Τι σημαίνει το senso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης senso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του senso στο Ιταλικό.

Η λέξη senso στο Ιταλικό σημαίνει αίσθηση, νόημα, νόημα, καλό, εντύπωση, αίσθηση, περιεχόμενο, νόημα, δαιμόνιο, έννοια, σημασία, σημασία, αίσθηση, νόημα, λογική, σκοπός, στόχος, έννοια, σημασία, ανόητος, παράλογος, αισθητικοκινητικός, μύτη, τύψη, χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος, κυριολεκτικά, κατά μήκος, φλυαρία, που πιάνουν τα χέρια του, χιούμορ, νιώθοντας ζαλάδα, λογικός, άχρηστος, άσχετος, ανίκανος, που αισθάνεται, που έχει αισθήματα, που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, χαζός, ηλίθιος,ανόητος, ανέφικτος, ανεπίτευκτος, με κοινωνική συνείδηση, μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης, θετικής κατεύθυνσης, δεξιόστροφα, τίνι τρόπω, αντίθετα, κατά μήκος, κατά κάποιον τρόπο, ανάποδα, αντίστροφα, κατά μία έννοια, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, δεδομένου ότι, αριστερόστροφα, είναι λογικό, είναι εύλογο, υπό την έννοια ότι, σοφία, ασυναρτησίες, βλακείες, χαζομάρες, αισθητική, ζάλη, ζαλάδα, τάξη, ηθική υπερευαισθησία, κοινός νους, έκτη αίσθηση, ακριβής σημασία, το να έχεις κοινωνική συνείδηση, διφορούμενο σχόλιο, αμφισημία, συνείδηση, κουραφέξαλα, μουσικό ταλέντο, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, αίσθηση της ακοής, αίσθηση του ρυθμού, ηθική, χρηστότητα, αίσθηση της όρασης, αίσθηση της όσφρησης, αίσθηση της γεύσης, αίσθηση της αφής, αίσθηση του χιούμορ, ευρεία έννοια, ευρύτερη έννοια, τύψεις, αίσθηση της μελωδίας, στενή έννοια, αίσθηση ότι ανήκω κάπου, αίσθηση ότι μετέχω κάπου, αίσθηση προσανατολισμού, αίσθηση του στυλ, ασυναρτησίες, ηθική δύναμη, ηθική ισχύς, αλαμπουρνέζικα, αμφίδρομος, αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ, αισθητήριο όργανο, υπεροπτική συμπεριφορά, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, είναι λογικό, είναι λογικό, δεν ωφελώ σε τίποτα, δίνω νόημα σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης senso

αίσθηση

sostantivo maschile (cinque sensi)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I cani hanno un senso dell'olfatto sviluppato.
Τα σκυλιά έχουν πολύ καλή αίσθηση της όσφρησης.

νόημα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È difficile capire il senso di questa frase.

νόημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È difficile capire da un messaggio scritto di qualcuno se il senso è letterale o ironico.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις από ένα γραπτό μήνυμα αν το νόημα είναι κυριολεκτικό ή ειρωνικό.

καλό

sostantivo maschile (κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Che senso ha fare tutte queste domande senza dar loro risposta?

εντύπωση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il senso del suo sguardo era chiaro. Era molto arrabbiato.
Η εντύπωση που έδινε το βλέμμα του ήταν ξεκάθαρη. Ήταν πολύ θυμωμένος.

αίσθηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alle sue parole un senso di speranza si accese dentro di loro.

περιεχόμενο, νόημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se intendo correttamente il senso della tua lettera non hai alcuna intenzione di tener fede al tuo impegno.

δαιμόνιο

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αν και είναι προφανώς ταλαντούχος, νιώθω πως στερείται επιχειρηματικού δαιμονίου.

έννοια, σημασία

(λέξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'avvocato sembrava trascurare la normale accezione di "rimuovere".

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pensò intensamente, cercando di trovare il significato di quell'indizio.
Σκεφτόταν πυρετωδώς, προσπαθώντας να βρει τη σημασία (or: το νόημα) του στοιχείου του γρίφου.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από το πρωί που ξύπνησα έχω μια περίεργη αίσθηση στον λαιμό μου.

νόημα

(figurato: senso)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il succo del suo discorso è che dobbiamo agire subito.

λογική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ποια είναι η λογική στο να βάλεις πλυντήριο για ένα πουλόβερ;

σκοπός, στόχος

(obiettivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non dobbiamo dimenticare lo scopo dell'esercizio.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης.

έννοια, σημασία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La donna comprese il significato del simbolo.

ανόητος, παράλογος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αισθητικοκινητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μύτη

(figurato: fiuto) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha un gran naso per i buoni libri.
Κόβει το μάτι του όταν πρόκειται για βιβλία.

τύψη

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η Χίλαρυ είχε πολλές τύψεις για τον τρόπο που μίλησε στη μητέρα της.

χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος

aggettivo (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un'insegnante severa ma può essere davvero spiritosa.

κυριολεκτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aveva le dita letteralmente congelate e hanno dovuto amputargliele.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δάχτυλά της ήταν κυριολεκτικά παγωμένα και έπρεπε να ακρωτηριαστούν.

κατά μήκος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bobby ha piegato il foglio longitudinalmente per fare un origami.

φλυαρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La smetteresti con tutto questo chiacchiericcio in modo da lasciarmi pensare?

που πιάνουν τα χέρια του

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eugene è molto pratico: sa fare scaffalature e fare riparazioni in casa.
Του Γιουτζίν πιάνουν τα χέρια του. Είναι καλός στο να τοποθετεί ράφια και να φτιάχνει πράγματα στο σπίτι.

χιούμορ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Δε μου αρέσει το χιούμορ αυτού του κωμικού.

νιώθοντας ζαλάδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λογικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nathan è molto ragionevole, non fa mai niente di folle e spontaneo.
Ο Νέιθαν είναι πολύ λογικός. Δεν κάνει ποτέ τίποτα άστοχα κι αυθόρμητα.

άχρηστος, άσχετος, ανίκανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti aiuterei volentieri a ridipingere ma non sono per niente abile nei lavori manuali.
Θα ήθελα να σε βοηθήσω στη διακόσμηση, αλλά είμαι παντελώς άχρηστος.

που αισθάνεται, που έχει αισθήματα

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il circolo di filosofia ha discusso delle difficoltà degli esseri senzienti.

που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ

locuzione aggettivale (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo spettacolo era una commedia, ma Brad la trovò priva di umorismo.

χαζός, ηλίθιος,ανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανέφικτος, ανεπίτευκτος

locuzione aggettivale (για ιδέες, προτάσεις κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με κοινωνική συνείδηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης

locuzione aggettivale

All'improvviso mi ritrovai controsenso in una via a senso unico.

θετικής κατεύθυνσης

(βιολογία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δεξιόστροφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ruota l'immagine in senso orario di 90 gradi.

τίνι τρόπω

(αρχαϊκός τύπος, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In che modo obiettate a queste proposte?

αντίθετα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά μήκος

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατά κάποιον τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In un certo senso, Aiden meritava la vittoria quanto il suo avversario, ma solo uno può essere il vincitore.
Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή.

ανάποδα, αντίστροφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fece l'elenco dei nomi in senso inverso, non in ordine alfabetico.

κατά μία έννοια

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da un certo punto di vista, sì, è carina, ma la verità è che non è proprio bella...

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nostra famiglia era puritana nel vero senso della parola: non aveva mai fumato, imprecato, bevuto alcolici e nemmeno ballato.

δεδομένου ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È vero, in quanto è stato provato in tribunale.
Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο.

αριστερόστροφα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είναι λογικό, είναι εύλογο

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
È ragionevole che se un dipendente è stressato la sua produttività diminuisca.

υπό την έννοια ότι

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σοφία

(saggezza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era una donna di grande saggezza (or: assennatezza) (or: avvedutezza) (or: accortezza).
Ήταν μια γυναίκα με μεγάλη σοφία.

ασυναρτησίες, βλακείες, χαζομάρες

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Stava parlando nel sonno ma era solo un linguaggio privo di senso.

αισθητική

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζάλη, ζαλάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un improvviso senso di vertigine colse JoAnne, che si sedette rapidamente.

τάξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia compagna di stanza è amichevole e pacifica, ma le manca il senso dell'ordine.

ηθική υπερευαισθησία

sostantivo maschile (peggiorativo) (ψυχολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινός νους

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
È un uomo colto ma non ha molto senso pratico.
Είναι σπουδασμένος, αλλά δεν έχει και πολλή κοινή λογική.

έκτη αίσθηση

sostantivo maschile

Charlie riesce a vedere i fantasmi: è nato con un sesto senso.

ακριβής σημασία

sostantivo maschile

Il senso stretto della parola "Giudeo" è un israelita della tribù di Giuda.

το να έχεις κοινωνική συνείδηση

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La gente dovrebbe avere senso civico e non badare solo a se stessa.

διφορούμενο σχόλιο

sostantivo maschile (parola ambigua)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ogni volta che apre bocca gli sfugge un doppio senso.
Δε μπορεί να ανοίξει το στόμα του και να μην κάνει ένα διφορούμενο σχόλιο.

αμφισημία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνείδηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουραφέξαλα

sostantivo plurale femminile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Certi pensano che la religione sia solo un mucchio di chiacchiere senza senso.

μουσικό ταλέντο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση της ακοής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo senso dell'udito era così buono che riusciva a sentire un grillo a 100 iarde di distanza.

αίσθηση του ρυθμού

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono un pessimo ballerino perché non ho senso del ritmo.

ηθική, χρηστότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίσθηση της όρασης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση της όσφρησης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση της γεύσης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando si bruciò la lingua perse temporaneamente il senso del gusto.

αίσθηση της αφής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση του χιούμορ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wally ha uno strano senso dell'umorismo: continua a fare battute che nessun altro capisce.
Ο Γουάλι έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Κάνει συνεχώς αστεία που κανένας άλλος δεν καταλαβαίνει.

ευρεία έννοια

sostantivo maschile

ευρύτερη έννοια

sostantivo maschile

τύψεις

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dopo che ha avuto un'esperienza così negativa, mi è quasi venuto un senso di colpa per averla persuasa a farlo sin dall'inizio.

αίσθηση της μελωδίας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στενή έννοια

sostantivo maschile

αίσθηση ότι ανήκω κάπου, αίσθηση ότι μετέχω κάπου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il senso di appartenenza è importante per gli adolescenti finché si plasma la loro identità.

αίσθηση προσανατολισμού

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση του στυλ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασυναρτησίες

(informale, figurato: parole senza senso)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ηθική δύναμη, ηθική ισχύς

sostantivo maschile

αλαμπουρνέζικα

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αμφίδρομος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αισθητήριο όργανο

sostantivo maschile

υπεροπτική συμπεριφορά

sostantivo maschile

μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι εμένα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non sono potuto rimanere con lui all'ospedale perché la vista del sangue mi fa stare male.

είναι λογικό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Prenotare i biglietti del treno in anticipo ha un senso perché sono più economici.
Έχει λογική να κλείσεις εισιτήρια για το τρένο από νωρίς, γιατί είναι πιο φτηνά.

είναι λογικό

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La pistola era in mano ad Alex ed è logico che il colpo lo abbia sparato lui. È logico che sia stanca: ha appena partorito dei gemelli!

δεν ωφελώ σε τίποτα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω νόημα σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του senso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του senso

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.