Τι σημαίνει το sensibile στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sensibile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sensibile στο Ιταλικό.
Η λέξη sensibile στο Ιταλικό σημαίνει ευαίσθητος, ευαίσθητος, έχω ευαισθησία, ευαίσθητος, ευαίσθητος, εμπιστευτικός, ευαίσθητος, υπερευαίσθητος, καυτός, ευαίσθητος, ευαίσθητος, ευαίσθητος, ευαίσθητος, ευαίσθητος, ευθιξία, συναισθηματικός, ευαίσθητος, έχω συναισθήματα, που δείχνει κατανόηση, που συγκινείται από κτ, έντονος, καλόκαρδος, δραματικός, ευαίσθητος, αξιόλογος, σημαντικός, ψηλαφητός, που γνωρίζει κτ, με ταξική συνείδηση, ευαίσθητος στο κρύο, πολύ κοντά στην αλήθεια, αφής, εμπιστευτική πληροφορία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ευαίσθητος σε, που προσβάλλεται εύκολα από, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος στο κρύο, ευαίσθητη περιοχή, δεκτικός σε, που ανταποκρίνεται σε κτ, θερμοευαίσθητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sensibile
ευαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio collo è sensibile e si irrita facilmente. Ο λαιμός μου είναι ευαίσθητος και ερεθίζεται πολύ εύκολα. |
ευαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non essere troppo cattivo con lei; è sensibile. Μην είσαι πολύ σκληρός μαζί της. Είναι ευαίσθητη. |
έχω ευαισθησίαaggettivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) È asmatico da tutta la vita, è sensibile al fumo. Καθώς πάσχει από άσθμα όλη του τη ζωή, έχει ευαισθησία στον καπνό. |
ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli strumenti sensibili registrano le piccole variazioni della temperatura. Τα όργανα με μεγάλη ευαισθησία καταγράφουν ακόμη και μικρές αλλαγές στη θερμοκρασία. |
ευαίσθητοςaggettivo (titoli azionari) (σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμπιστευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è un'informazione delicata, attento a chi la racconti. Αυτές είναι απόρρητες πληροφορίες, γι' αυτό πρόσεχε σε ποιον τις λες. |
ευαίσθητοςaggettivo (argomento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo divorzio è ancora un argomento delicato, quindi cerca di fare attenzione a quello che dici. Το διαζύγιο συνιστά ακόμη ένα ευαίσθητο ζήτημα γι' αυτήν, σε παρακαλώ λοιπόν να προσέχεις τι λες. |
υπερευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non dovresti raccontare delle storie che fanno tanta paura a dei bambini sensibili. Δεν πρέπει να λες τόσο τρομακτικές ιστορίες σε ευεπηρέαστα παιδιά. |
καυτόςaggettivo (figurato: argomento) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il braccio di Rachel era sensibile dove si era fatta male il giorno prima. Το χέρι της Ρέιτσελ ήταν ευαίσθητο εκεί που το είχε μελανιάσει την προηγούμενη μέρα. |
ευαίσθητοςaggettivo (meccanismo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è una pellicola sensibile, dunque non la esporre troppo a lungo. Αυτό το φιλμ είναι ευαίσθητο, γι' αυτό μην το εκθέτεις για πολλή ώρα. |
ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tratta di uno strumento molto sensibile che può rilevare anche la minima vibrazione. |
ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo reportage contiene immagini che potrebbero turbare le menti più sensibili. |
ευθιξίαaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συναισθηματικός, ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una persona così sensibile. Sa sempre qual è la cosa giusta da dire. |
έχω συναισθήματαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È un uomo molto sensibile. |
που δείχνει κατανόηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pianto del bambino evocò una reazione empatica alle persone vicine. |
που συγκινείται από κτ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κανένα από τα κορίτσια δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται και πολύ από τη γοητεία μου. |
έντονοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I medici hanno notato un aumento pronunciato dei casi di influenza. Οι γιατροί έχουν παρατηρήσει μια έντονη αύξηση των περιστατικών γρίπης. |
καλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραματικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I marcati cambiamenti della città la rendevano quasi irriconoscibile. Η μεγάλη απώλεια βάρους του Άνταμ εξέπληξε τους πάντες. |
ευαίσθητοςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Polly è un'anima sensibile, attento a quello che le dici. Η Πόλι είναι ευαίσθητη ψυχή· πρόσεχε τι της λες. |
αξιόλογος, σημαντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo notato un notevole aumento dei profitti in questo trimestre. |
ψηλαφητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In questo pannello c'è un'ammaccatura appena sensibile al tatto. Υπάρχει ένα βαθούλωμα στον τοίχο που σχεδόν δεν είναι ψηλαφητό. |
που γνωρίζει κτ(essere sensibile a [qlcs]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli organi di senso del cane percepiscono cose di cui noi uomini nemmeno ci accorgiamo. |
με ταξική συνείδησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bunter era così sensibile alle differenze di classe che mai e poi mai avrebbe fumato in presenza di Lord Peter. |
ευαίσθητος στο κρύοaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ κοντά στην αλήθεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφής(dispositivi touch screen) |
εμπιστευτική πληροφορία
Τα ιατρικά αρχεία συνιστούν απόρρητα δεδομένα. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (armi da fuoco) |
ευαίσθητος σε, που προσβάλλεται εύκολα απόaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sii gentile con lei - è molto sensibile alle critiche sulla sua cucina.
E' estremamente sensibile alla luce. Να είσαι ευγενικός μαζί της - είναι αρκετά ευαίσθητη όσον αφορά την κριτική για τη μαγειρική της. |
ευπαθής, επιδεκτικόςaggettivo (επίσημο: σε κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nelle sue condizioni è molto suscettibile alle infezioni. Στην κατάστασή της είναι πολύ ευάλωτη σε μολύνσεις. |
ευαίσθητος στο κρύο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quelle piante sono sensibili al freddo: dovresti portarle dentro casa quando fa molto freddo. |
ευαίσθητη περιοχήsostantivo maschile (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le punte delle dita sono il punto più sensibile del corpo umano. |
δεκτικός σεaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarebbe una maestra d'asilo fantastica perché è molto sensibile alle esigenze altrui. |
που ανταποκρίνεται σε κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James è sensibile al suo ambiente. |
θερμοευαίσθητοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sensibile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sensibile
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.