo maschile (per rimozione di una zolla) (στο γρασίδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si poteva vedere attraverso l'apertura nella siepe. Μπορούσες να δεις μέσα από το άνοιγμα του φράχτη. |
καταγώγιο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stai lontano da quel bar, è una fogna lurida e orrenda. |
τρύπαsostantivo maschile (per orecchini) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan ha un buco per il piercing sul sopracciglio. |
αχούριsostantivo maschile (figurato, informale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La casa di Jason è un buco; non capisco come faccia a viverci! Το σπίτι του Τζέισον είναι αχούρι, δεν ξέρω πως μπορεί να ζει εκεί μέσα! |
ματάκι(da cui guardare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απομακρυσμένη περιοχή(informale: luogo remoto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρύπαsostantivo maschile (vestiti) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bill trovò uno strappo nel maglione ma non ricordava come fosse successo. Ο Μπιλ βρήκε ένα τράβηγμα στο πουλόβερ του, αλλά δεν θυμόταν πως έγινε. |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γραμματοκιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La buca delle lettere viene svuotata due volte al giorno. Το γραμματοκιβώτιο αδειάζεται δυο φορές τη μέρα. |
γραμματοκιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το πακέτο ήταν υπερβολικά μεγάλο για το γραμματοκιβώτιο. |
σκάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fai una buca in quella zona allagata così che possa drenare. |
παγίδα(στο έδαφος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I cacciatori hanno sistemato le trappole per catturare le prede. |
γραμματοκιβώτιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
hole in one(golf) (όρος του γκολφ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A 103 anni, Gus Andreone è il golfista più anziano ad aver realizzato una buca in uno. |
χώρος της ορχήστρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ballerina inciampò e cadde dal palco nella buca dell'orchestra. |
τρύπαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκάψιμο λακκούβας, άνοιγμα λακκούβαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
με στήνουνverbo (colloquiale, idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo un'ora di attesa nel ristorante si rese conto che gli aveva dato buca. |
τρύπα γκολφ, ο διάδρομος της οποίας παρουσιάζει καμπήsostantivo femminile (golf) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραμματοκιβώτιοsostantivo femminile (spec. sulla porta, sul muro ecc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πουλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cosa? Non viene? Basta, è l'ultima volta che mi tira pacco. |
στήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale, figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovevamo incontrarci fuori dal ristorante ma mi ha dato buca. Υποτίθεται ότι θα συναντιόμασταν έξω από το εστιατόριο, αλλά με έστησε. |
ορχήστρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dalla fossa d'orchestra veniva un frastuono terribile. Ένας αποκρουστικός θόρυβος ερχόταν από την ορχήστρα. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale |
λίμνη στη βάση καταρράκτη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βάζω κτ στην τρύπαverbo transitivo o transitivo pronominale (biliardo) (μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era un colpo difficile ma ha mandato in buca la palla. |
κάνω par, πετυχαίνω parverbo transitivo o transitivo pronominale (γκολφ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adrian ha completato le ultime due buche in par. |
βάζω μια μπάλα στην τσέπηverbo transitivo o transitivo pronominale (biliardo) (για μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giocatore di biliardo mandò in buca la palla nera. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buca στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του buca
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.