Τι σημαίνει το vuoto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vuoto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vuoto στο Ιταλικό.
Η λέξη vuoto στο Ιταλικό σημαίνει αδειάζω, αδειάζω,ξεκαθαρίζω, άδειος, κενός, άδειος, άδειος, κενός, κούφιος, άδειος, κούφιος, κενός, άδειος, άδειος, κενός, κενό, κενό, κενότητα, κενός, άδειος, κενός, κενό, άδειος, άγραφος, κενός, άδειος, άδειος, κενό, απλανής, ανέκφραστος, άψυχος, ακατοίκητος, κοιλότητα, ανούσιος, ασήμαντος, κενό, κούφιος, κενός, άδειος, ελεύθερος, διαθέσιμος, κενός, άδειος, κενό, κενός, ελεύθερος, άδειος, βλακώδης, ανόητος, μηδαμινός, έρημος, κενό, γυμνός, άδειος, κενός, εγκαταλελειμμένος, χωρίς νόημα, μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, το σφυρίζω, ξαλαφρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vuoto
αδειάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuota quella scatola per favore, mi serve per i miei libri. Άδειασε αυτό το κουτί, σε παρακαλώ. Το χρειάζομαι για τα βιβλία μου. |
αδειάζω,ξεκαθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non sgombri il garage prima o poi non riuscirò più a parcheggiarci la macchina. Αν δεν αδειάσεις το γκαράζ σύντομα, δε θα μπορέσω να παρκάρω το αμάξι μου. |
άδειοςaggettivo (κυρ: χωρίς περιεχόμενο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho bevuto tutto il mio caffè e adesso la mia tazza è vuota! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δυστυχώς δεν υπάρχουν κενές θέσεις αυτή τη στιγμή στην εταιρεία μας. |
κενόςaggettivo (matematica) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un insieme nullo è un insieme vuoto. Το κενό σύνολο δεν έχει στοιχεία. |
άδειοςsostantivo maschile (recipienti, bottiglie) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Le bottiglie piene sono sulla sinistra, i vuoti a destra. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα γεμάτα είναι αριστερά και τα κενά δεξιά. |
άδειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'autista ha riportato l'autobus vuoto al deposito. Ο οδηγός πήγε το κενό λεωφορείο πίσω στο αμαξοστάσιο. |
κενός, κούφιοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pensava che gli spettacoli di opinione fossero un intrattenimento vuoto. Θεωρούσε ότι τα τοκ σόου ήταν ευτελής διασκέδαση. |
άδειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Possiamo costruire nello spazio libero accanto a noi. Μπορούμε να χτίσουμε στον κενό χώρο δίπλα μας. |
κούφιος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era una minaccia inconsistente poiché egli non aveva alcuna autorità. Ήταν μια κούφια απειλή, καθώς δεν είχε εξουσία. |
κενός, άδειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο καλλιτέχνης κοίταζε επίμονα τον λευκό καμβά που ήταν μπροστά του. |
άδειος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κενόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La natura aborrisce il vuoto. Η φύση απεχθάνεται το κενό. |
κενό(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una sensazione di vuoto si fece sentire quando se ne andò di casa. |
κενότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Παρακαλώ όπως συμπληρώσετε τα κενά σημεία στη φόρμα αίτησης. |
άδειος, κενόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nina guardò l'ufficio vuoto, chiedendosi dove fosse andato il suo capo. |
κενόsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Da quando è morto, nella mia vita c'è un vuoto. |
άδειος, άγραφος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qualcuno deve aver cancellato quello che era registrato su quel nastro, perché ora è vuoto. Κάποιος πρέπει να έχει σβήσει εκείνη την κασσέτα γιατί είναι κενή τώρα. |
άδειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il barilotto è vuoto. Dobbiamo trovare un'altra festa dove c'è ancora birra. |
άδειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho sbirciato dalla finestra perché mi aspettavo di vedere Leah, ma la stanza era vuota. Κοίταξα μέσα στο δωμάτιο περιμένοντας να δω τη Λία, αλλά ήταν άδειο. |
κενόsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La morte di sua moglie lasciò un vuoto nella vita di George. |
απλανής, ανέκφραστος, άψυχος(figurato: sguardo, occhio, ecc.) (έκφραση, μάτια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli occhi di Joseph erano vitrei dalla febbre. |
ακατοίκητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοιλότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un gatto dormiva in una piccola cavità del terreno. |
ανούσιος, ασήμαντος(peggiorativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non seccarmi con i tuoi problemi insignificanti! |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il satellite proseguiva nello spazio. Ο δορυφόρος συνέχισε το ταξίδι του στο κενό. |
κούφιος, κενόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le formiche hanno costruito un formicaio nel tronco cavo. Τα μυρμήγκια είχαν φτιάξει μια αποικία μέσα στο κούφιο κούτσουρο. |
άδειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John versò l'ultimo goccio di vino e mise la bottiglia vuota nel contenitore per la raccolta differenziata. Ο Τζον σέρβιρε το κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι και έβαλε το άδειο μπουκάλι στον κάδο της ανακύκλωσης. |
ελεύθερος, διαθέσιμοςaggettivo (appartamento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Glenn ha visto una dozzina di appartamenti sfitti finché non ne ha trovato uno che gli è piaciuto. |
κενός, άδειοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli studenti ascoltavano la lezione con un'espressione fatua. Οι μαθητές παρακολουθούσαν τη διάλεξη με κενή έκφραση στα πρόσωπά τους. |
κενό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
κενός, ελεύθερος, άδειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Edward arrivò tardi per la riunione e sedette nell'unica sedia libera. |
βλακώδης, ανόητος(potenzialmente offensivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I tuoi commenti stupidi stanno rallentando la riunione. |
μηδαμινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έρημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'isola è abbastanza vuota nei mesi invernali. |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La vacuità della maggior parte dei programmi TV è un'ottima ragione per non guardarli. |
γυμνόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'appartamento era vuoto; era come se la famiglia non ci avesse mai vissuto. Το διαμέρισμα ήταν άδειο, σαν να μην είχε ζήσει ποτέ εκεί η οικογένεια. |
άδειος, κενόςaggettivo (mente) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando Hazel prese la matita per iniziare il compito di matematica, la sua mente era vuota. Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό. |
εγκαταλελειμμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Vedendo il negozio deserto, il direttore ha pensato di poter mandare a casa una parte del personale. |
χωρίς νόημαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo aver vinto la lotteria, la vita di Jim divenne inaspettatamente vuota. Αφού κέρδισε το λαχείο, η ζωή του Τζιμ έγινε απροσδόκητα άδεια. |
μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel prossimo numero della rivista di gossip, una delle più grandi celebrità di Hollywood rivelerà i propri segreti! |
τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John non sa tenere un segreto: sapevo che alla fine avrebbe vuotato il sacco riguardo alla festa segreta. |
βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα(un segreto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grazie per esserti lasciato sfuggire che sono incinta. |
το σφυρίζω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξαλαφρώνω(colloquiale, figurato) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vuoto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του vuoto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.